Μίτσελ και ο Αναστασιάδης έχουν μεγάλες διαφορές, αλλά μοιάζουν και σε πολλά. Ένα μπορείς να το καταλάβεις αμέσως: κι ο ένας κι ο άλλος είναι αυτό που λέμε «ανοιχτό βιβλίο», εννοώ ότι ελάχιστα μας έχουν κρύψει από την προσωπικότητα τους. Είναι δύσκολο να βρεις δυο τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες: νομίζω ότι αν γνωρίζονταν, ακριβώς γιατί είναι πάρα πολύ διαφορετικοί, θα έφταναν να συμπαθήσουν ο ένας τον άλλο, ψάχνοντας που μοιάζουν!

Σφάζει με το βαμβάκι

Ο Μίτσελ είναι από τους ανθρώπους που έχουν πάντα εύκολη την καλή απάντηση σε ότι τους ρωτήσεις. Πιο πολύ και από την εξήγηση μοιάζει να τον ενδιαφέρει η καλή εντύπωση. Έχει ένα ωραίο τρόπο να μετρά τα λόγια του και συγχρόνως να γίνεται και δεικτικός. Μπορεί με μια απλή απάντηση να σου δώσει να καταλάβεις ότι έχει πρόβλημα χωρίς ποτέ να το πει. Στην Ιταλία τον ρώτησαν οι Ιταλοί πριν το ματς με τη Γιούβε γιατί δεν παίζει ο Κασάμι. Απάντησε ότι το γνωρίζει και αυτός και ο παίκτης και ότι θα αργήσει να παίξει βασικός, αν δεν προσέχει. Τον ρώτησαν για την απόδοση του Μπενίτες στην Κέρκυρα και είπε ότι ο κυνηγός κρίνεται από τα γκολ.

Αυτή καμουφλαρισμένη του ευθύτητα σε συνδυασμό με μια δόση χιούμορ κάνει τις συνεντεύξεις του σχεδόν πάντα ενδιαφέρουσες για τους δημοσιογράφους και τους οπαδούς, αλλά όχι πάντα διασκεδαστικές για τους παίκτες: ο τύπος σφάζει με το βαμβάκι. Είναι παράδοξο αλλά αυτή η άνεση στη συμπεριφορά δεν τον χαρακτηρίζει στις κοινωνικές του επαφές. Ο Βαλβέρδε πχ έλεγε μάλλον κοινότυπα πράγματα, αλλά στην Ελλάδα έκανε ένα σωρό φίλους γιατί ήταν πολύ ζεστός άνθρωπος: ο Μίτσελ έχει εύκολο το να κρατάει αποστάσεις από όλους.

Η δύναμη της πίστης

Αυτή η διαφορά της εικόνας μπροστά και πίσω από τις κάμερες ήταν ανέκαθεν και το χαρακτηριστικό του Αναστασιάδη, που αγαπάει το κρυφτούλι από την πραγματικότητα. Όποιος γνωρίζει τον Αναστασιάδη λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα επιτηδευμένο στο βλοσυρό του ύφος και ότι ακόμα και οι αναφορές στην πανταχού παρούσα Παναγιά είναι αυθόρμητες και από καρδιάς: δεν αμφιβάλω. Ωστόσο υπάρχουν και πολλοί που σκίζουν τα ρούχα τους ότι υπάρχει κι ένας Αναστασιάδης κεφάτος, που μιλά εύκολα για τσίπουρα, που είναι περιβόλι όταν διηγείται τις ιστορίες του, που σε όλα τα σεμινάρια και τις συνάξεις των προπονητών είναι από τους πιο δημοφιλείς για την ωραία ατμόσφαιρα που δημιουργεί. Καιρό τώρα έχω την εντύπωση ότι όταν ο Αναστασιάδης μιλάει γλαφυρά για την Παναγιά αναφέρεται στη δύναμη της πίστης, στην ανάγκη να νοιώθουν οι ποδοσφαιριστές του ότι όλα μπορούν να γίνουν.

Και ο Μίτσελ και ο Αναστασιάδης δεν ποντάρουν τόσο στην επικοινωνία με τους παίκτες όσο στην υπακοή τους. Ο Μίτσελ δεν άντεχε τον Χολέμπας ή τους Αλγερινούς γιατί ένοιωθε ότι δεν ήθελαν οδηγίες για να παίξουν: οτιδήποτε κι αν τους έλεγε έκαναν το δικό τους. Ο Αναστασιάδης είχε κατά καιρούς δυσκολίες ειδικά με ξένους παίκτες γιατί δεν ήθελε ποτέ να δίνει εξηγήσεις σε κανένα. Οι παλιοί του καυγάδες με τον Πάολο Σόουζα π.χ γίνονταν γιατί ο Πορτογάλος ήθελε να έχει λόγο για πολλά – χωρίς μάλιστα συνήθως να έχει άδικο. Ο Αναστασιάδης ένοιωθε ότι έπρεπε να του φέρεται διαφορετικά κι αυτό είναι κάτι που δεν το μπορεί: ας μην ξεχνάμε ότι φέτος προτίμησε να χάσει το ματς με την Ζίμπρου , το πρώτο επίσημο της σεζόν, μόνο και μόνο για να δείξει στον Βίτορ ότι δεν προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση για κανένα. Σε αυτό οι αντιλήψεις των δυο είναι κοινές: οι συμπεριφορές είναι διαφορετικές και τα όποια αποτελέσματα τους. Ο Μίτσελ πχ θέλει το γκρουπ του να αισθάνεται πως κάθε του θέση είναι αποτέλεσμα σκέψης και αξιολόγησης και πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς λόγο. Ο Αναστασιάδης από τη μεριά του θέλει μουτζαχεντίν: ο λόγος του είναι συνώνυμος με τη λέξη καθήκον.

