Σε επίπεδο Διεθνών Σχέσεων, η τουρκική διεθνής συμπεριφορά και όχι απλώς η πολιτική του κρατικού δρώντα, πρέπει να μελετηθεί και να ερμηνευτεί εντός του θεωρητικού πλαισίου του ρεαλισμού. Μάλιστα δύναται να αξιοποιηθεί τόσο η θεώρηση του κλασικού και νεοκλασικού ρεαλισμού των Θουκυδίδη, Hobbes, Μachiavelli και Morgenthau, όσο και αυτή του νεορεαλισμού. Ξεκινώντας από τη νεορεαλιστική θεώρηση, μπορούμε να ερμηνεύσουμε στη βάση της τη συμπεριφορά του τουρκικού κρατικού δρώντα, όχι τόσο εξαιτίας της δομής του κρατοκεντρικού συστήματος, η οποία «καθορίζει» τα περιθώρια ελιγμών του, αλλά κυρίαρχα εξαιτίας του στόχου της Τουρκίας εντός του. Και ο στόχος αυτός είναι ξεκάθαρα η περιφερειακή ηγεμονία.
Αυτό προκύπτει καταφανώς από τα τρία τουρκικά ορόσημα, όπως έχουν εκφραστεί από την τουρκική ελίτ και για τα οποία εργάζεται η Τουρκία. Το πρώτο σχετίζεται με την ένταξή της στις είκοσι ισχυρότερες οικονομίες (χώρες) του πλανήτη (G20), έως το 2023, χρονιά που σηματοδοτεί τα εκατό έτη από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, στόχος που έχει επιτευχθεί. Ακολούθως, το επόμενο ορόσημo αφορά στην ανάρρηση της Τουρκίας στις πέντε ισχυρότερες χώρες της υφηλίου (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Τουρκία) μέχρι το 2053, ήτοι εξακόσια χρόνια από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Τέλος, στα χίλια χρόνια από τη Μάχη του Ματζικέρτ, που άνοιξε τις πύλες της Μικράς Ασίας για τους Ογούζους Τούρκους, δηλαδή το 2071, η Τουρκία πρέπει να βρίσκεται μεταξύ των τριών πιο ισχυρών δυνάμεων (Νικολοβγένης, 2022). Προς επίρρωση των παραπάνω, συντηρείται σταθερά στο δημόσιο λόγο ο «Εθνικός Όρκος» (Μilli Μisaki) του τελευταίου Οθωμανικού Κοινοβουλίου, έχει διακηρυχθεί το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» (Mavi Vatan), έχει υπογραφεί το λεγόμενο «Τουρκολιβυκό Μνημόνιο», ενώ γίνεται συστηματική προσπάθεια πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής κηδεμονίας, των τουρκόφωνων-τουρκογενών πληθυσμών και κρατικών δρώντων, σε όλο το εύρος του Τουράν (Fidan, 2010). Στόχος είναι, εκμεταλλευόμενη τις ιδιαιτερότητες του πολυπολικού συστήματος, να «απογαλακτιστεί» από το δυτικό σύστημα ασφάλειας και να αναδειχθεί σε έναν αυτόνομο γεωπολιτικό κόμβο.
