Ο Στέφαν Λάσμε, που μίλησε στο "Goal" και τον Θανάση Ασπρούλια. Διαβάστε αναλυτικά το σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας:
Πέρασαν επτά εβδομάδες από τότε που είδα μπροστά μου αυτή τη φωτογραφία... Τίναζα, μάλλον μηχανικά, το δάχτυλό μου πάνω στην οθόνη του κινητού μου, ασελγώντας στην αξία του ελεύθερου καλοκαιρινού χρόνου μου. Το γαϊτανάκι των επισκέψεων από το ένα κοινωνικό δίκτυο στο άλλο έπαψε προ πολλού να είναι πια παιχνίδι, αλλά είχε μετατραπεί σε μία εξουσιαστική (πάνω μου) αδυναμία, μία κακή συνήθεια που όσο την τροφοδοτείς τόσο εντονότερα σύνδρομα στέρησης προκαλεί. Μέχρι που στο ασυνείδητο scrolling στις φωτογραφίες του instagram, ο αντίχειρας ασυναίσθητα κινήθηκε σαν τον οδηγό που αναζητά ξαφνικά να βρει το φρένο... Η κίνηση της οθόνης βίαια. Λίγα εκατοστά πιο πάνω, λίγα εκατοστά πιο κάτω και το βλέμμα επικεντρώθηκε στην εξής φράση: «Went back to the soil... where the dream started» ήταν η λεζάντα σε μία από τις πιο σπάνιες αυτοβιογραφικές φωτογραφίες που έχω αντικρίσει. Δίπλα στη λεζάντα ένα προσωπάκι (emoticon) από τα κίτρινα μάγουλα του οποίου κυλούσε ένα δάκρυ. Αυτό, το ίδιο δάκρυ, που κύλησε στο πρόσωπό του επτά εβδομάδες μετά, όταν η αγαπημένη μου φωτογραφία έπαιρνε σάρκα και οστά, οι λεπτομέρειές της ζωντάνευαν όταν ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο Στεφάν Λάσμε, αφηγούνταν το ταξίδι στις (και από τις) ρίζες του (προς το σήμερα), στο λόμπι του ξενοδοχείου «Theartemis» του Ρεθύμνου.
Ενα ενσταντανέ, ένα παγωμένο βάδισμα που στο μυαλό μου διέσχιζε μία ολόκληρη ζωή, μία φωτογραφία που ένιωσα να ξετυλίγει μπροστά μου εκείνο το καλοκαιρινό σούρουπο, ένα μπουρδουκλωμένο κουβάρι εικόνων, ερωτημάτων, αποριών, τις οποίες ήθελα να απαντήσω. Οσο την περιεργαζόμουν, σαν φιλμ από ταινία προσεχώς, ταξίδεψα σε έναν φανταστικό κόσμο, δημιουργώντας ένα αυθαίρετο σπονδυλωτό σενάριο, που στο πρώτο μέρος του κατέληγε σε αυτό το ανοιχτό γηπεδάκι απ' όπου ξεκίνησαν όλα. Στο δεύτερο μέρος του, το σενάριό μου είχε ως αφετηρία το ερημωμένο γκαμπονέζικο playground με ρότα τη σημερινή καταξίωση. Εκείνες τις ημέρες ξαναδιάβασα το διαχρονικό αριστούργημα της Κάρεν Μπλίξεν «Πέρα από την Αφρική».
Στο Ρέθυμνο, ακούγοντας τη μοναδικά συγκλονιστική αυτοβιογράφηση του Στεφάν Λάσμε, συχνά πυκνά ερχόταν στη θύμησή μου μία κουβέντα... «Από όλες τις ηπείρους, η Αφρική θα σου μάθει ότι ο Θεός και ο Διάβολος είναι ένα, το συναιώνιο μεγαλείο. Οχι δύο αυθύπαρκτοι, αλλά ένας αυθύπαρκτος Θεός». Το δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπό του, ανατρέχοντας στο παρελθόν, μου το επιβεβαίωσε. Ακόμα και τα... σπάνια τέρατα (Gabon Beast άλλωστε είναι το αγαπημένο του nick) λυγίζουν. Ακόμα κι αυτοί που νίκησαν το πατρικό βασανιστήριο (κυριολεκτικά), ακόμα κι αυτοί, όπως ο Στεφάν, που διεκδικώντας το όνειρό τους και την αγάπη τους για το μπάσκετ υπέμειναν ακόμα και την ασθένεια της μαλάριας.