Αυτό είναι κάτι που άρεσε σε όσους δεν τον έζησαν: ο Σωκράτης Κόκκαλης πχ έφτασε δυο φορές πολύ κοντά να τον φέρει στον Ολυμπιακό, αλλά δίστασε λόγω εξέδρας. Αλλά πάντα έλεγε ότι «οι ομάδες του… καλόγερου έχουν μεγάλο πάθος».

Προϊστάμενος και πάτερ φαμίλιας

Τον Μίτσελ δεν τον νοιάζει να είναι αγαπητός – αυτό που θέλει είναι να λειτουργεί η εσωτερική ιεραρχία και να τον βλέπουν σαν προϊστάμενο. Ο Αναστασιάδης από την άλλη αντιλαμβάνεται την ομάδα σαν ένα είδος οικογένειας με τον ίδιο στο ρόλο του «πάτερ φαμίλια»: όχι τυχαία πολλοί από τους παίκτες που έχουν δουλέψει μαζί του κουβαλάνε στη συνέχεια και τα κολλήματα του, τη θρησκευτική προσήλωση πχ ή την καχυποψία απέναντι στους δημοσιογράφους. Και οι δυο γουστάρουν τις προκλήσεις γιατί έχουν τεράστια πίστη στον εαυτό τους: Ο Μίτσελ δέχτηκε δυο καλοκαίρι να φτιάξει τον Ολυμπιακό από την αρχή – για να μην πω ότι χάρηκε κιόλας, ενώ φέτος ο Αναστασιάδης δεν είπε κουβέντα για τις ελλείψεις του ΠΑΟΚ ευλογώντας την διοικητική επιλογή της λιτότητας.

Ο Μίτσελ ενδιαφέρεται πολύ για τη δημόσια εικόνα του: στην ψυχή είναι πάντα ο αρχηγός της Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Αναστασιάδης αντίθετα μας έχει προσφέρει εντυπωσιακές σκηνές αυτομαστιγώματος: κανείς από όσους τον έχουν δει δεν έχει ξεχάσει την ιστορική συνέντευξη που ως προπονητής του ΠΑΟ κολλάει το κεφάλι στο τραπέζι για να το σηκώσει αργά και να φωνάξει «θάνατος», μετά την ήττα από τον Πανιώνιο. Αυτές οι αυθόρμητες σκηνές ξεσπασμάτων, σε συνδυασμό με το πάντα επεισοδιακό του κοουτσάρισμα, συχνά ακατανόητες σε όποιον την ένταση του ποδοσφαίρου δεν την καταλαβαίνει, έχουν βοηθήσει τον προπονητή τον ΠΑΟΚ ν αποκτήσει στη Θεσσαλονίκη τον προσωπικό του στρατό των ορκισμένων οπαδών, τα περίφημα «αγγελόσκυλα» όπως αυτοαποκαλούνται. Ο Αναστασιάδης ανέκαθεν προκαλούσε πάθη, ο Μίτσελ τα αποφεύγει παραμένοντας πολύ ψύχραιμος για τύπος γεννημένος στη Μεσόγειο.

Ρεάλ Μαδρίτης - Μπάρτσα

Δεν είναι εύκολοι άνθρωποι ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Ο Μίτσελ είναι βεντέτα – με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πέρυσι στην Λισσαβόνα, όταν η Ρεάλ Μαδρίτης διεκδικούσε το δέκατο μεγάλο κύπελλο της ιστορίας της, ο Μίτσελ δεν πήγε στον τελικό ενώ ήταν εκεί όλοι οι αρχηγοί της «Βασίλισσας»: σύμφωνα με ένα φίλο ισπανό παράγοντα «έλειπε για να μην μοιραστεί τη φωτογραφία με κανένα»! Ο Μίτσελ πιστεύει στην προπαρασκευή των αγώνων, στην υποχρέωση των ποδοσφαιριστών να κάνουν τα προβλεπόμενα - όταν αλλάζει κάποιον στην διάρκεια του ματς συνήθως τον τιμωρεί ή τον βγάζει για να τον αποθεώσει η εξέδρα. Ο Αναστασιάδης αντίθετα ζει πολύ τα ματς, μπορεί ν αλλάξει δυο παίκτες στο 20΄, παλιότερα άλλαζε εύκολα διατάξεις ή ακόμα και θέσεις στους παίκτες του σαν να έχει δει ξαφνικά όραμα: να πάλι η Παναγιά.

Νομίζω ότι και οι δυο θα ήθελαν να αναλάβουν κάποτε τις εθνικές ομάδες των χωρών τους: αν κρίνω από το πόσο ο Καραγκούνης εκτιμά τον Αναστασιάδη δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να τον δούμε στην Εθνική. Κατά τα άλλα ο Αναστασιάδης εκτιμά πολύ το πιεστικό, γρήγορο, γεμάτο ρίσκο ποδόσφαιρο της Μπαρτσελόνα – παλιότερα έδειχνε στη θεωρία και φάσεις με την ανάπτυξη των Καταλανών, τώρα δεν ξέρω. Ο Μίτσελ από την άλλη νομίζω ότι έχει πάντα στο μυαλό του τη Ρεάλ Μαδρίτης. Τόσο καταγωγής, τόπο προορισμού…

Πηγή: sport24.gr