Η ηγεμονία ωστόσο ως τάση, συνδέεται με την επιμέρους θεώρηση εντός του νεορεαλιστικού πλαισίου, του επιθετικού ρεαλισμού, του οποίου εισηγητής είναι ο Mearsheimer (2001). Σε αντίθεση με τον αμυντικό νεορεαλισμό του Waltz όπου η ασφάλεια και επιβίωση του κράτους επιδιώκεται μέσω της ισορροπίας της ισχύος (Waltz, 1979), ο επιθετικός ρεαλισμός προτάσσει την ηγεμονία ως την καταληκτική κατάσταση επιβίωσης. Σε αυτή την περίπτωση φυσικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος του «διλήμματος ασφαλείας» (Herz, 1950), που αποτελεί συνέχεια της «παγίδας του Θουκυδίδη» και περιγράφηκε εκτενώς στη σύγχρονη εποχή από το Henry Butterfield (1950). Με βάση αυτό, οι ηγεμονικές τάσεις από ένα σημείο και έπειτα, πιθανόν να προκαλέσουν αντίρροπες δυνάμεις που να αντιταχθούν επιτιθέμενες στον ηγεμονικό δρώντα, προκειμένου να τον αντιμετωπίσουν προτού επιβάλει την ηγεμονία του. Οι υποστηρικτές του αμυντικού ρεαλισμού δηλαδή, θεωρούν ότι μία μεγάλη δύναμη ακόμη και περιφερειακή, θα προτιμήσει την εξισορρόπηση (ισορροπία της ισχύος), προκειμένου να αποφευχθεί η «υπερεξάπλωση» (overexpansion), η οποία συνεπακόλουθα και μοιραία, θα προκαλέσει «αντισυσπειρώσεις» (counter-alliances) εναντίον της (Waltz, 2011). Εξετάζοντας διαφορετικές ιστορικές περιπτώσεις, ο Mearsheimer υποστηρίζει πως η διαρκής επιθετικότητα που στοχεύει στην ηγεμονία, είναι ενδογενής στο διακρατικό σύστημα, καθώς τα κράτη μεγιστοποιώντας την ισχύ τους, ώστε να εξασφαλίσουν την επιβίωση, επιλέγουν τελικά τη στρατιωτική επέμβαση και την εδαφική εξάπλωση. Καταλήγει μάλιστα, ότι η τραγικότητα των «Ηγεμονικών Δυνάμεων» εστιάζεται στο ότι ωθούμενες από τη δομή του διεθνούς διακρατικού συστήματος, «ασχέτως εάν έχουν αναθεωρητικούς σκοπούς, καταλήγουν τελικά στο πλαίσιο του ανταγωνισμού για την ισχύ, να λειτουργούν αναθεωρητικά» και κατά συνέπεια ηγεμονικά (Mearsheimer, 2006).
Πάρα ταύτα, στην περίπτωση της Τουρκίας, ο νεορεαλισμός, ακόμη και στην «επιθετική» θεώρησή του, δεν κρίνεται επαρκής για να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του τουρκικού κρατικού δρώντα. Αυτό, δεδομένου ότι δεν είναι το διεθνές σύστημα που ωθεί την Τουρκία στον αναθεωρητισμό και τις ηγεμονικές επιδιώξεις με βάση τη νεορεαλιστική θεώρηση, αλλά η ίδια η φύση του σύγχρονου τουρκισμού, η οποία πρέπει να εξεταστεί. Η τουρκική φύση παραπέμπει ευθέως στην «ανθρώπινη φύση» και την απαισιόδοξη οπτική του Hans Morgenthau, όπως εκφράστηκε στο πλαίσιο της νεοκλασσικής θεώρησης, μετά την αδιαμφισβήτητη αποτυχία των αφηγημάτων του ουτοπικού φιλελευθερισμού του μεσοπολέμου, στις Διεθνείς Σχέσεις. Σε αυτό το σημείο, προκειμένου να επανεστιάσουμε από τον επιθετικό νεορεαλισμό του Mearsheimer, στον νεοκλασικό ρεαλισμό του Morgenthau, θα επιχειρηθεί μία μεθοδολογική υπέρβαση, αξιοποιώντας το θεωρητικό υπόβαθρο της κλασικής Γεωπολιτικής και δη της «γερμανικής σχολής». Τόσο η Γεωπολιτική, όσο και οι Διεθνείς Σχέσεις, αποτελούν διεπιστημονικά, παγκοσμίως αποδεκτά ερευνητικά πεδία, τα οποία δεν επιδέχονται «ακαδημαϊκών στεγανών» και που συνδυαστικά μπορούν να δώσουν ευκρινέστερα ερευνητικά αποτελέσματα.
