Αυτή τη φορά οι ειδικοί και οι αναλυτές του μπάσκετ έσκισαν τα διπλώματά τους! Και δεν ήταν οι μοναδικοί. Η πλειοψηφία όσων μπορούσαν να προσεγγίσουν τεχνικά τον πρώτο τελικό διαψεύστηκαν πανηγυρικά αφού άλλα περιμέναμε και άλλα είδαμε. Και δεν αναφέρομαι βέβαια στη νίκη του Παναθηναϊκού αφού όλα αυτά τα χρόνια ο χρυσός κανόνας των εμφύλιων ντέρμπι μας έχει μάθει καλά κάτι: Αυτοί οι αγώνες ξεκινάνε αυστηρά από το 50-50 και δεν παίζει παρά ελάχιστο ρόλο ότι έχει προηγηθεί. Και αυτός ο αγώνας δεν παρέκλινε του κανόνα.
Εκεί που υπήρξε μια θεαματική ανατροπή ήταν η λογική που παίχθηκε ο πρώτος τελικός. Με δύο προπονητές που η αμυντική φιλοσοφία είναι το Α και το Ω των πλάνων τους το μοναδικό που δεν περιμέναμε να δούμε ήταν ένα ματς που οι 80 πόντοι (τελικά) δεν έφταναν για την ανάδειξη του νικητή. Μια σπάνια συνθήκη που συμβαίνει με τόσο μικρή συχνότητα ώστε ο πρώτος τελικός να αποτελεί ήδη ένα μνημείο καλού επιθετικού μπάσκετ και όχι στείρας καταστροφικής άμυνας! Το τελικό 81-83 έφερε για μόλις 6η φορά στην σύγχρονη ιστορία των ντέρμπι τις δύο ομάδες να σκοράρουν αμφότερες πάνω από 80 πόντους.
Ο Πεδουλάκης κέρδισε τη μάχη των πάγκων εις διπλούν! Ήταν ξεκάθαρο όσο περνούσε ο αγώνας ότι ο Παναθηναϊκός ήταν η ομάδα που πατούσε καλύτερα στα πόδια της, είχε απαντήσεις και στις δύο πλευρές του γηπέδου και κυρίως ο πάγκος του έδινε εικόνα νικητή. Και αυτό ακριβώς αποτελεί τη δεύτερη αλλά πιθανώς μεγαλύτερη νίκη του Πεδουλάκη. Η πρώτη νίκη είναι ότι δεν προσαρμόστηκε η ομάδα στα πλάνα του και στη φιλοσοφία του αλλά ο ίδιος πήρε ότι καλύτερο μπορούσε από τους παίκτες του. Ο Πεδουλάκης παρέλαβε μια ομάδα με ύποπτη χημεία και χωρίς μεγάλες δυνατότητες να παίξει σπουδαία άμυνα. Ο χρόνος δεν λειτουργούσε υπέρ του αφού οι αγώνες έτρεχαν και οι αλλαγές σε αυτή τη φάση της σεζόν ούτε εύκολες είναι και κυρίως δεν μπορούν να γίνουν γρήγορα. Ο Πεδουλάκης προσάρμοσε τη λογική του σε αυτά που μπορούν να του δώσουν οι παίκτες και δεν επιχείρησε το αντίστροφο! Το αποτέλεσμα ήταν να αξιοποιήσει την δυνατότητα των πολλών καλών περιφερειακών για γρήγορη και καλή κυκλοφορία της μπάλας (οι 29 ασίστ είναι αψευδής μάρτυρας) και να δημιουργήσει τις συνθήκες για μερικά καλά σουτ. Η μεγαλύτερη ίσως απόδειξη ήταν το γεγονός ότι στην άμυνα ξέφυγε από την πολύ πετυχημένη προ τριετίας συνταγή: Δεν επιχείρησε να σταματήσει τον Σπανούλη με τον Γκιστ αλλά πήγε σε απλές λογικές αντιμετώπισης του με κάποιον από τους γκαρντ του και βοήθειες από τους ψηλούς.
Παράλληλα, γνωρίζοντας την αμυντική αδυναμία του Ραντούλιτσα προτίμησε χαμηλά και ευέλικτα σχήματα με τον Γκιστ για αρκετή ώρα στη θέση ‘’5’’ και δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει στη θέση ‘’4’’ για 32 λεπτά τον Φώτση που τον αντάμειψε με 3/3 τρίποντα και μάλιστα σε κομβικά σημεία του παιχνιδιού. Όπως αυτό που έκανε το 76-80 στο τελευταίο λεπτό του παιχνιδιού.
