Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ένας από τους πλέον δημοφιλείς ηθοποιούς, αφηγήθηκε τη ζωή του και παράλληλα αποκάλυψε τους πιο σημαντικούς «σταθμούς» στην πορεία του ως καλλιτέχνης.
«Ήρθα από την Πόλη στα 14. Έχω πολλές αναμνήσεις. Πήγαινα σε μειονοτικό σχολείο, έκανα δύο γλώσσες, ελληνικά και τούρκικα … Για μένα δεν ήταν ούτε δύσκολο ούτε βαρύ που φύγαμε από την Πόλη γιατί ήμουν στην ηλικία που ήθελα να πάω προς τη Δύση, στις ελευθερίες. Γιατί κακά τα ψέματα, η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης και η κοινότητα αλλά και η ευρύτερη τουρκική, ήταν περιοριστική. Ήθελα να πάω κι εγώ προς τους χίπηδες. Το έβλεπα με χαρά ότι θα πάω στην Ελλάδα. Αλλά για την οικογένειά μου ήταν καταστροφικό, διαλυτικό. Ήρθαμε εδώ, μείναμε σε μια γκαρσονιέρα, κοιμόμουν σε ράντζο για δύο χρόνια. Οι γονείς μου, ταπεινής καταγωγής και ταπεινών εισοδημάτων, κατάλαβαν ότι εδώ θα κάνουν ένα νέο ξεκίνημα. Αλλά πνευματικά τους πείραξε πάρα πολύ. Είχαν ένα επίπεδο κουλτούρας που δεν υπήρχε στην Αθήνα όταν ήρθαν, το οποίο τους στεναχωρούσε. Και δεν εννοώ ότι πήγαιναν στα θέατρα και τις όπερες. Απλώς μιλούσαν τρεις γλώσσες –ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά, και λίγα αγγλικά. Εγκατασταθήκαμε στα Πατήσια, κοντά στην πλατεία Κολιάτσου …», είπε αρχικά (στην ιστοσελίδα bovary).
Και συνέχισε λέγοντας: «Προσαρμόστηκα πολύ γρήγορα. Μου έκαναν πλάκα στο σχολείο για την προφορά μου, όχι τόσο τα παιδιά και προς τιμήν τους αλλά οι καθηγητές μου στην Α΄ Γυμνασίου κι έτσι την απέβαλα μέσα σε έξι μήνες. Και μίλησα αθηναίικα… Τα τούρκικα φυσικά και τα θυμάμαι κι ας μην τα μιλάω πολύ άνετα. Θυμάμαι στα 16-17 μου με έπαιρνε ένας μεταφραστής υποτίτλων ταινιών –ήταν τότε της μόδας οι τούρκικες ταινίες, τον βοηθούσα στις μεταφράσεις και μου έδινε χαρτζιλίκι».
«Είπα πως θέλω να γίνω σαν τον Όρσον Ουέλς»
Αναφερόμενος στις πρώτες επαφές με τον καλλιτεχνικό χώρο και τα όνειρά του, σημείωσε: «Πιτσιρικάς ήθελα να γίνω τραγουδιστής, ροκάς. Έπαιζα κιθάρα. Μετά, άρχισα να βλέπω πολλές ταινίες, πήγαινα πέντε – έξι φορές την εβδομάδα σινεμά … Θυμάμαι είχα δει μια ταινία του Όρσον Ουέλς, τους ‘Υπέροχους Άμπερσονς’ και είπα πως αυτό θέλω να γίνω, σαν αυτόν τον σκηνοθέτη. Δεν ήξερα τότε ότι ο Όρσον Ουέλς είναι ο Όρσον Ουέλς. Μου άρεσε αυτό το σινεμά, αυτό το ύφος, αυτό το στυλ. Θέατρο πήγαινα πολύ λίγο.
Έχω δει μερικές πολύ ωραίες παραστάσεις στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Ομολογώ όμως ότι τώρα το επίπεδο έχει ανέβει –έβλεπες πολύ θεατρίλα τότε. Στο Υπόγειο όμως είχε έναν περίεργο ρεαλισμό με στοιχεία εσωτερικού βάθους. Αυτό είναι πια πολύ πιο διαδεδομένο σήμερα … Είχα στο μυαλό μου να σπουδάσω σινεμά και πήγα ως παρατηρητής – επισκέπτης στο κινηματογραφικό τμήμα της Σχολής Σταυράκου. Δεν μου άρεσε το κλίμα όμως, ήταν πολύ θεωρητικό και είπα να το προσεγγίσω από την πλευρά του ηθοποιού … Τελείωσα το θεατρικό τμήμα της Σχολής, που ενδιαμέσως αποσχίστηκε από του Σταυράκου και το ανέλαβε η Ευγενία Χατζίκου –η διευθύντριά του.