Η «εμπλοκή» της Γεωπολιτικής κρίνεται απαραίτητη εξαιτίας της πολιτικο-ιδεολογικής συγγένειας του τουρκισμού με το ιδεολογικό αποτύπωμα της «γερμανικής σχολής» της Γεωπολιτικής. Ήδη από την εποχή των Νεοτούρκων και πριν ακόμη την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο υπό διαμόρφωση τουρκισμός επηρεάστηκε από το γερμανικό μεγαλοϊδεατισμό, με ροπή προς τον παντουρκισμό και τον αποκρυφισμό, ενώ κομβικός ήταν ο γερμανικός ρόλος στις γενοκτονίες των μικρασιατικών πληθυσμών (Morgenthau, 1918). Η ιδεολογική συγγένεια εντοπίζεται και στα μετέπειτα ιδεολογικά αντιδάνεια και την αντιγραφή πρακτικών του κεμαλικού καθεστώτος από τους Ναζί, στο ζήτημα της εξολόθρευσης των Εβραίων (Ferguson, 2007 & Ihrig, 2012, 2014). Άλλωστε σήμερα, η «Γαλάζια Πατρίδα» ή «Mavi Vatan», δεν είναι κάτι άλλο από το «lebensraum», το «ζωτικό χώρο» δηλαδή όπως εκφράστηκε από το Friedrich Ratzel (2001) και καθιερώθηκε στη Γερμανία του μεσοπολέμου από τον Karl Haushofer. Κατ’ ακρίβεια, με τον όρο «Γεωπολιτική» που εισήγαγε ο Rudolph Kjelen, η «γερμανική σχολή» ερευνά, όχι «πως δύναται να επηρεάσει η γεωγραφία την πολιτική», αλλά αντίστροφα με βάση τη θεώρηση περί της «Πολιτικής Γεωγραφίας», πως μπορεί να επηρεάσει ή ακριβέστερα να αλλάξει η πολιτική, τη γεωγραφία. Η επιρροή τόσο του Ratzel όσο και κυρίαρχα του Haushofer, είναι όχι απλά ευδιάκριτη, αλλά κυρίαρχη στο «Στρατηγικό Βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου (2010), ο οποίος δε λειτουργεί ως γεωπολιτικός στο επίπεδο της ανάλυσης, αλλά ξεκάθαρα ως γεωστρατηγιστής στο επίπεδο της πολιτικής, προκειμένου να αλλάξει τη γεωγραφία προς όφελος της Τουρκίας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά, στο «όραμα των γεωπολιτικών ορίων» και στην «ευέλικτη/ελαστική/παραμεθόριο ζώνη, αναλόγως με τις αλλαγές της κυριαρχίας» (Μάζης, 2013).
Συνεχίζοντας τη «γεωπολιτική παρένθεση», εστιάζουμε στο μεθοδολογικό εργαλείο της Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης (ΣΓA), όπως την εισηγήθηκε διεθνώς ο Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Ιωάννης Θ. Μάζης (1989). Η ΣΓA εντός του νεοθετικιστικού επιστημολογικού πλαισίου, «μελετώντας την ανακατανομή της Ισχύος σε ένα γεωγραφικό σύμπλοκο που η Ισχύς κατανέμεται ανισόρροπα, δύναται να περιγράφει και να προβλέπει τις συμπεριφορές και τις επιπτώσεις των σχέσεων των αντιτιθέμενων και διακριτών δράσεων ανακατανομής της Ισχύος, καθώς και των ιδεολογικών μεταφυσικών που τις καλύπτουν, στο πλαίσιο των γεωγραφικών συμπλόκων που οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονται». Αξιοποιεί δηλαδή μετρήσιμους γεωπολιτικούς δείκτες που σχετίζονται με συγκεκριμένους γεωπολιτικούς παράγοντες, προκειμένου να διερευνήσει πως η επιρροή των τελευταίων στους τέσσερις Γεωπολιτικούς Πυλώνες Ισχύος (Πολιτική, Άμυνα, Οικονομία, Πολιτισμός-Πληροφορία), επηρεάζει τις τάσεις ανακατανομής της Ισχύος σε ένα γεωγραφικό σύμπλοκο, καταλήγοντας στη Συνισταμένη Τάση Ισχύος (Μάζης, 2002). Εν προκειμένω, για να μελετηθεί ο τουρκισμός ως γεωπολιτικός παράγοντας, πρέπει να εστιάσουμε στον τέταρτο γεωπολιτικό πυλώνα της Πληροφορίας-Πολιτισμού, εντοπίζοντας γεωπολιτικούς δείκτες που σχετίζονται με τα ιστορικά, εθνοτικά, θρησκευτικά, κοινωνιολογικά και μεταφυσικά χαρακτηριστικά του κύρια, με πλήθος ακόμη δεικτών που μπορούν ωστόσο να συμπεριληφθούν.