Η δεύτερη νίκη του Πεδουλάκη δεν είχε να κάνει με πλάνα και τακτικές αλλά κυρίως με την αλλαγή λογικής μέσα στην ίδια την ομάδα. Ο Παναθηναϊκός πονούσε και εσωτερικά τις ημέρες του Τζόρτζεβιτς αλλά ο Έλληνας κόουτς ξέρει την αξία των καλών και μαζεμένων αποδυτηρίων. Είχε δώσει μεγάλη βαρύτητα και στην πρώτη θητεία του στον Παναθηναϊκό το 2013.
Επιστράτευσε τον Κώστα Τσαρτσαρή, επανέφερε σε ενεργό ρόλο τον Αλβέρτη και έκλεισε τα στεγανά των αποδυτηρίων δίνοντας τα….κλειδιά στον Διαμαντίδη και τον Φώτση. Αυτοί ξέρουν, αυτούς εμπιστεύεται. Απλά και λογικά πράγματα. Το αποτέλεσμα φαινόταν σε όποιον έβλεπε στον πάγκο τους παίκτες του Παναθηναϊκού να κουνάνε πετσέτες και να πανηγυρίζουν κάθε προσπάθεια των συμπαικτών τους. Τις ημέρες του Τζόρτζεβιτς η ίδια εικόνα, ακόμη και σε κρίσιμα παιχνίδια, θα έδειχνε ξενέρωτα και αδιάφορα πρόσωπα.
Ο Παναθηναϊκός εκτός των άλλων δεδομένων ευτύχησε στον πρώτο τελικό να έχει σε εξαιρετική μέρα τους σουτέρ του. Αρκετοί αναζητούν την αιτία που οι δύο ελληνικές ομάδες δεν μπόρεσαν να φτάσουν μακριά στη φετινή Ευρωλίγκα. Βλέποντας κάποιος τη σύνθεση των ομάδων που πήγαν στο Βερολίνο, το ρόστερ της πρωταθλήτριας Ευρώπης ΤΣΣΚΑ Μόσχας αλλά και τις τάσεις του μοντέρνου μπάσκετ τόσο στην Ευρώπη όσο και στο ΝΒΑ διαπιστώνει ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη νόρμα στο παιχνίδι: Οι μεγάλες ομάδες βασίζονται ολοένα και περισσότερο στους μεγάλους σουτέρ. Ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός δεν διαθέτουν αθροιστικά περισσότερους από πέντε κλασικούς, καλούς και σταθερούς σουτέρ στα ρόστερ τους. Την ίδια ώρα η πρωταθλήτρια Ευρώπης ΤΣΣΚΑ είχε οκτώ (!) παίκτες στη δωδεκάδα της που μπορούν να σουτάρουν με εξαιρετικά ποσοστά στο τρίποντο. Στον πρώτο τελικό με την τάση του over-help (βοήθεια στους καλούς σουτέρ και ελεύθερα σουτ στους πιο αδύναμους) να έχει γίνει μόδα ήταν λογικό να μετρήσει η καλή μέρα των σουτέρ: Ο Παναθηναϊκός σούταρε καλύτερα τόσο σαν ομάδα (11/26 τρίποντα έναντι 8/26) αλλά είχε σε εξαιρετική βραδιά τους δύο καλύτερους σουτέρ του: Ο Φώτσης είχε 3/3 τρίποντα και ο Φελντέιν 4/8. Την ίδια ώρα ο Ολυμπιακός είχε τον Λοτζέσκι σε καλή κατάσταση (3/4 τρίποντα), πήρε βοήθεια από τον Παπαπέτρου (2/2) αλλά όλοι οι υπόλοιποι είχαν 3/20 σουτ τριών πόντων: Λοτζέσκι, Στρόμπερι, Παπανικολάου και Μάντζαρης είχαν 0/11!!!
Αξίζει αντί άλλου επιλόγου μια αναφορά στην ατμόσφαιρα που επικράτησε στο ΣΕΦ. Ο σκληρός πυρήνας των οπαδών του Ολυμπιακού σταμάτησε μέσα σε δευτερόλεπτα τα υβριστικά συνθήματα κατά του Διαμαντίδη, οι παίκτες των δύο ομάδων έφυγαν κανονικά και αφού χαιρετήθηκαν από το γήπεδο και όχι….τρέχοντας και όλα αυτά σε ένα παιχνίδι που μην το ξεχνάμε δεν κέρδισε ο γηπεδούχος! Μπορεί τέτοια δείγματα να είναι καθημερινότητα στην Αμερική ή στην Ισπανία αλλά επειδή εμείς ζούμε στην Ελλάδα αξίζει να υπερτονιστεί η έλλειψη επεισοδίων, εκτρόπων και ρίψης αντικειμένων ως ένα μικρό αλλά πολύ ουσιαστικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Μακάρι, να είναι και οι υπόλοιποι τελικοί στην ίδια λογική.
Πηγή: Novasports.gr