Η δυσάρεστη πρώτη γνωριμία με το μπάσκετ
Η διήγηση του Στεφάν Λάσμε έχει βρει τον δικό της ρυθμό. «Η οικογένειά μου είχε 5 παιδιά. Οταν η μητέρα μου παντρεύτηκε ξανά, ο πατέρας μου, ο πατριός μου, δηλαδή, είχε άλλα πέντε παιδιά. Κι έτσι χρειάστηκε να μείνουμε 12 άνθρωποι σε ένα σπίτι. Ηταν δύσκολο. Μέχρι που έφυγαν οι τρεις αδελφές μου να σπουδάσουν και μείναμε επτά παιδιά. Η οικονομία της Γκαμπόν στηρίζεται στο πετρέλαιο. Υπάρχουν χρήματα, αλλά παραμένουν στα χέρια των λιγοστών. Καταλαβαίνεις...».
«Τρώγαμε ρίζες κασάβα»
«Εμείς είχαμε πολλά σκαμπανεβάσματα. Θυμάμαι στο λύκειο υπήρξαν τρεις μήνες που δεν τρώγαμε τίποτα. Μόνο το χορταρικό που είναι το σήμα κατατεθέν της Γκαμπόν. Η κασάβα. Οι άνθρωποι τρώνε τις ρίζες του. Ξέρεις κάτι, όταν επί τρεις μήνες τρως κασάβα πρωί μεσημέρι, βράδυ, σημαίνει ότι πεινάς πραγματικά. Οτι έχεις πρόβλημα. Αλλά δεν είχαμε να φάμε τίποτα άλλο. Εμείς, κάποιες φορές ήμασταν καλά και κάποιες άλλες άσχημα. Ανάλογα με τις περιόδους. Στην Γκαμπόν όμως, όταν είσαι στα κάτω σου, φίλε μου, είσαι πραγματικά κάτω! Οπως όλα τα παιδιά του σχολείου ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο, αλλά πήρα πολύ γρήγορα μπόι και το εγκατέλειψα. Μία μέρα, ένας φίλος μου, είπε ότι με είχε δει στο δρόμο κάποιος κύριος Μάξουελ, που ήταν προπονητής μπάσκετ. Ηθελε να με συναντήσει. Ημουν ήδη 14-15 ετών».
Τον διέκοψα... «Α, ξεκίνησες αρκετά μεγάλος λοιπόν το μπάσκετ...». Με κοίταξε με νοσταλγία: «Μακάρι να το είχα αρχίσει νωρίτερα».
«Ασε, δεν είναι για σένα αυτό»
Συνέχισε: «Μέχρι τότε δεν είχα ακουμπήσει ποτέ την μπάλα του μπάσκετ. Εκτός από μία φορά. Οταν ήμουν, αν θυμάμαι καλά, 8 ετών. Σε εκείνο το γηπεδάκι που είδες στη φωτογραφία, μία από τις αδελφές μου έκανε προπόνηση βόλεϊ. Μία μέρα την ακολούθησα κι όσο εκείνη έκανε προπόνηση, είδα μία μπάλα του μπάσκετ και την πήρα στα χέρια μου. Επαιζα επί δύο ώρες. Ξέρεις, πότε κατάφερα να βάλω καλάθι. Λίγο πριν φύγουμε για το σπίτι... »άσε δεν είναι για σένα αυτό« είπα στον εαυτό μου». Αυτή τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Σε αυτό το γηπεδάκι, που λες, έκανα κι εγώ τις πρώτες προπονήσεις μου. Αλλά και το πρώτο κάρφωμα«. Η περιέργειά μου ήταν μεγάλη...
