Στη μόνιμη συλλογή του Πολεμικού Μουσείου εντάχθηκαν σπάνια ευρήματα που ανακτήθηκαν από το ναυάγιο του φορτηγού πλοίου ΌΡΙΑ, το οποίο αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες παγκοσμίως.
Το ΌΡΙΑ ήταν φορτηγό πλοίο, νορβηγικής ιδιοκτησίας ναυπηγημένο το 1920. Στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί το χρησιμοποίησαν για τη μεταφορά στρατευμάτων τους στη Νορβηγία, ενώ κατόπιν εντάχθηκε στις γερμανικές νηοπομπές με προορισμό τη Βόρεια Αφρική.
Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους και την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τις γερμανικές δυνάμεις, το ΌΡΙΑ βρισκόταν στη Ρόδο, συμμετέχοντας στις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Στις 11 Φεβρουαρίου 1944 απέπλευσε από το λιμάνι του νησιού με κατεύθυνση τον Πειραιά, μεταφέροντας στα αμπάρια του περισσότερους από 4.000 Ιταλούς αιχμαλώτους από τις φρουρές της Ρόδου και της Λέρου.
Το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου το ΌΡΙΑ προσέκρουσε σε βράχο κοντά στη νησίδα Πάτροκλος, σε απόσταση 25 μιλίων ΝΑ του λιμανιού του Πειραιά. Το πλοίο πήρε κλίση και βυθίστηκε παρασύροντας στον βυθό του 4.184 Ιταλούς στρατιωτικούς και 15 Γερμανούς. Οι διασωθέντες ανήλθαν σε λίγες δεκάδες άτομα.
Την παρουσίαση των ευρημάτων του ναυαγίου, τα οποία ανακτήθηκαν από την ομάδα του αυτοδύτη Αριστοτέλη Ζερβούδη, τίμησαν με την παρουσία τους η Πρέσβης της Ιταλίας στην Ελλάδα, κα Patrizia Falcinelli, ο Υποναύαρχος Δρόσος Ρεΐζης ως εκπρόσωπος του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και ο Ακόλουθος Άμυνας της Ιταλίας στην Ελλάδα Colonel Maurizio Ortenzi.
Διαβάστε το ρεπορτάζ της Καθημερινής:
Μια κορνίζα με μια ασπρόμαυρη φωτογραφία δέσποζε στο σπίτι όπου μεγάλωσε ο Αλφιο Μπούσα σε μια μικρή πόλη της Σικελίας. Η εικόνα ενός νεαρού με συμπαθητικά αλλά σκληρά χαρακτηριστικά, κοντό μουστάκι, άψογο κούρεμα και στρατιωτική στολή τρόμαζε τον νεαρό Αλφιο. Ηταν ο μακρινός του θείος, αδελφός του παππού του, Τζιοβάνι Μπούσα, τον οποίο δεν γνώρισε ποτέ. Η ανάμνησή του γέμιζε πίκρα την οικογένεια και όλοι ήξεραν ότι ο παππούς δεν μιλούσε ποτέ για εκείνον.
Προερχόμενος από μικρή οικογένεια αγροτών, ο Τζιοβάνι κλήθηκε στον στρατό το 1938 με περιέργεια για τον κόσμο που ανοιγόταν μπροστά του, αλλά και φόβο για έναν πόλεμο που ερχόταν τον οποίο δεν καταλάβαινε. Η επικοινωνία με την οικογένειά του ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ενα γράμμα που εντόπισε πολύ αργότερα και με πολύ κόπο ο Αλφιο Μπούσα στα στρατιωτικά αρχεία δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Είχε συμβουλές για τη φροντίδα των δέντρων στα κτήματα της οικογένειας.
Ο Τζιοβάνι Μπούσα δηλώθηκε «αγνοούμενος στα Βαλκάνια» το 1944 και η ανάμνησή του στοίχειωσε τον αδελφό του. Κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί στον νεαρό με το μουστάκι και πού βρισκόταν. Ο Αλφιο Μπούσα ορκίστηκε στον παππού του ότι θα βάλει όλες του τις δυνάμεις για να μάθει τι απέγινε ο Τζιοβάνι.