Αξιοποιώντας δηλαδή το διεπιστημονικό πεδίο της Γεωπολιτικής και το μεθοδολογικό εργαλείο της Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης ως αναλυτική «γέφυρα» προς το νεοκλασικό ρεαλισμό, αποφεύγεται η περιχαράκωση στο οριζόντιο επίπεδο του διακρατικού συστήματος των κύριων θεωρήσεων των Διεθνών Σχέσεων και η μονοεπίπεδη απόπειρα ερμηνείας του διεθνούς γίγνεσθαι, μέσω της αξιοποίησης της Οικονομικής Γεωγραφίας και δεικτών από άλλα επιστημονικά πεδία. Ο σύγχρονος τουρκισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία της σημερινής τουρκικής κοινωνίας, βρίσκεται σε πλήρη συνέργεια με το τουρκικό κράτος, το οποίο επηρεάζει στη λειτουργία του αλλά και επηρεάζεται από αυτό (Öncü, 2003). Αποτελεί λοιπόν με βάση τα ιστορικά, εθνοτικά, θρησκευτικά, κοινωνιολογικά και μεταφυσικά χαρακτηριστικά του, ένα «ιδεολογικό κράμα» μεταξύ του κεμαλικού «εθνικισμού» (σοβινισμού) των «έξι βελών» της κεμαλικής ιδεολογίας, του ριζοσπαστικού Ισλάμ και του αποκρυφιστικού παντουρκισμού, το οποίο αποζητεί το «ζωτικό χώρο» της γερμανικής σχολής της Γεωπολιτικής.
Η επίμονη επίκληση του «Milli Misaki», του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» (Mavi Vatan) και της νομιμότητας του Τουρκολιβυκού Μνημονίου, αφορά αυτήν ακριβώς την τουρκική ψύχωση περί του τουρκικού «ζωτικού χώρου». Επομένως, η οριζόντια περιχαράκωση στη δομή του διεθνούς συστήματος, αγνοεί κυρίαρχα αξιακά ζητήματα που σχετίζονται με την τουρκική κοινωνία και τα οποία τελικά καταλήγουν στα ατομικά χαρακτηριστικά μεγάλης μερίδας των Τούρκων πολιτών, ανεξαρτήτως πολιτικών προτιμήσεων (Μάζης, 2012, 2013). Αυτό, δεδομένου ότι ήδη μέσω της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης», το πνεύμα του τουρκομάνου νομά επήλυδος συναντά το πνεύμα του μουσουλμάνου γαζή και καταλήγει στο προαναφερθέν «κράμα» που συνιστά τον τουρκισμό (Kafesoglou, 1985). Ακριβώς όπως και την εποχή που ο κλάδος των ογούζων Τουρκομάνων συνάντησε το Ισλάμ και διαπεραιώθηκε στη Μικρασία σαρώνοντάς τη (Inalcik, 1995). Η ίδια λοιπόν η «φύση» της τουρκικής ψυχής, αποτελεί το «πολιτικό καύσιμο» που ωθεί τον τουρκικό κρατικό δρώντα στην υπερεξάπλωση και τον ηγεμονισμό και όχι τα χαρακτηριστικά του κρατοκεντρικού συστήματος. Επίσης, η ηγετική φυσιογνωμία του Erdogan, δεν επιτρέπει να αγνοήσουμε το «άτομο», εστιάζοντας αποκλειστικά στις επιλογές που παρέχει η δομή του κρατοκεντρικού συστήματος, όπως τυπικά η νεορεαλιστική προσέγγιση ορίζει.
Η τουρκική πολιτική όντας μία ξεκάθαρα συγκρουσιακή πολιτική, περιορίζει σαφώς τη μελέτη της μεταξύ των θεωρήσεων του ρεαλισμού. Καταλήγοντας όμως σε ζητήματα αξιακά, γίνεται εμφανές ότι η τουρκική πολιτική και συμπεριφορά πρέπει να μελετηθεί ειδικότερα εντός του θεωρητικού πλαισίου του κλασικού και νεοκλασικού ρεαλισμού. Ήδη, η «ανθρώπινη φύση» (τουρκική) μας παραπέμπει κατευθείαν στο Hans Morgentau, όπως και η επίμονη στόχευση αύξησης της τουρκικής ισχύος και στους τέσσερις Πυλώνες Ισχύος (Morgenthau, 1965). Πλείστα ιστορικά γεγονότα του τελευταίου αιώνα που σχετίζονται όχι μόνο με κρατικές επιλογές της Τουρκίας αλλά και την αντίδραση της κοινωνίας της, συντηρούν την «απαισιόδοξη» οπτική για την «τουρκική φύση». Η γενοκτονία Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων από τους Νεότουρκους, η κατάπνιξη των κουρδικών εξεγέρσεων στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, η μεθοδική εκδίωξη των μη τουρκικής καταγωγής πολιτών της στη διάρκεια του μεσοπολέμου, επιδιώκοντας τη δημιουργία καθαρά τουρκικής αστικής τάξης, ο φόρος περιουσίας (varlik vergisi, 1942-1944), τα Σεπτεμβριανά του 1955 και οι διωγμοί των Ελλήνων της Πόλης της Ίμβρου και της Τενέδου το 1964, η εισβολή και κατοχή του 38% της Κύπρου, το τουρκικό casus belli, η καταπίεση Αλεβιτών και Κούρδων, η τουρκική κατοχή στο Βόρειο Ιράκ και τη Συρία, οι φυλακίσεις αλλά και οι δολοφονίες αντιφρονούντων του σημερινού καθεστώτος ανά την υφήλιο, η διαπλοκή του σκληρού πυρήνα του κράτους με τη μαφία, αποτελούν μέρος γεγονότων και πολιτικών, που επιβεβαιώνουν την απαισιόδοξη αυτή οπτική.