«Στην πρώτη προπόνηση;« τον ρώτησα. »Αστειεύεσαι; Οχι βέβαια. Μου πήρε καιρό. Ξέρεις γιατί; Διότι αν θα το επιχειρούσα, ήθελα να ήμουν σίγουρος ότι θα πετύχω και ότι δεν θα γίνω ρεζίλι στα υπόλοιπα παιδιά. Και τα κατάφερα».
Και κάπως έτσι ξεκινήσαμε...
«Υπάρχει κανείς που να ασχολείται με την Αφρική;»
Τον προσέγγισα με τη βοήθεια του υπεύθυνου επικοινωνίας του Παναθηναϊκού στο αεροδρόμιο του Ρεθύμνου... «Θα ήθελα να μου μιλήσει για εκείνα τα χρόνια» του είπα. «Ξέχνα το μπάσκετ, τα τρόπαια και τα καρφώματα. Μόνο για εκείνες τις ημέρες, το γηπεδάκι, το σπίτι σου στην Γκαμπόν». Ο Στεφάν Λάσμε είναι ο πιο εξωστρεφής άνθρωπος με τους φίλους του: «Μου αρέσει να τους κάνω να γελάνε». Με τους άγνωστους είναι εσωστρεφής. «Για πες μου, υπάρχει κανείς που να ασχολείται με την Αφρική;» με ρώτησε. «Είναι ώρα» του απάντησα. Το επόμενο πρωινό καθόταν απέναντί μου. Η διήγηση άρχιζε. «Η οικογένειά μου δεν ήταν πλούσια, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι και οι δύο γονείς μου εργάζονταν. Η μητέρα μου είχε την οικονομική διαχείριση προμηθειών σε ένα νοσοκομείο, ενώ ο πατέρας μου, ο πατριός μου δηλαδή, απασχολούνταν στη μοναδική πετρελαϊκή εταιρεία της χώρας. Ζούσαμε στο Πορτ Τζεντίλ (Port Gentil) της Γκαμπόν» είπε...
H πρώτη απόδραση...
«Ρώτα με, πρέπει επιτέλους να μιλήσω...»
Η αναφορά στη λέξη πατέρας γινόταν συνεχώς με τη διόρθωση πατριός. Επιμονή, αν όχι εμμονή.
- «Πότε έχασες τον φυσικό πατέρα σου;» ρώτησα με... διακριτικό θράσος.
- «Ε... Πρέπει να ήμουν 3-4 ετών».
Αρπαξε το i pad. Αμέσως. Να ασχοληθεί με κάτι. Να ξεχαστεί. Δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να ψελλίσει μερικές λέξεις. Η φωνή του ακουγόταν σπασμένη, αλλά δεν είχα καταλάβει. Ηθελε να νικήσει τον εαυτό του. Ηττήθηκε. Γύρισε το κεφάλι του στην αντίθετη πλευρά από τη δική μου. Εβαλε τον αντίχειρα και τον δείκτη στα μάτια του, αυθόρμητα, όπως κάνουμε για σταματήσουμε μία νωπή πληγή να αιμορραγεί. Εβγαλε μία κραυγή απόγνωσης. Οχι δυνατή, κάθε άλλο. Συναισθηματική. Μάζεψε τα πράγματά του και αποχώρησε με αργό βήμα προς το σκοτάδι. Εκεί όπου τον έβλεπε μόνο ο Θεός. Φορώντας τα γυαλιά ηλίου.
Η νίκη επί της ελονοσίας
Το κουβάρι ξετυλιγόταν, αργά, αλλά με τεράστιο ενδιαφέρον... «Και ξεκίνησες να παίζεις μπάσκετ λοιπόν... Είχες προβλήματα από το σπίτι σου;». Δεν έχω ιδέα για ποιον λόγο τον ρώτησα. Η απάντησή του ήταν καταιγιστική σε συναίσθημα και ανατριχίλα. Με κοιτάει στα μάτια. «Δεν έχεις ιδέα πόσα προβλήματα είχα» απάντησε. Δεν τον διέκοψα. «Ο πατέρας μου, ο πατριός μου, σιχαινόταν το μπάσκετ. Πίστευε ότι σχολείο και αθλητισμός δεν πάνε μαζί».
- «Και...;».
- «Συνέχισα να πηγαίνω προπόνηση».