Τον περασμένο Μάρτιο, ο Αλφιο, η δεύτερη γενιά των Μπούσα μετά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, παρέλαβε από τον δύτη Αριστοτέλη Ζερβούδη μια μεταλλική καραβάνα με χαραγμένο το όνομα του θείου του και την ημερομηνία 23 Ιουνίου 1943. Οκτώ μήνες ύστερα από εκείνο το ίχνος που χάραξε με το μαχαίρι του, ο Τζιοβάνι θα έβρισκε τον θάνατο τον Φεβρουάριο του 1944 στο ναυάγιο του «Ορια», σε μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες της Μεσογείου, που έγινε στα ανοιχτά του Σουνίου.
«Οταν κράτησα την καραβάνα στα χέρια μου έπαθα σοκ. Ηξερα ότι είναι ένα άψυχο αντικείμενο, αλλά για μένα ήταν ο μακρινός μου θείος», λέει στην «Κ» ο Αλφιο Μπούσα από το σπίτι του στη Σικελία, και με την κάμερα του τηλεφώνου του μας δείχνει σε μια γωνιά του σπιτιού του μια προθήκη με την καραβάνα του Τζιοβάνι, που συμπλήρωσε ένα μεγάλο κενό στην οικογενειακή ιστορία. «Η αναζήτηση της ιστορίας του θείου μου ήταν ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι».
Οσα από τα μεταλλικά σκεύη είχαν χαραγμένο το όνομα του ιδιοκτήτη τους, παραδόθηκαν στις οικογένειες των νεκρών. Μια απόδειξη της ύπαρξής τους…
Το νορβηγικό ατμόπλοιο «Ορια» ναυπηγήθηκε το 1920 και ταξίδεψε αρχικά για λογαριασμό εμπορικών εταιρειών. Με την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε από τις ναζιστικές δυνάμεις για τη μεταφορά στρατευμάτων. Μετά τη μάχη της Ρόδου, το 1943, μεταξύ ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων για τον έλεγχο του νησιού, οι νικητές Γερμανοί έπρεπε να μεταφέρουν στον Πειραιά χιλιάδες Ιταλούς αιχμαλώτους με τελικό προορισμό τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για τη μεταφορά των στρατιωτών χρησιμοποιήθηκαν διάφορα πλοία, ως επί το πλείστον ακατάλληλα για τέτοιου είδους μεταφορές, και ένα από αυτά ήταν το νορβηγικό ατμόπλοιο.
Τρικυμία
Η ιστορία είναι εδώ και πολλά χρόνια γνωστή. Συνοδεία τριών γερμανικών τορπιλακάτων, το «Ορια» ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Ρόδο στις 7 Φεβρουαρίου 1944 με περίπου 4.233 Ιταλούς αιχμαλώτους στοιβαγμένους στα αμπάρια του. Επιβιβάστηκαν ακόμη 90 Γερμανοί στρατιώτες, πέντε άτομα πλήρωμα με έναν Ελληνα μηχανικό και ο Νορβηγός καπετάνιος του. Πέντε ημέρες μετά, το πλοίο βρισκόταν έξω από το Σούνιο με ανέμους 10 μποφόρ. Το σημείο είναι δύσκολο, γεμάτο υφάλους και βραχονησίδες. Παρά τις επισημάνσεις προς τον καπετάνιο για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει, το «Ορια» μπερδεύτηκε και έπλευσε προς τη νησίδα Πάτροκλος, χτύπησε τη δεξιά του πλευρά στα βράχια και πήρε νερά. Το κύτος έσπασε σε δύο κομμάτια και βυθίστηκε στέλνοντας 4.184 Ιταλούς και 15 Γερμανούς στα βάθη της θάλασσας. Για μέρες, τα πτώματα που ξέβραζε η θάλασσα θάφτηκαν σε πρόχειρους τάφους στην παραλία του Χάρακα στα Λεγρενά.
Οι κατοχικές δυνάμεις της εποχής απέκρυψαν το γεγονός και οι τύχες των αιχμαλώτων παρέμειναν άγνωστες για τις οικογένειές τους και την Ιστορία. Μέχρι που στις αρχές του 2000 ο δύτης Αριστοτέλης Ζερβούδης ανακαλύπτει σε βάθος 35 μέτρων τα πρώτα σημάδια της ναυτικής τραγωδίας.
