Εδώ καράβια χάνονται, που λέει μια παροιμία, βαρκούλες μου πού πάτε!
Κυριολεκτώ, διότι ενώ το ελληνικό σκάφος έχει ξεπεράσει και τον Τιτανικό, ο Κακλαμανάκης καβάλησε την ιστιοσανίδα του και μας κάνει πλάκα!
Αυτό είναι που λένε το καράβι βούλιαζε και η ορχήστρα συνέχισε να παίζει, αν και (τώρα που το σκέπτομαι καλύτερα) με τέτοιο βιολί που τραβάει ο Νικόλας, η δική του ορχήστρα είναι σαν τις μπαταρίες που επαναφορτίζονται μόνες τους και γι' αυτό κρατάνε μια ζωή!
Παρεμπιπτόντως, ο «γιος του ανέμου» έφτασε τα 43, έγινε πατέρας κι ενώ ο κόσμος πιστεύει ότι έχει αποσυρθεί και κάνει κάτι άλλο στη ζωή του, αυτός συνεχίζει να κάνει το ίδιο: να αγωνίζεται, να μάχεται με τα στοιχεία της φύσης, να μη βάζει τον κώλο του κάτω και (σαν να μη φτάνει η δική του τρέλα) να παρασύρει κι ένα σωρό αθώους μαζί του!
Τρέλα έγραψα; Λάθος: για κουζουλάδα πρόκειται, για κλασική κρητικιά κουζουλάδα, σαν αυτή που εναγωνίως αναζητούσε και την ύμνησε κιόλας όσο κανείς άλλος ο Καζαντζάκης
Το εννοώ αυτό, καθότι ακόμη και τώρα ο Κακλαμανάκης μοιάζει με τον μικρό ήρωα της «Αναφοράς στον Γκρέκο», που συνεπαρμένος από την κουβέντα με τον παππού του τού ζητάει μια προσταγή, για να την ακολουθήσει στη ζωή του
«Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου» τον ορμηνεύει ο γέρος, αλλά ο πιτσιρικάς μοιάζει ανικανοποίητος και αχόρταγος, γι' αυτό γυρεύει «μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή»
Ανοίγω εδώ μια μικρή παρένθεση, για να υποκλιθώ (εγώ ο ταπεινός αλλά φανατικός αναγνώστης του) στο μεγαλείο της γραφής και της έκφρασης του Καζαντζάκη, ο οποίος παράγει μια σκηνή τόσο δυνατή που θαρρείς πως περιγράφει εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας!
Και τότε (γράφει), ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε
«Φτάσε όπου δεν μπορείς»!
Οντως, εκείνη τη στιγμή ο αέρας πρέπει να έτρεμε τόσο πολύ, διότι πήρε την πιο κρητικιά προσταγή που αρθρώθηκε ποτέ (και αποτελεί τον εγκυκλοπαιδικό ορισμό της υπέρβασης), την ταξίδεψε μέσα από βουνά και θάλασσες και την έφτασε ίσαμε το λιμάνι της Ανδρου
για να την κάνει βούκινο ο Κακλαμανάκης!
Το κόβω εδώ το θέμα με τον Καζαντζάκη, διότι όπως την πάω τη φάμπρικα, στο τέλος θα μου κρεμάσουν δικαίως κουδούνια για... αντιποίηση λογοτεχνικής αρχής, άλλωστε όπως φώναζε πάντοτε ο συχωρεμένος ο Σγουρδαίος, «συνέλθετε μωρέ, δημοσιογράφοι είμαστε, όχι συγγραφείς»!
Βάζω επίτηδες σ' αυτήν την κουβέντα και τον Σγουρδαίο, διότι είχε (σαν τον Κακλαμανάκη) μεγάλη λόξα με τη θάλασσα, χώρια που χάθηκε πριν από έναν χρόνο όπως ακριβώς θα το ευχόταν: στον δικό του μικρό διάπλου με τη βάρκα του, στ' ανοιχτά της Σερίφου!
Ο Νικόλας, πάλι, δεν χάθηκε, διότι είχε καλό μπούσουλα και δεν εννοώ μονάχα τη γνώση του επί του θέματος, που ξεπερνάει τα όρια της επιστημοσύνης, αλλά και την τρέλα του, η οποία φιλτράρει τις αρτηρίες του και τον κάνει να μην κάθεται ποτέ στ' αυγά του και πάντοτε να κοιτάζει μπροστά
Σαν τον ανικανοποίητο Οδυσσέα που (για να θυμηθώ την καταπληκτική ατάκα που διάβασα σε μια συνέντευξη του Νίκου Φώσκολου) μόλις φτάνει στην Ιθάκη και ολοκληρώνει την Οδύσσεια βάζει πλώρη για μια καινούργια Ιλιάδα!