Η πρώτη παράσταση
Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά ήταν με την Έλλη Λαμπέτη. Πριν είχα δουλέψει λίγο στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη. Είχα μια σχέση τότε με μια ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης και ο Μιχαηλίδης με προσέλαβε για ταμείο και φώτα. Μόλις έκλεινα το ταμείο, ανέβαινα στο ηλεκτρολογείο να φωτίσω την παράσταση… Μια ημέρα ήρθαν η Σοφία Σπυράτου και ο Γιώργος Μιχαηλίδης και μου είπαν ότι έφυγε ένας ηθοποιός και ότι ‘έχουμε παράσταση σε δέκα λεπτά… και κατέβα’. Και κατέβηκα… Δεν ήταν τίποτα αλλά μου άρεσε η εμπειρία. Φαίνεται όμως ότι κάτι είδαν σε μένα και η Σπυράτου μου πρότεινε να πάω σε σχολή… Μετά, μαθητής στη σχολή πια, έπαιξα και σε παράσταση του Μιχαηλίδη –ήταν ένα δικό του έργο, ‘Η δίκη των έξι’, με τον Σοφοκλή Πέππα, τον Λευτέρη Βογιατζή, τη Μαρίκα Τζιραλίδου, τον Τάσο Υφάντη, τη Σπυράτου…».
Παίζοντας δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη
Ξεχωριστή ήταν η εμπειρία της συνεργασίας του Αντώνη Καφετζόπουλου με τη σπουδαία Έλλη Λαμπέτη, την οποία θυμάται ως εξής: «Στη Λαμπέτη πήγα με κάτι σαν οντισιόν – γιατί με εξαπάτησε λίγο η Όλια Λαζαρίδου. Ήταν φίλη με τον Γιάννη Διαμαντόπουλο που ήταν βοηθός του σκηνοθέτη, Μάουρο Μπολονίνι που ανέβαζε τη ‘Φιλουμένα Μαρτουράνο’. Μου μιλούσε για την παράσταση η Όλια, έπαιζε κι εκείνη και η Κατερίνα Γώγου και μου έλεγε συνέχεια να πάω.
Ο Μπολονίνι ήταν του σινεμά και η Λαμπέτη μου άρεσε πολύ, είχα καταγοητευθεί.
Μια ημέρα με πήρε η Όλια να πάμε ως την Αγίου Μελετίου. Χτυπάει ένα κουδούνι, ανοίγει ο Διαμαντόπουλος και του λέει ‘αυτός είναι, δες τον’. Κατάλαβα ότι ήταν οντισιόν. Με έβαλε ο Μπολονίνι να διαβάσω εφημερίδα, μια είδηση. Με ρώτησε αν μπορώ να ψαλιδίσω λίγο το μουστάκι μου, ήταν σταλινικού τύπου, για να δει πώς δείχνω. Έγινα ένας από τους τρεις γιους της Φιλουμένα –οι άλλοι δύο ήταν ο Πάνος Μιχαλόπουλος και ο Σάββας Αξιώτης. Η Λαμπέτη, πολύ ευγενής σαν άνθρωπος, ήταν πολύ σκληρή και απόλυτη με τη δουλειά της, δεν σήκωνε κουβέντα όταν επρόκειτο για την παράσταση. Την γνώρισα πολύ καλά τη Λαμπέτη, ήμασταν αρκετά κοντά, με συμπαθούσε. Γενικά ήταν συμπαθής με τους ανθρώπους. Ήταν μια ωραία εμπειρία…».
Στη μικρή οθόνη
Ο Καφετζόπουλος αναφέρθηκε στη συνέχεια στο πώς βρέθηκε στην τηλεόραση, λέγοντας: «Την ίδια χρονιά ήρθαν ο Διαγόρας Χρονόπουλος με τον Ηρακλή Παπαδάκη για την ‘Αστροφεγγιά’. Με είχαν δει στη Λαμπέτη και με φώναξαν για τη σειρά στην ΕΡΤ. Άφησα τη δουλειά του ηχολήπτη και πήγα … Έπαιζαν Κιμούλης, Βαλτινός, Άρης Ρέτσος αλλά και Ράνια Οικονομίδου, Αριέττα Μουτούση. Εξαιρετικός ο Σταύρος Ξενίδης, η Νέλλη Αγγελίδου. Εμείς δεν είχαμε τηλεόραση στο σπίτι, το έβλεπα περιστασιακά. Θυμάμαι έμπαινα στο λεωφορείο, με κοιτούσαν λίγο, έλεγαν κάτι μεταξύ τους, και μου ΄λεγαν κι εμένα μια καλή κουβέντα. Ήρθε κι ένας παραγωγός μετά να μου κάνει πρόταση για περιοδεία το καλοκαίρι –ακόμα το λέει ότι του αρνήθηκα.
