Το γιαούρτι ανατρέχει στα τέλη της δεκαετίας του '50. Στους αποκαλούμενους τέντυ-μπόυδες. Συνήθως, ήταν κακομαθημένοι γόνοι καλών οικογενειών. Το γιαούρτωμα, άλλωστε, από την πλατεία Κολωνακείου ξεκίνησε. Όχι από τις λαϊκές συνοικίες. Οι αλητήριοι νέοι λοιπόν, έριχναν γιαούρτι στους καθώς πρέπει κυρίους. Άμμεση, ήταν βέβαια η αντίδραση της συντεταγμένης Πολιτείας. Με τη ψήφιση του σχετικού και περιβόητου Νόμου 4.000 το 1958, ο οποίος έγινε και τίτλος ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη το 1967, με τη Ζωή Λάσκαρη και τον Βαγγέλη Βουλγαρίδη.

Πέραν όλων των άλλων ο Νόμος 4.000 προέβλεπε και κούρεμα των συλληφθέντων δραστών με την ψιλή. Καθώς και τη διαπόμπευση τους στους δρόμους της Αθήνας με χειροπέδες, νόμος που καταργήθηκε το 1983. Έντρομοι, λοιπόν, οι νεαροί καζουροποιοί ετράπησαν σε άτακτο φυγή και το φαινόμενο άρχισε να ατονεί, μέχρι που εξαφανίσθηκε οριστικά. Όπως αποδείχτηκε, όμως, το γιούρτωμα είχε εισχωρήσει για τα καλά στο DNA των Ελλήνων. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα, Ιουλιανά, δικτατορία.

Το γιαούρτι επανήλθε σιγά-σιγά από τη μεταπολίτευση και μετά. Όταν τα ήθη εχαλάρωσαν και πάλι. Τρόπος αντίδρασης που υιοθετήθηκε κατά κύριο λόγο από τους φοιτητές. Κάποιοι πανούργοι εξ αυτών, εκμεταλλευόμενοι την ασυδοσία του ασύλου, γιαούρτωναν Καθηγητές, αλλά και πολιτικύς που μετέβαιναν στα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα για να αφουγκραστούν τα προβλήματα της νεολαίας.

Αλλά και δημοσίως, όμως, πολλές επιφανείς προσωπικότητες όπως ο πρώην περιφερειάρχης Μακεδονίας, Παναγιώτης Ψωμιάδης, έχουν υποστεί τη βάσανον του γιαουρτώματος. Και ξαφνικά το γιαούρτι πάει να ξεφύγει από το περιθώριο και να γίνει θεσμός. Ένα αποδεκτό, πλέον, κοινωνικό φαινόμενο.

Από την έλευση του ΔΝΕΤ και εντεύθεν, μερδία του λαού αντί να σκεφτεί εθνικά και πατριωτικά, το έριξε στο ντερβισιλίκι. Αντί να αποδέχεται την ανεργία, την περικοπή μισθών και συντάξεων και την αύξηση της φορολογίας, αντιδρά και με πρωτοφανείς μεθόδους μάλιστα. Υιοθετώντας τους τρόπους δράσης των τέντυ-μπόυδων της δεκαετίας του '60 με γιαούρτια. Και με πάσης φύσεως προπηλακισμούς, απέναντι στο πολιτικό προσωπικό και ειδικότερα των δύο μεγάλων κομμάτων. Φαινόμενο που πλήττει τη Δημοκρατία και τους θεσμούς. Όπως άλλωστε είχε πει ο Μανώλης Καψής: "φοβάμαι τον φοβισμένο βουλευτή". Οι βουλευτές αντίθετα που τα πήραν από τη Ζίμενς, ήταν απολύτως ψύχραιμοι.

Κι εκεί, όμως, που όλοι είχαν πιστέψει Πάγκαλο και σία, ότι τα φαινόμενα των τραμπουκισμών, αποτελούσαν δραστηριότητες των μοχθηρών του Σύριζα, ήταν τα αποτελέσματα του γκάλοπ σε Κυριακάτικη εφημερίδα, για να ανατρέψουν τα πάντα: ποσοστό 49% των ερωτηθέντων εγκρίνει τους προπηλακισμούς κατά των βουλευτών. Και ποσοστό μάλιστα 61% θεωρεί τις αποδοκιμασίες αυθόρμητες και όχι καθοδηγούμενες. Ιδού λοιπόν η εξαθλίωση και το κατάντημα της κοινωνίας. Ιδού η σήψη και η παρακμή.

Ο ένας στους δύο πολίτες να επιδοκιμάζει και να υιοθετεί το γιαούρτωμα. Ιδού η αχαριστία σ' αυτούς που με πόνο ψυχής ψήφισαν κατ' αρχήν το Μνημόνιο και ακολούθως το μεσοπρόθεσμο, για να σώσουν την Ελλάδα και τους Έλληνες από τη χρεωκοπία και την καταστροφή. Ιδού η πλήρως κατάρρευση θεσμών και αξιών. Μέχρι και κόμμα μποπρεί να κατέβει στις εκλογές με σήμα κατατεθέν το γιαούρτι. Όταν σύμφωνα με το τελευταίο γκάλοπ μπαίνουν στη Βουλή, Κουβέλης και Ντόρα, δεν θα μπει το κόμμα του κεσέ, έχοντας την αποδοχή του 49% του εκλογικού σώματος.

Πηγή: sport24.gr