Μέσα σε λίγες λέξεις της συνομιλίας του Γιάννη Μπουρούση με τον Μάκη Ψωμιάδη, κρύβεται όλη η παθογένεια του ελληνικού αθλητισμού, ο βασικός λόγος που θέριεψε αυτό το τέρας και ξέσκισε τη ζωή μας. Για τον Μπουρούση, ο Ψωμιάδης είναι «ο κύριος Μάκης» ενώ οι αδελφοί Αγγελόπουλοι «οι βλάκες». Ο άνθρωπος της νύκτας με το βεβαρυμμένο παρελθόν και ένα σωρό δικαστικές εκκρεμότητες είναι «κύριος» γιατί το σύστημα του επιτρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερος και να παίζει όπως γουστάρει τα παιχνίδια του, ενώ δύο αξιοπρεπέστατοι επιχειρηματίες, με μερικές οκάδες πτυχία ο καθένας τους και δουλειές που δίνουν ψωμί σε χιλιάδες ανθρώπους, είναι οι μαλάκες της ιστορίας γιατί εφτά χρόνια τώρα έσκασαν ένα σωρό λεφτά χωρίς να προκαλέσουν και χαρά δεν είδαν.
Με δυο λόγια, αυτή είναι όλη η θλιβερή ιστορία. Και είναι θλιβερή γιατί δεν σκέφτεται έτσι μόνο ο Μπουρούσης αλλά ένα μεγάλο κομμάτι των φιλάθλων, οπλίζοντας ουσιαστικά με τη στάση τους το πιστόλι που αργότερα θα τους «σκοτώσει». Πώς; Πολύ απλά, επειδή για να λειτουργήσει αυτό το σύστημα και να πιέσει εκβιαστικά τις καταστάσεις, έχει απόλυτη ανάγκη τη νομιμοποίηση στα μάτια του κόσμου της μακιαβελικής λογικής «επικράτηση με κάθε μέσο». Ότι ο πρώτος είναι πρώτος όπως κι αν έγινε πρώτος και ο δεύτερος σκουπίδι, όπως κι αν έμεινε δεύτερος. Κι αυτή τη νομιμοποίηση, δυστυχώς οι πολλοί την προσφέρουν, με τη στάση που ασυνείδητα ή συνειδητά κρατούν απέναντι στο θύτη και στο θύμα.
Μόνο μ' αυτή τη νομιμοποίηση μπορεί να δράσει αυτό το κύκλωμα παρασιτικά και να επιβάλλει την παρουσία του. Αν δεν την είχε, δεν θα προλάβαινε καν να στηθεί και να ριζώσει. Σοκάρει πραγματικά και μόνο που το σκέφτεσαι. Να έχεις ρίξει ένα σωρό λεφτά για να φτιάξεις μια ομάδα πολύ καλύτερη απ' όσο ορίζει το πάπλωμα του ελληνικού ποδοσφαίρου κι όμως να σε αναγκάζουν να πιστέψεις ότι για να πετύχεις, πρέπει να έχεις τον Μπέο και τον Ψωμιάδη να βαράνε οκταωρίες στο γραφείο σου. Γιατί αλλιώς δεν έχεις τρόπο να «προστατεύσεις» την επένδυσή σου. Ακριβώς όπως με τους νταβαντζήδες της νύχτας. Σου πουλάνε προστασία από ένα σύστημα που οι ίδιοι έχουν στήσει κι όταν μετά σου κάτσουν στο σβέρκο, άντε μετά να βρεις τρόπο να τους τινάξεις από πάνω σου για να πάψουν να σου πίνουν το αίμα και να σε κρατάνε στο χέρι.
Για πολύ κόσμο, αυτοί που τα συναλλάσσονται με τους «προστάτες» είναι οι έξυπνοι της ιστορίας. Κι αυτοί που αντιστέκονται, μεγάλοι μαλάκες που ανέχονται να βλέπουν κάθε τρεις και λίγο το μαγαζί τους καμένο, όχι γιατί τους λείπουν τα φράγκα για να αγοράσουν προστασία, αλλά γιατί δεν θέλουν να έχουν πάρε - δώσε με τους νταβατζήδες και τα λαμόγια. Ο καθένας έχει τη δική του ηθική και τη δική του λογική. Και δυστυχώς στην Ελλάδα, η ηθική των πολλών βιάζει και δεύτερη φορά το θύμα γιατί «τους ντρόπιασε», επιβραβεύοντας τον βιαστή γιατί «είναι μάγκας και έχει τον τρόπο να κάνει τα γούστα του». Είναι σα να λέμε ότι οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες στην Κατοχή ήταν πρώτοι μάγκες γιατί έτρωγαν ψωμί όταν οι άλλοι πεινούσαν. Κι όποιοι προτιμούσαν να πεθάνουν της πείνας αντί να καρφώσουν τον διπλανό τους, οι γνωστοί μαλάκες της ιστορίας. Ίσως και να ήταν τελικά. Γιατί ενώ σε άλλες χώρες οι μαυραγορίτες και οι χαφιέδες οδηγήθηκαν μετά την Κατοχή στο απόσπασμα, στην Ελλάδα με την ανοχή των πολλών πήραν και υπουργεία.
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα είχε σημασία αν λειτουργούσαν οι θεσμοί και οι νόμοι. Αν στο παιχνίδι «κλέφτες και αστυνόμοι» ήταν διακριτοί οι ρόλοι και ξέραμε ποιος είναι ο κλέφτης και ποιος ο αστυνόμος. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία όπου συνήθως οι λύκοι φυλάνε τα πρόβατα. Φωνάζεις, αντιδράς αλλά όσο και να βροντάς, μόνο κλειστές πόρτες συναντάς. Κι όταν το σύστημα είναι πολύ δυνατό για να το παλέψεις παίζοντας μόνος σου το ρόλο του αστυνόμου, τι κάνεις τότε; Γίνεσαι κι εσύ κλέφτης; Εξαγοράζεις το σύστημα για να υπηρετεί εσένα; Προσπαθείς να σημαδέψεις και εσύ την τράπουλα, για να παίξεις με τον ίδιο τρόπο ένα παιχνίδι που οι άλλοι το ξέρουν πολύ καλύτερα γιατί κατέχουν την τεχνογνωσία; Κι αν δεν γουστάρεις να υποκύψεις και να γίνεις ίδιος μ' αυτούς που φτύνεις, ποιος άλλος δρόμος σου απομένει;
Το κακό της υπόθεσης είναι αυτό που λέγαμε παραπάνω. Ότι πολλοί δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το σώβρακο απ' τη γραβάτα. Τον «κύριο» απ' το λαμόγιο. Το θύμα από τον θύτη. Αυτόν που θέλει να παίξει το παιχνίδι με τα χέρια πάνω στο τραπέζι απ' αυτόν που θέλει να σημαδεύει την τράπουλα. Αν τους ξεχωρίζανε, θα είχαν διαλέξει από την αρχή τη σωστή πλευρά κι ας μην είχαν στο τραπέζι τους τα καλούδια που απολαμβάνουν οι δοσίλογοι και οι μαυραγορίτες. Ακόμα κι αν είσαι σε θέση να τα ξεχωρίσεις όλα αυτά, θέλει φρύδια για να το αντέξεις. Φρύδια που δυστυχώς τα έχουν πολύ λιγότεροι απ' αυτούς που θα έπρεπε να τα έχουν.
Πηγή: leoforos.gr