Αυτό ακριβώς κάνει και ο Κακλαμανάκης, όταν δεν συμμετέχει σε αγώνες της συμβατικής ιστιοπλοΐας: το 1997 είχε αποτολμήσει το ταξίδι από το Σούνιο έως την Κρήτη, τώρα διέπλευσε το Αιγαίο και (ο Θεός να τον έχει καλά) του χρόνου σχεδιάζει μια άλλη τολμηρή επιχείρηση, η οποία πιθανότατα θα είναι και το κύκνειο άσμα της ένδοξης καριέρας του
Κοινώς, ο Νικόλας αποδεικνύει πόσο σωστή είναι η παροιμία που λέει πως η τρέλα δεν πάει στα βουνά: όντως περνάει τα βουνά και χάνεται στη θάλασσα
Για την ακρίβεια, χάνεται στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, που για τον Κακλαμανάκη είναι το άπαν: η εκκίνηση, ο τερματισμός, το λίκνον, τα ιερά και τα όσιά του!
Ο «χρυσός» ολυμπιονίκης του 1996 (και δεύτερος το 2004) διάνυσε 300 ναυτικά μίλια, διαπλέοντας την αγαπημένη του θάλασσα: εκκίνησε από την αγαπημένη του Ανδρο, στα νερά της οποίας τον πρωτοπέταξε μικρό ο πατέρας του, πέρασε από τη Μύκονο, τη Δήλο, την Αμοργό, τη Δονούσα, τη Σχοινούσα και την Τήλο, για να λύσει το πανί του στην Κάρπαθο, εμφορούμενος από ένα όραμα που δεν μοιάζει και πολύ ταιριαστό με την τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα
Το 1997 ο Κακλαμανάκης ήθελε να προβάλει την ελληνική υποψηφιότητα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και 14 χρόνια αργότερα πήρε την παλιά αφιερωματική ατάκα της Πατουλίδου και την έκανε λάβαρό του
Για την Ελλάδα, ρε γαμώ το!
Για την Ελλάδα που υποφέρει, για την Ελλάδα που επιτροπεύεται (για να μην πω ότι βρίσκεται υπό κατοχή), μα και για την Ελλάδα που αντιστέκεται, ρε γαμώ το!
Είχα την τύχη να κουβεντιάσω αρκετά με τον Νικόλα όλον αυτόν τον καιρό που προετοίμαζε το τολμηρό εγχείρημά του, το οποίο εκτός από το δικό του θράσος, προϋπέθετε και τη συνδρομή του καιρού: να φυσάει βοριάς, να μη βρέχει, να είναι διαθέσιμα τα παιδιά των σχολείων, που επιθυμούσε να συναντήσει σε όλα τα νησιά, για να τα κάνει κι αυτά κοινωνούς της μεγάλης ιδέας του!
«Ο καθένας μας από το δικό του μετερίζι οφείλει να δίνει μάχη και να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, για να βγει νικητής»: αυτό το modus vivendi με μπόλικη ψυχή, πολλή εγκεφαλικότητα και πλούσια αισθήματα (για να αναπληρώσει τις χαμένες ικμάδες της σωματικής ρώμης) θέλησε να μεταλαμπαδεύσει ο Κακλαμανάκης στην ελληνική κοινωνία και περισσότερο στη νεολαία
Α, και κάτι ακόμη: ο Νικόλας πιστεύει ότι οι αθλητές δεν δικαιούνται να είναι αποκομμένοι από την κοινωνία και να ζουν σε έναν γυάλινο κόσμο, τουναντίον έχουν το ιερό χρέος να κάνουν αυτό που ξέρουν καλά: να αγωνίζονται, να δίνουν έμπνευση στον κόσμο, να τον ταξιδεύουν και (αυτό είναι το σπουδαιότερο) να επιστρέφουν αυτά που εισέπραξαν και, όπως ο ίδιος επιμένει, «εκτός από πρωταθλητή, με έκαναν και καλύτερο άνθρωπο».
Στ' αυτιά πολλών όλα τούτα ίσως ακούγονται πολύ παράταιρα και γραφικά, καθότι εμείς οι Ελληνες έχουμε το χούι να τα απαξιώνουμε, οπότε φαντάζομαι ότι κάποιοι θα 'βγαλαν κιόλας το συμπέρασμα
Ούτως ειπείν, ό,τι του φανεί τού Λολονικολή!
Απλώς, αυτός ο Λολονικολής δεν παίρνει χαμπάρι και την ώρα που τα μεγάλα καράβια χάνονται, αυτός ανεβαίνει στη βαρκούλα του, λύνει το πανί της, κοπανιέται μέσα στη θάλασσα και εν τέλει φτάνει όπου δεν μπορεί!
Πηγή: Goal