Επίσης, η κατά περίσταση επίκληση του Διεθνούς Δικαίου, χρησιμοθηρικά, όποτε η Τουρκία κρίνει ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντά της και η απόρριψή του στις περιπτώσεις που αυτά δεν υπηρετούνται, παραπέμπει στο θουκυδίδειο «διάλογο των Μηλίων», όπου η Ισχύς καθορίζει την επιβολή της «δικαιοσύνης», κατά το μέτρο που η φυσική πραγματικότητα επιτρέπει (Θουκυδίδη Ιστορία, E’ 83-114). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η επίκληση της Συνθήκης Εγγυήσεως για την επέμβαση στην Κύπρο και η αντίστοιχη μη υπογραφή της UNCLOS III, η οποία κατά την Τουρκία, αγνοεί τα γεωφυσικά, γεωγραφικά και πληθυσμιακά χαρακτηριστικά της, δίνοντας στην Ελλάδα δικαιώματα που δεν της αναλογούν, μέσω του άρθρου 121 (Μazis & Troulis, 2020). Παρότι λοιπόν έχει επεκτείνει στον Εύξεινο Πόντο τα χωρικά της ύδατα και έχει προχωρήσει στην υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου αξιοποιώντας βάσιμα ή καταχρηστικά κατά περίσταση τις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS III), απαγορεύει στην Ελλάδα με τη χρήση απειλής πολέμου (casus belli) και προβολής σκληρής ισχύος, να πράξει όσα νομίμως δικαιούται. Αυτή λοιπόν η επίκληση του «Δικαίου της Ισχύος», δε διαφέρει σε τίποτε από τη θουκυδίδεια θεώρηση, όπως εκφράστηκε μέσα από το «διάλογο των Μηλίων» εντάσσοντας την τουρκική «θέαση» και κυρίαρχα τις γεωστρατηγικές της επιδιώξεις, εντός του ερευνητικού πλαισίου του κλασικού ρεαλισμού.
Καταληκτικά, είναι προκλητικά οξύμωρο, διάφορες «δεξαμενές σκέψης» (think tank) μέσω άρθρων, όπως το «εμβληματικό» πλέον άρθρο «των τεσσάρων» στην Καθημερινή (30/07/2023), να εμμένουν σε πασιφιστικές και νεοφιλελεύθερες διεθνολογικά «λύσεις» στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, ενώ ξεκάθαρα η Τουρκία λειτουργεί εντός του ρεαλιστικού πλαισίου των Διεθνών Σχέσεων. Πως γίνεται όταν ένας κρατικός δρών σε πλήρη συνέργεια με την πλειοψηφία της κοινωνίας του, επιλέγει να κινείται με βάση τον ρεαλισμό, οι πάσχοντες από έναν ιδιότυπο ακαδημαϊκό ναρκισσισμό «ειδικοί», να σερβίρουν στο «πόπολο» (έτσι μας αντιλαμβάνονται) λύσεις, που προέρχονται από την αποτυχημένη θέαση του ουτοπικού φιλελευθερισμού και της διάδοχης νεοφιλελεύθερης θεώρησης των Διεθνών Σχέσεων. Οι «προτάσεις» αυτών των «ειδικών» έχουν παραπλανητικά χαρακτηριστεί ως «ρεαλιστικές». Όχι! Είναι ξεκάθαρα κυνικές, αφού προτρέπουν σε λύσεις επικίνδυνες για την Πατρίδα, μόνο και μόνο για να παραμείνουν οι ίδιοι στη δούλεψη του συστήματος που συντηρεί το κυρίαρχο αφήγημα του ανεδαφικού κατευνασμού. Όλα αυτά, απέναντι σε μια ηγεμονική δύναμη που ωθείται από μια απάνθρωπη «ιδεολογία» και που δε θα σταματήσει μέχρι να μας «καταπιεί» γεωπολιτικά και μοιραία, υπαρξιακά. Τελικά, το μόνο αληθινό «think tank» στην Ελλάδα, είναι το LEO2A6HEL!
