Γράφει ο Πέτρος Λινάρδος...

Φράση που είναι καραμέλα, δίχως γεύση ξεχωριστή, αλλά και συνήθεια των περιγραφέων-σχολιαστών. Αν όμως πάμε πιο πέρα από τη λεκτική διακόσμηση θα δούμε ότι επί ματαίω ξορκίζονται πλείστα άλλα δυσάρεστα. Λαϊκισμός, βερμπαλισμός, υποκρισία - συνειδητή ή από συνήθεια -, παραμερισμός της πραγματικότητας, παρότρυνση δίχως αντίκρισμα. Αυτό οφείλεται στο ότι ο οπαδισμός, ο φανατισμός για τη νίκη με κάθε μέσον, οι εμπρηστικές και υπερφίαλες δηλώσεις και πράξεις των ιδιοκτητών των μεγαλύτερων ομάδων, χωρίς να λείπουν και οι μιμητές των πιο κάτω επιπέδων, το κυνήγι της αναγνωρισιμότητας από σταμπαρισμένα μέσα επικοινωνίας (όχι μόνο γραπτής αλλά και ηλεκτρονικής) συντελούν στην απομάκρυνση από το φιλαθλητικό πνεύμα αλλά και τη στοιχειώδη ευπρέπεια. Μακάρι να σταματούσε εδώ το κακό. Προχωρεί όμως πιο βαθιά και αλλοτριώνεται σε παιχνίδι μίσους.


***
ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ άλλες χώρες το πάθος, η αγάπη, το μεράκι, η θέρμη για την «ομαδάρα» παραμένουν παιχνίδι δυναμισμού και ψυχικής έξαρσης, δίχως όμως βιαιότητες και κινδύνους ζωής. Φαίνεται ότι η χώρα αυτή αναζητεί άλλη μία πρωτιά, από την ανάποδη. Το αθλητικό θέαμα μετατρέπεται σε αρένα αντικοινωνικότητας. Η χρήση ποσόστωσης, ότι δηλαδή οι εκτελεστές της «αλητοπρέπειας» αποτελούν ένα μικρό ποσοστό των οπαδών, είναι μεν αριθμητικό γεγονός, αλλά στην πράξη πολύ πιο δραστικό, ίσως και με την παρότρυνση «αθέατων» ηθικών αυτουργών. Και πώς να μιλάμε για την απόλαυση του παιχνιδιού όταν η ρίζα της λέξης στον οργανωμένο ποδοσφαιρικό χώρο - και δυστυχώς όχι μόνο σ' αυτό το ωραίο άθλημα - είναι άγνωστη αλλά και ανίσχυρη για όσους τυχόν τη γνωρίζουν. Δηλαδή (κατά το λεξικό) αναφέρεται ως παιχνίδι οποιαδήποτε ενέργεια που δεν έχει συγκεκριμένο όφελος αλλά προσφέρει ευχαρίστηση επειδή είναι διασκεδαστικό.

***
ΓΕΓΟΝΟΣ που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι ότι τον χορό τον σέρνει ένας σωματειακός διπολισμός που ξεπερνά, ατυχώς, τα όρια του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας, αγωνιστικής και οικονομικής. Είναι πόλεμος με κύριες και παράπλευρες απώλειες. Ας μη σταθούμε στο ότι η «αθλητοπρέπεια» χάνει ένα γράμμα, το «θ» και για το έπαθλο της νίκης η μειοψηφία είναι η αιματηρή αιχμή της λόγχης. Πολλοί θεωρούν τα κρούσματα αντικοινωνικότητας ως φυσικό επακόλουθο και εφησυχάζουν με τη διαπίστωση. Δεν είναι λίγοι, σε όλες τις βαθμίδες του όρου «λαμόγια», εκείνοι που θεωρούν τα δρώμενα ως αναγκαίο κακό, ενώ όλοι αυτοί που γνωρίζουν τους υπονομευτές σφυρίζουν αλλού και επιδίδονται σε αναζήτηση άλλοθι, ενώ υπάρχει και η προσφυγή στον «λαό μας».

***

ΘΛΙΒΕΡΟ και απορριπτέο να λέμε ότι το ποδόσφαιρο πέθανε στον τόπο αυτόν. Οχι βέβαια το ωραίο άθλημα. Φταίνε αυτοί και είναι τόσοι που όλοι μαζί αλλά και ο καθένας χώρια μεταλλάσσουν την αθλητική έννοια σε επιζήμιο υποπροϊόν που στηρίζεται αφενός στον οπαδισμό, αφετέρου σε ποικιλόμορφη συμφεροντοσκοπία, όχι αποκλειστικά οικονομικής ωφέλειας αλλά και άλλων μορφών και μηχανισμών υπεροχής και επιβολής σε εξωγηπεδικά πεδία. Κάνουν λάθος όσοι βλέπουν το πρόβλημα ως αστυνομική μόνο υπόθεση πρόληψης και καταστολής. Η Λερναία Υδρα της ποδοσφαιρικής αρρυθμίας έχει πολλά κεφάλαια και ηθικούς αυτουργούς, πέραν των «εκτελεστικών οργάνων» μιας αναρχίας που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στα γήπεδα, με σκοπό «η βία για τη βία». Σ' αυτό το περιβόλι οι μειοψηφίες του μίσους βρίσκουν πρόσφορο και προσφερόμενο έδαφος για το παιχνίδι της αθλιότητας και της βιαιοπραγίας. Η Πολιτεία - συντεταγμένη και αποφασιστική - οφείλει να τραβήξει με όποιο κόστος κόκκινες γραμμές έξω από τις οποίες το «ου παικτοίς» επισύρει βαρύ ποινολόγιο σε όλη την κλίμακα των εχόντων ευθύνη. Για να συμβεί αυτό απαιτείται ευρύτατη κοινωνική συναίνεση και τόλμη, αντίκρυ στις συμμορίες των γηπέδων (που δρουν και σε άλλους χώρους), αλλά και σ' εκείνους που επιχειρούν τη συγκάλυψη της ευθύνης τους.

Πηγή: Το Βήμα