Ήμουν ήδη 29 χρόνων. Δεν ήμουν ο εικοσάχρονος που ξαφνικά τον χτύπησε η επιτυχία.
Εκεί που αισθάνθηκα ότι μπήκα ακόμα πιο πολύ στα σπίτια των πάντων ήταν με ‘Το Μινόρε της Αυγής’. Ενώ με τον Άγγελο Γιαννούζη της ‘Αστροφεγγιάς’ μου πήρε κανά – δυό χρόνια για να αρνηθώ όλους τους ρόλους που μου προτείναν του ρομαντικού φυματικού νέου, με τον ρεμπέτη μου πήρε πολύ παραπάνω. Ενώ άκουγα ρεμπέτικα, τα είχα ανακαλύψει λίγα χρόνια πριν από το ‘Μινόρε’, δεν ήμουν ο τύπος του ρεμπέτη ούτε μου άρεσε αυτή η ζωή –τα ακούσματα, ναι».
«Γουστάρω τον Ακάλυπτο αλλά μόνο αυτό»!
Για τη μεγάλη του επιτυχία με το σίριαλ του ΑΝΤ1 «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή», ανέφερε: «Έχω κάνει επιτυχίες στην τηλεόραση, όχι πολλές, τρεις, με το ‘Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή’. Ένας τελείως διαφορετικός ρόλος από τους άλλους δύο τηλεοπτικούς. Όχι, ο Ακάλυπτος δεν μου μοιάζει καθόλου. Ήταν τόσο διασκεδαστικό πρόσωπο. Αυτούς τους τύπους τους ξέρω, τους έχω δει. Αλλά όχι δεν θα ήθελα έναν τέτοιο φίλο, δεν μπορώ τη βαβούρα … Αν είχα την αίσθηση ότι αρέσω στις γυναίκες; Ναι, αλλά όχι πάντα, μετά τα 25. Όταν ήμουν μικρός νόμιζα ότι δεν αρέσω σε καμία. Μετά μου εξηγούσαν ότι άρεσα πολύ στα κορίτσια. Με τη δουλειά το κατάλαβα περισσότερο. Αν και σε όλους μας αρέσει να αρέσουμε, δεν ήταν ποτέ το βασικό μου ζητούμενο. Αρέσω; Ακόμα καλύτερα. Αλλά ως εκεί. Το αντίθετο, καμιά φορά με εμπόδιζε.
Υπήρχε πάντα μια υποβόσκουσα προκατάληψη για να παίξω τον ωραίο δραματικό ρόλο ή τον κωμικό. Δεν μου έκοψε πράγματα αλλά αγωνιζόμουν να τους πείσω ότι μπορώ να το κάνω σαν ηθοποιός. Με είχαν σαν ζεν – πρεμιέ, ενώ δεν ήμουν. Και με τους ‘Παντρεμένους’ κάπως έτσι έγινε: να παίξω εγώ τον ρομαντικό οδοντογιατρό και ο Παρτσαλάκης τον Ακάλυπτο. Και τους είπα ‘αν θέλετε το ανάποδο, πολύ ευχαρίστως. Γουστάρω πολύ τον Ακάλυπτο αλλά μόνο αυτό. Το άλλο δεν το κάνω, το έχω ξανακάνει, το ξέρω, βαριέμαι’. Το δέχτηκαν αλλά τρέμανε πώς θα τα πάω… Εγώ όμως είχα σχέδιο, από την πρώτη ημέρα. Πήγα, ζήτησα ζελέ, γραβάτες με Μίκυ Μάους –είχα ολόκληρη την εικόνα».
Και ο Καφετζόπουλος κατέληξε: «Δεν μετάνιωσα που δεν έγινα σκηνοθέτης. Έκανα δύο μεγάλου μήκους, μία μικρότερη, μου άρεσε πάρα πολύ -έκανα και πολλά διαφημιστικά. Αλλά απεχθάνομαι τη διαδικασία με την οποία γίνονται οι ταινίες –να αρχίσω δηλαδή με μια ιδέα τώρα, για να γίνει, αν γίνει η ταινία, μετά από έξι χρόνια … Το να γίνεις πρώτο όνομα δεν αποτελεί και εγγύηση επιτυχίας. Η διάρκεια είναι που μετράει, το πιο δύσκολο. Εμένα αυτό που μου αρέσει είναι να αποδεικνύεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να κάνεις διάφορα πράγματα».