Πιο συγκεκριμένα, το ατμόπλοιο «Χειμάρρα» γεννήθηκε γερμανικό ως «Χέρτα» και κατέληξε… ελληνικό.Βούλιαξε σε ηλικία 42 ετών, το πρωινό της 18ης Ιανουαρίου του 1947, στερώντας τη ζωή σε 385 επιβαίνοντες και γράφοντας ιστορία ως το πιο πολύνεκρο ναυάγιο της Ελλάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
To ταξίδι στο θάνατο
Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα, enimerotiko.gr ήταν το 1905 όταν το Χέρτα ναυπηγήθηκε στη Γερμανία,προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πλωτό νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του πολέμου.
41 χρόνια μετά, το 1946, παραχωρήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση ως μέρος των γερμανικών αποζημιώσεων και αφού επισκευάστηκε, αξιοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, εξυπηρετώντας αρχικά την ακτοπλοϊκή γραμμή Αθήνα – Πειραιάς, μιας και το οδικό δίκτυο της χώρας παρουσίαζε δραματικό πρόβλημα. Το όνομά του πλέον ήταν «Χειμάρρα».
Το πρωινό της 19ης Ιανουαρίου του 1947, το ατμόπλοιο Χειμάρρα ξεκινά από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης με προορισμό τον Πειραιά, με 612 επιβάτες και πλήρωμα, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν πολλές γυναίκες, παιδιά, πολιτικοί κρατούμενοι που εξορίζονταν και χωροφύλακες – συνοδοί αυτών.
Η μοιραία ζημιά στο σκαρί
Στις 4:10 τα ξημερώματα της επομένης, έχοντας περάσει τη Χαλκίδα, λόγω πυκνής ομίχλης προσκρούει στις βραχονησίδες «Βερδούγια» -συγκεκριμένα σε βραχώδη προεξοχή του υφαλοπρανούς της βραχονησίδας Θαρακωτό- (μεταξύ Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας), ενώ έπλεε στον Νότιο Ευβοϊκό, με τη ζημιά στο σκαρί του να αποδεικνύεται μοιραία.
Παρότι η πλώρη έστριψε προς τα δεξιά για να αποφύγει την πρόσκρουση, ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να αποφευχθεί το χτύπημα.
Η εισροή των υδάτων στο εσωτερικό του άφησε από την πρώτη στιγμή το Χειμάρρα χωρίς ρεύμα, ενώ ένα σοβαρότατο πρόβλημα στο πηδάλιο του πλοίου, «έδεσε» κυριολεκτικά τα χέρια του Κυβερνήτη, με αποτέλεσμα το πλοίο να πλέει ακυβέρνητο για τα επόμενα λεπτά, μέχρι τη βύθισή του. Μια βύθιση που δεν κράτησε παραπάνω από 40 λεπτά.
Μη εκπαιδευμένο επαρκώς το πλήρωμα
Οι επιβάτες αμέσως κατάλαβαν πως κάτι δεν πάει καλά, με την αταξία στους χώρους του Χειμάρρα να κάνει ακόμα δυσκολότερη την κατάσταση. Όλοι ξύπνησαν έντρομοι και δεν άργησαν να μάθουν την αλήθεια. Τη στιγμή της πρόσκρουσης, βρίσκονταν μόλις ένα μίλι μακριά από την Αγία Μαρίνα, ωστόσο ο πανικός και η ασυνεννοησία μεταξύ του -μη εκπαιδευμένου επαρκώς για τέτοια συμβάντα- πληρώματος και επιβατών αποδείχθηκε εγκληματική.
Πολλοί εξ’ αυτών άρχισαν να εγκαταλείπουν το πλοίο πανικόβλητοι, χωρίς να έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους από το ψύχος, τη χαμηλή θερμοκρασία του νερού αλλά και τα θαλάσσια ρεύματα των οποίων την ισχύ κανείς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει.
Οι χωροφύλακες κάνοντας χρήση των όπλων, απομακρύνθηκαν πρώτοι με ασφάλεια
Σύμφωνα με μαρτυρίες των διασωθέντων, οι χωροφύλακες που συνόδευαν τους κρατούμενους, δε σεβάστηκαν στιγμή ούτε την κρισιμότητα της κατάστασης, ούτε τους συνεπιβάτες τους και δε δίστασαν να κάνουν χρήση των όπλων τους προκειμένου να είναι οι πρώτοι που θα απομακρυνθούν με ασφάλεια μέσα στις σωστικές λέμβους από το πλοίο που βούλιαζε.