Επισμηναγός (Ι) ε.α Στέφανος Καραβίδας
ΜA Διεθνών Σχέσεων
Υπ. Δρ Γεωπολιτικής ΕΚΠΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Butterfield, H. (1950). The Tragic Element in Modern International Conflict. The Review of Politics, 12(2), σελ.147-164.
Ferguson, N. (2007). The war of the world: history’s age of hatred. London, New York: Penguin.
Fidan, H. (2010). Turkish foreign policy towards Central Asia. Journal of Balkan and Near Eastern Studies,Volume 12(1), 109-111.
Herz H.J. (1950). Idealist Internationalism and the Security Dilemma. World Politics, 2(2), σελ. 157-180.
Ihrig, S. (2012). Nazi Perceptions of the New Turkey, 1919-1945 (PhD thesis). University of Cambridge.
Ihrig, S. (2014). Atatürk in the Nazi Imagination. Harvard University Press.
Kafesoglou, I. (1985). Turk-Islam sentezi, Ankara: Aydinlar Ocagi.
Mazis, I. & Trullis, M. (2020). Greece’s Aegean Policy in the Post Cold War period. Ege Geopolitigi Cilt 1, 851-857.
Mearsheimer, J. (2001). The Tragedy of Great Power Politics. New York: W.W Norton, σελ. 29-53.
Mearsheimer, J. (2006). Conversations in International Relations: Interview with John J.
Mearsheimer (Part I). International Relations, 20 (1), σελ.105-123.
Morgenthau, J. (1918). Secrets of the Bosphorus. London: Hutchinson & Co, σελ. 198-252.
Morgenthau, H.J. (1965). Scientific Man versus Power Politics. Chicago: Phoenix Books, 195.
Öncü, A. (2003). Dictatorship Plus Hegemony: A Gramscian Analysis of the Turkish State. Science & Society, 67(3), 303-328.
Ratzel, F. (1923). Politische Geographie. Berlin & Munchen: Oldenburg, σελ. 52-56, 124-134.
Waltz, K. (1979). Theory of International Politics. Boston, Mass: McGraw-Hill, σελ. 123-128.
Waltz, K. (2011). Anarchic Orders and Balances of Power. C. W. Hughes & Y. M. Lai. Security Studies a Reader. London: Routledge, σελ. 203-204.
Inalcik, H. (1995). H Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κλασική εποχή, 1300-1600. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σελ. 103.
Μάζης, Ι. (1989). Εισαγωγή στην Οικονομική Γεωγραφία και στις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις.
Μάζης, Ι. (2002). Γεωπολιτική η θεωρία και η πράξη. Αθήνα: Παπαζήση, σελ. 110.
Μάζης, Ι. (2008). Η Γεωπολιτική της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και η Τουρκία. Αθήνα: Λιβάνη.
Μάζης, Ι. (2012). Μεταθεωρητική κριτική Διεθνών Σχέσεων και Γεωπολιτικής. Το νεοθετικιστικό πλαίσιο. Αθήνα: Παπαζήση.
Μάζης, Ι. (2012). Γεωγραφία του ισλαμιστικού κινήματος στην Μέση Ανατολή. Αθήνα: Παπαζήση.
Μάζης, Ι. (2013). Μυστικά Ισλαμικά Τάγματα: Ο Μικρασιατικός Χώρος. Αθήνα: Παπαζήση.
Μάζης, Ι. (2013). Νταβούτογλου και Γεωπολιτική. Αθήνα: Ηρόδοτος, σελ. 31-42.
Μάζης, Ι. (2021). Μεσογείου Παλίμψηστον. Αθήνα: Λειμών.
Νικολοβγένης, Θ. (2022). 2023-2053-2071 Τα τρία τουρκικά ορόσημα και ο Ερντογάν, Άμυνα και Γεωστρατηγική (4/6/2022).
Νταβούτογλου, Α. (2010). Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας. Αθήνα: Ποιότητα, σελ. 50-51.