- «Χωρίς να το ξέρει ο πατέρας σου;».
- «Οχι. Οταν το καταλάβαινε όμως... Μάντεψε».
- «Τι έκανε;».
- «Με άφηνε να κοιμάμαι έξω από το σπίτι. Εχω κοιμηθεί έξω από το σπίτι μέχρι τρεις συνεχόμενες ημέρες. Φίλε, το πρόβλημα δεν είναι να κοιμάσαι έξω. Το πρόβλημα στην Αφρική είναι ότι έχει κουνούπια. Μεγάλα κουνούπια. Πέντε φορές προσβλήθηκα από ελονοσία εξαιτίας αυτής της επιμονής του. Και της δικής μου. Για ένα διάστημα νοσηλεύτηκα πολλές μέρες με πολύ σημαντικό πρόβλημα εξαιτίας της μαλάριας (ελονοσίας)».
- «Κινδύνεψες;»
- «Στην Γκαμπόν κάθε χρόνο πεθαίνουν περισσότεροι άνθρωποι από μαλάρια παρά από AIDS. Ο θάνατος καιροφυλακτούσε παντού κάθε φορά που κοιμόμουν έξω. Επέζησα γιατί ήμουν τυχερός. Επειδή η μητέρα μου δούλευε στο νοσκομείο».
- «Επέμεινε και μετά από αυτό;».
- «Δεν σταμάτησε ποτέ. Αν ήθελα να πηγαίνω προπόνηση, ήξερα ότι το βράδυ θα κοιμόμουν έξω από το σπίτι».
Ο Στεφάν Λάσμε είναι πλέον μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες της Γκαμπόν κι έγινε ο πρώτος παίκτης από τη χώρα του που έπαιξε στο ΝΒΑ. Η ιστορία του είναι πια γνωστή σε όλη τη χώρα. Από την προηγούμενη Παρασκευή ο Λάσμε είναι το κεντρικό πρόσωπο στην εκστρατεία που κάνει το υπουργείο Υγείας της Γκαμπόν κατά της μαλάριας, που αφανίζει περίπου 1 εκατ. ανθρώπους ετησίως. Ο ίδιος ήταν τυχερός! Πολύ τυχερός!
Η οργή για τον πατέρα που τον εγκατέλειψε
«Δεν είσαι άνθρωπος; Δεν νιώθεις;»
Ομολογώ ότι δεν το περίμενα. Ακόμα κι εγώ προσπαθούσα να συνέλθω από την εικόνα που είχα αντικρίσει. Πέρασαν δέκα λεπτά. Ο ήχος των παπουτσιών του ακούστηκε. Ετρεξα προς το μέρος του. «Συγγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση» του είπα. «Οχι, όχι... Σε παρακαλώ, Ρώτα με ό,τι θες. Ο,τι θες»... Κάθισε στον καναπέ. Προσπάθησε να συνεχίσει τη διήγησή του. Αδύνατον! Σηκώθηκε ξανά βγάζοντας μία από ακόμα πιο αισθαντική και συγκινητική κραυγή. Επέστρεψε πάλι όμως. «Ο πατέρας μου εγκατέλειψε τη μάνα μου όταν ήμουν πολύ μικρός. Μέχρι πριν από δύο χρόνια δεν το είχα συζητήσει με τη μάνα μου. Από τη στιγμή που μου εξήγησε νιώθω ακόμα μεγαλύτερη οργή για αυτόν. Πως γίνεται να είσαι πατέρας, να έχεις παιδιά, η σύζυγός σου να είναι έγκυος και να δραπετεύεις από το σπίτι; Πώς γίνεται; Δεν είσαι άνθρωπος; Δεν νιώθεις; Εδώ και κάποιο καιρό κάνει προσπάθεια να χτίσει γέφυρες μαζί μου, αλλά δεν με απασχολεί καθόλου πια. Εγώ τον είδα, τον πρόλαβα. Ο αδελφός μου όμως, που γεννήθηκε λίγες ημέρες μετά, τι ξέρει; Τι θα του έλεγα όταν μεγάλωνε; Πού είχε πάει ο πατέρας του, τον οποίον δεν είχε δει ποτέ;». Για να προσθέσει: «Ολα αυτά τα χρόνια δεν είχα μιλήσει σε κανέναν γι' αυτό. Απέφευγα. Αλλά μάλλον είχα ανάγκη να μιλήσω, να το βγάλω από πάνω μου. Ούτε με τη γυναίκα μου δεν το έχω συζητήσει καλά καλά».