«Οι πρώτες πληροφορίες που πήραμε ήταν από τους ψαράδες της περιοχής, που έβγαζαν μεταλλικά αντικείμενα με τα δίχτυα τους. Αυτοί το έλεγαν το ναυάγιο με τις καραβάνες», μας λέει σήμερα ο κ. Ζερβούδης. Θυμάται ότι την πρώτη φορά που βούτηξε στην περιοχή του ναυαγίου οι καραβάνες, τα βαρέλια με λάδι που μετέφερε το πλοίο, τα μεταλλικά κατάλοιπα του «Ορια» είχαν σχηματίσει δύο μεγάλους λόφους. Στα μεταλλικά κουτιά φαγητού οι στρατιώτες είχαν χαράξει τα ονόματά τους ή μηνύματα στα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Ο Αριστοτέλης Ζερβούδης ξεκίνησε μια επίπονη έρευνα στα γερμανικά αρχεία για να βρει τα στοιχεία των επιβαινόντων του μοιραίου καραβιού και βρήκε τη λεπτομερή αναφορά του ναυαγίου. Η πρώτη δημοσίευση της έρευνάς του έγινε το 2002 και από τότε έχει έρθει σε επαφή με δεκάδες οικογένειες αγνοουμένων στην Ιταλία. Από τα περίπου 4.000 θύματα του ναυαγίου, τουλάχιστον 400 οικογένειες αναζητούν τα ίχνη των προγόνων τους, ενώ μέχρι σήμερα έχουν παραδοθεί και ταυτοποιηθεί τα αντικείμενα 20 ατόμων μέσω του δικτύου αγνοουμένων του «Ορια» και των ερευνών του κ. Ζερβούδη. Η τελευταία παράδοση καραβάνας έγινε από τον δύτη την περασμένη άνοιξη και μία από τις οικογένειες που έβαλαν ένα τέλος στην προσωπική τους αναζήτηση ήταν και οι Μπούσα. «Είναι πάντα σαν να επιστρέφει σπίτι του ο νεκρός, που πριν ήταν ακόμη ένας αγνοούμενος. Εχω παραδώσει καραβάνα στις 12 το βράδυ πάνω από ένα ποτάμι έξω από την Μπολόνια· έτσι το ήθελε η οικογένεια. Είναι ένα συναίσθημα ολοκλήρωσης που δεν ξέρεις πάντα πώς να το διαχειριστείς. Το θεωρώ χρέος μου», μας λέει.
Κειμήλια πολέμου
Η τραγική ιστορία του «Ορια», μια παράπλευρη απώλεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα νερά του Αιγαίου, παίρνει τώρα μια θέση στην ελληνική ιστορική αφήγηση. Η καμπάνα του πλοίου, με χαραγμένο το όνομά του, στρατιωτικές καραβάνες και κουταλοπίρουνα, το κιάλι του καπετάνιου, ένα αναπάντεχο εύρημα όπως σημειώνει ο κ. Ζερβούδης, που ανακαλύφθηκε πέρυσι στην άμμο του βυθού σε μια κατάδυση ρουτίνας, δωρήθηκαν στο Πολεμικό Μουσείο και αποτελούν εδώ και λίγες ημέρες μέρος της μόνιμης συλλογής και έκθεσήης του. «Οι καραβάνες δεν έχουν ονόματα και γι’ αυτό μπορέσαμε να τις δωρίσουμε», μας εξηγεί ο έμπειρος δύτης.
Το 2024, συμπληρώνονται 80 χρόνια από το τραγικό ναυάγιο και οι απόγονοι των θυμάτων θα αποτίσουν ένα φόρο τιμής στο μνημείο των θυμάτων του «Ορια» που έχει στηθεί πάνω στη λεωφόρο Σουνίου, στο ύψος της νησίδας Πάτροκλος. Ισως τότε ο Αλφιο Μπούσα να βρει τη δύναμη να έρθει και να δει το σημείο όπου αναπαύεται ο μακρινός του θείος. Ισως για χάρη του αγαπημένου του παππού, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν μάθει ότι ο εγγονός του εκπλήρωσε την υπόσχεσή του.