Ο θρυλικός παλαίμαχος της Δόξας Δράμας και του Παναθηναϊκού, ένας από τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών στην χώρα μας, υπέστη έμφραγμα στα 81 του και απεβίωσε...
Ποιος ήταν ο Τάκης Λουκανίδης
Διαβάστε επίσης...
O Νεοτάκης Λουκανίδης γεννήθηκε το 1937 στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας από αγροτική πολύτεκνη οικογένεια. Είχε άλλα τέσσερα αδέρφια. Σε ηλικία πέντε ετών έχασε τον πατέρα του, τον οποίο κρέμασαν οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής το 1942, έτσι η μητέρα του αναγκάστηκε να κουβαλήσει και το φορτίο του πατέρα για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Συμπαραστεκόταν και σε εκείνον και στον αδερφό του, Θανάση, ακόμη και στο γήπεδο, από τις κερκίδες της Δόξας Δράμας.
Από το 1947 η οικογένειά του μετακόμισε στη Δράμα σε ένα σπίτι δύο δωματίων και η μητέρα του έκανε δύο δουλειές για να ζήσουν. Όμως, εκείνον αναγκάστηκε να τον βάλει σε ορφανοτροφείο, από το οποίο βγήκε πτυχιούχος της Μέσης Γεωπονικής Σχολής της Κομοτηνής.
Ο Τάκης Λουκανίδης έπαιζε μπάλα στο ορφανοτροφείο της Δράμας και στη Γεωπονική μπήκε στην ομάδα της σχολής ως τερματοφύλακας και στη συνέχεια έγινε μέσος, αμυντικός, επιθετικός κ.ά. Σε όποια θέση είχε ανάγκη η ομάδα, εκείνος μπορούσε να αγωνιστεί. Κι αυτό ήταν το μεγάλο του προσόν. Ότι δηλαδή μπορούσε να παίξει σε πολλές θέσεις γι’ αυτό και θεωρήθηκε ένας από τους πιο πλήρεις έλληνες ποδοσφαιριστές.
Το πρώτο του δελτίο το υπέγραψε το 1953 στην ΑΕΚ Κομοτηνής μετά από πρόταση του καθηγητή του που ήταν στο συμβούλιο της ομάδας. Όμως, επειδή δεν σκόπευε να μείνει μόνιμα εκεί, έκανε συμφωνία μόλις τελειώσει τη σχολή να του επιτρέψουν να πάρει μεταγραφή στη Δόξα Δράμας. Ωστόσο, η συμφωνία δεν τηρήθηκε, όπως του είχαν υποσχεθεί, με αποτέλεσμα η μεταγραφή να γίνει με επεισοδιακό τρόπο χάρη στην επιμονή και την ευστροφία της μητέρας του.
Έτσι, δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1955, υπέγραψε αλλά ένα σπάσιμο στο χέρι τον άφησε πίσω στις προπονήσεις την πρώτη χρονιά. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να παίξει στην πρώτη ομάδα, αν και ήταν μόλις 19 ετών. Παράλληλα έπιασε δουλειά στην ηλεκτρική εταιρεία της πόλης και εξασφαλίστηκε επαγγελματικά.
Στα πέντε χρόνια του στη Δόξα Δράμας γνώρισε στιγμές δόξας που παρόμοιες δεν είχε ζήσει μέχρι τότε επαρχιακό σωματείο. Κι αυτό γιατί έφτασαν τρεις φορές στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας. Στον τελικό του 1958 στο στάδιο Καραϊσκάκη κατά του Ολυμπιακού αγωνίστηκε κι εκείνος αλλά η ομάδα του έχασε με 5-1 αλλά τον επόμενο χρόνο ξαναβρέθηκαν στον τελικό με αντίπαλο πάλι τους ερυθρόλευκους. Και πάλι όμως ηττήθηκαν με 2-1 και έτσι η ομάδα του απέκτησε τον τίτλο της «βασίλισσας χωρίς στέμμα».
Το 1958 τον κάλεσαν στην εθνική ομάδα για τον αγώνα με τη Γαλλία των Φοντέν, Κοπά για το Κύπελλο Εθνών. Επίσης, αγωνίστηκε στην Εθνική Ενόπλων κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Κάποια στιγμή ο Λουκανίδης άρχισε να τραβά το ενδιαφέρον των αθηναϊκών ομάδων. Πρώτη ενδιαφέρθηκε για εκείνον η ΑΕΚ το 1959 αλλά 2.000 κόσμος συγκεντρώθηκε έξω από τα γραφεία της ομάδας και απέτρεψε τη μεταγραφή. Για εκείνον ενδιαφέρθηκε και η Γιουβέντους, παράγοντες της οποίας τον είχαν δει να αγωνίζεται με την Εθνική Ενόπλων.
Ο παίκτης όμως τα βρήκε με την ομάδα του τριφυλλιού. Η Δόξα αντέδρασε και έτσι εκείνος έφυγε για ένα χρόνο στην Κύπρο, στο ΑΠΟΕΛ, από όπου σύμφωνα με κάποιο κανονισμό της εποχής, μπορούσε στη συνέχεια να πάρει μεταγραφή για όποια ομάδα επιθυμούσε. Έτσι, το 1961 υπέγραψε στον Παναθηναϊκό, αφού όμως τον είχαν πλησιάσει και παράγοντες του Ολυμπιακού.
Με τους πράσινους αγωνίστηκε μέχρι το 1969 και κατέκτησε τρία πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο Ελλάδας. Η σχέση του όμως με τους πρασίνους δεν ήταν καλή από το 1967 με αποτέλεσμα ο προπονητής του να μην τον χρησιμοποιεί. Έτσι, κατάφερε και πήρε μεταγραφή στον Άρη, έπαιξε εκεί για μια σεζόν και έφτασε με την ομάδα ως την κατάκτηση του κυπέλλου. Αυτό ήταν το τέλος μια πλούσιας καριέρας για εκείνον. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ που είχε ανοίξει.
Το 1998 όμως η μοίρα του επιφύλασσε άσχημο παιχνίδι. Έχασε το γιο του, Γιώργο, σε ένα τροχαίο δυστύχημα. Αυτό το χτύπημα της μοίρας δεν τον έκανε να γίνει προπονητής, κάτι που ήθελε όσο τίποτα άλλο ο Τάκης Λουκανίδης.