Μέχρι τότε και ύστερα από έρευνα ετών ο Εισαγγελέας του Μανχάταν, Ντέιμιαν Ουϊλλιαμς του απήγγειλε 16 κατηγορίες, ανάμεσά τους για απάτη, διαφθορά, δωροδοκία, συνομωσία, σύσταση συμμορίας, ενορχήστρωση ενός σχεδίου χρόνων με αφορμή την πρόσβαση, και μετά τη διακίνηση εμπιστευτικών πληροφοριών με αποκλειστικό σκοπό τα, γιγάντια, οικονομικά του οφέλη εκατομμυρίων δολαρίων.

 Σύμφωνα με τον Ουϊλλιαμς ο Λούις, που είναι μόνιμος κάτοικος Μπαχάμας από το 2013 έως και το ’21 χρησιμοποιούσε εμπιστευτικές πληροφορίες είτε για ν’ ανεβάσει, είτε να ρίξει την τιμή της μετοχής μεγάλων εταιριών κυρίως στον φαρμακευτικό κλάδο. Και αφού πετύχαινε τον σκοπό του δωροδοκούσε μέλη της αμερικανικής κεφαλαιαγοράς, αλλά και φίλους του ή και ερωτικές του συντρόφους αναλόγως να επενδύσουν ή όχι μέσω άλλων, δικών του εταιριών «βιτρίνας».

 Όσον αφορά την εύλογη ανησυχία των φιλάθλων της Τόττεναμ, η ποδοσφαιρική ομάδα αρκέστηκε σε ένα no comment, ο βρετανικός Τύπος όμως υπογραμμίζει ότι τα προβλήματα του Λούις με την αμερικανική δικαιοσύνη αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο, και όχι την ποδοσφαιρική ομάδα η οποία πέρα από υγιέστατη, οικονομικά εδώ και χρόνια διευθύνεται από το δεξί του χέρι, Ντάνιελ Λέβι.

 Ο Λούις, με προσωπική περιουσία άνω των 5δις δολαρίων και που φημολογείται ότι είχε βγάλει μεγάλο μέρος απ’ αυτά στοιχηματίζοντας, κάποτε με τον Τζορτζ Σόρος υπέρ της φυγής της λίρας από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα είχε αγοράσει την Τόττεναμ το 2001 από τον Άλαν Σούγκαρ έναντι μόλις 22εκ. λιρών. Στυην περίπτωση καταδίκης του από την αμερικανική Εισαγγελία κινδυνεύει με φυλάκιση έως και 25 χρόνων.