Η Αθηνά Λιάσκου, μία από τις γυναίκες που επιβίωσαν του ναυτικού δυστυχήματος, περιέγραψε λίγο αργότερα τα όσα βίωσε εκείνη τη νύχτα: «Εκείνη την ώρα βρισκόμουν στο κατάστρωμα. Έγινε η έκρηξη, έσβησαν τα φώτα, άρχισαν να φεύγουν ατμοί, πανζουρλισμός.
Μέσα στο σκοτάδι δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν και τι κάναμε, ακούγονταν φωνές από δω κι από κει, καθένας φώναζε τον δικό του άνθρωπο. Άρχισαν τα νερά να ανεβαίνουν επάνω και να παρασύρουν τους ανθρώπους. Δεν πήδηξα από το καράβι για να γλιτώσω, απλώς με πήραν τα κύματα πάνω από το καράβι προς τα ανοιχτά.
«Αναγκάστηκα να αφήσω τη μητέρα μου να πνιγεί»
Κρατούσα το χέρι της μητέρας μου. Μαζί μας έπεσαν στη θάλασσα και οι δύο φίλες μας αλλά κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν. Έμεινα εγώ με τη μητέρα μου. Σκοτάδι, φωνές, κακό… Κάποια στιγμή άρχισε να ξημερώνει… Κράτησα τη μητέρα μου περίπου 2 – 2,5 ώρες -ίσως και παραπάνω-, δεν ξέρω.
Κάποια στιγμή άρχισε να βαραίνει και εκείνη την ώρα έβαλα τις φωνές: «Χάνω τη μητέρα μου, χάνω τη μητέρα μου»… Αφέθηκα να πάω κι εγώ μαζί της, αλλά ένας φαντάρος πιασμένος σε ένα βαρέλι με έπιασε από το χέρι και αναγκάστηκα να αφήσω τη μητέρα μου που βυθιζόταν μέχρι που πνίγηκε…».
Το Χειμάρρα βυθίστηκε τελικά σε απόσταση 1.100 μέτρων από τη νησίδα Μεγάλο Βερδούγι, με τους ναυαγούς να πλέουν για ώρες αβοήθητοι. Στις 7 το πρωί έφτασε στο σημείο κατά τύχη (!) ένα πετρελαιοκίνητο καΐκι με την ονομασία «Έχει ο Θεός», το οποίο συνέλλεξε από τα νερά 30 ναυαγούς, τους οποίους μετέφερε στους Πεταλιούς. Λίγο αργότερα, έφτασε περισσότερη βοήθεια.
Θεωρίες συνωμοσίας
Τραγικός απολογισμός; 385 νεκροί, εκ των οποίων οι 48 ήταν μέλη του πληρώματος. Το ναυάγιο του «Χειμάρρα» αποδείχθηκε ο νέος «Τιτανικός» που έμεινε στην ιστορία ως το μεγαλύτερο ναυτικό δυστύχημα της Ελλάδας.
Βέβαια, οι θεωρίες συνωμοσίας δεν έλειψαν, καθώς πολλοί έσπευσαν να αποδώσουν την πρόσκρουση του ατμόπλοιου σε μαγνητική θαλάσσια νάρκη, η οποία θα εξασφάλιζε την καταστροφή του και το χαμό εκατοντάδων ανθρώπων που θα υπολογίζονταν ως παράπλευρες απώλειες. Ένας από αυτούς ήταν και ο εμπειρότατος πλοίαρχος, Σπύρος Π. Μπιλίνης, ο οποίος αρνήθηκε πως το ατμόπλοιο παρέκκλινε στο ελάχιστο της πορείας του και επέμενε στη θεωρία της μαγνητικής νάρκης.
«Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Εγκατέλειψα τελευταίος το καράβι και δεν άφησα επιβάτη χωρίς σωσίβιο. Έδωσα την τελευταία στιγμή κι αυτό που είχα κρατήσει για τον εαυτό μου σ’ έναν στρατιώτη που δεν είχε. Κι έμαθα πως σώθηκε. Αυτό θα διαπιστωθεί από τα πτώματα. Πέθαναν οι πιο πολλοί από ψύξη. Κι όλοι θα βρεθούν με σωσίβια», κατέθεσε.
ΠΗΓΗ: In.gr