Το ταξίδι στην Αμερική
«Μία ημέρα μου είπε ο πατριός μου ότι αν του εξηγήσει κάποιος τη χρησιμότητα της ενασχόλησής μου με το μπάσκετ, μπορεί και να άλλαζε γνώμη. Την επόμενη μέρα ο προπονητής μου πήγε στο σπίτι. Τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Εγώ συνέχισα όμως. Και στο τέλος της σεζόν κατακτήσαμε το πρωτάθλημα εφήβων, με εμένα να παίρνω όλους τους προσωπικούς τίτλους. Δεν συγκινήθηκε καθόλου. Το καλοκαίρι με κάλεσαν στην εθνική ομάδα, αλλά στην περίοδο προετοιμασίας μας έστειλε για διακοπές, μακριά, πολύ μακριά από το σπίτι (γελάει). Πήρα το λεωφορείο και γύρισα. Μέσα σε ένα βράδυ η συμπεριφορά του άλλαξε. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ένας υπουργός είχε τηλεφωνήσει στον πρόεδρο της εταιρείας που εργαζόταν ο πατέρας μου.
Μετά την εμφάνισή μου με τους έφηβους γεννήθηκε το αμερικάνικο όνειρο. Με προσέγγισαν κάποιοι και μου μίλησαν για την Αμερική. Το κράτος υποσχέθηκε ότι θα μου δίνει 3.000 δολάρια κάθε τρεις μήνες για να σπουδάσω εκεί. Αρχικά μου έδωσαν το εισιτήριο και 300 δολάρια στην τσέπη για να ταξιδέψω. Πλέον είχε σταματήσει και η βοήθεια από την Γκαμπόν. Με τη βοήθεια του προηγούμενου προπονητή μου πήγα στο σπίτι ενός φίλου του, στη Βοστώνη. Σερτζ τον έλεγαν. Προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει, πληρώνοντας όμως 300 δολάρια τον μήνα για να μένω σε δωμάτιο που ήταν μικρότερο από WC. Ημουν όμως αποφασισμένος. Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω. Ενα πρωί το πήρα απόφαση... Πήγα στο Μπόστον Κόλετζ. Μπήκα στο γραφείο και είπα σε μια γραμματέα... «Γεια σας. Ηρθα να παίξω μπάσκετ στην ομάδα σας». Η γραμματέας γέλασε.
«Ξέρετε, δεν γίνεται έτσι. Υπάρχει μία ολόκληρη διαδικασία. Πρέπει να δώσετε εξετάσεις, να σας δει ο προπονητής κτλ, κτλ». Εφυγα απογοητευμένος, αλλά πεισμωωμένος. Ηξερα ότι στα αγγλικά δεν θα έπιανα μεγάλο βαθμό κι ότι είχα, όμως, μεγάλη ικανότητα στα μαθηματικά. Πέρασα από τα SAT's με 1.800 βαθμούς και άριστα στα μαθηματικά. Πήγα στην προπόνηση του Μπόστον Κόλετζ, αλλά... Μέχρι που κάποιος μας ενημέρωσε ότι εκείνες τις ημέρες γινόταν στο Νιου Τζέρσεϊ ένα καμπ για παίκτες που διεκδικούσαν υποτροφία σε κολέγιο. Είχα στην τσέπη μου 250 δολάρια. Εδωσα τα 225 για τη συμμετοχή μου. Στο Νιου Τζέρσεϊ τα πήγα πραγματικά καλά. Επαιξα ακόμα και στο All Star Game, καρφώνοντας μάλιστα πάνω από ένα παιδί που είχε ύψος 2,13 μ. Κάπως έτσι το νερό άρχισε να μπαίνει στο αυλάκι. Αυτή είναι η ιστορία μου!».
Πηγή: Goal