Παράδοξο όσο θέλετε, αλλά ο προπονητής που χάρισε στους «Partenopei» το ιστορικό τους, 3ο scudetto και πρώτο ύστερα από 33 χρόνια θα βρίσκεται στον… καναπέ του σπιτιού του, δεμένος μάλιστα χειροπόδαρα από ρήτρα που του απαγορεύει να προπονήσει, για ένα χρόνο οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Πως έφτασαν όμως στο διαζύγιο οι πρωταθλητές Ιταλίας κι ο αρχιτέκτονας της εποποιίας; Γιατί ο πεπειραμένος τεχνικός «…ήρθε, είδε, νίκησε» και ξαφνικά αποχαιρέτησε;
Παράδοξο, λοιπόν από τη μία, από την άλλη όμως κι εντελώς φυσιολογικό, έως αναμενόμενο ένας προπονητής να θέλει ν’ αλλάξει περιβάλλον. Είτε γιατί του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να βγάλει περισσότερα χρήματα. Είτε γιατί τον κάλεσε μία μεγαλύτερη ομάδα. Είτε γιατί διαφώνησε με τη στρατηγική και τη γραμμή του προέδρου. Είτε απλά για αισθάνθηκε προδομένος από κάποιες συμπεριφορές που εκείνος εξέλαβε ως αχαριστία. Αυτό ακριβώς και έγινε. Ο Σπαλλέττι, που έχει συμβόλαιο με τη Νάπολι έως το ’24, και που για ένα χρόνο θα πληρώνεται για να κάθεται, θίχτηκε για την αυτόματη ανανέωση του συμβολαίου του, με τα ίδια περυσινά χρήματα, και χωρίς bonus κατάκτησης του τίτλου, ο άλλος όμως (ο Ντε Λαουρέντιις) θίχτηκε ακόμη περισσότερο και το’ ριξε στην… Ποίηση.
«Δεν κόβω τα φτερά σε κανέναν. Όποιος πιστεύει ότι μπορεί να πετάξει αλλού είναι απόλυτα ελεύθερος να το κάνει», άστραψε και βρόντηξε το Νο 1 της Νάπολι ύστερα από δείπνο (τον τελευταίο τους), με τον προπονητή που, αφού καλοέφαγε δεν δίστασε να πετάξει τη μπηχτή του αφήνοντας υπόνοιες για την τσιγκουνιά του αφεντικού του. «Δεν έχω παράπονο. Τουλάχιστον πλήρωσε τον λογαριασμό».
Στον κόσμο της μπάλας, δεν είναι η πρώτη φορά που ένας προπονητής φεύγει ύστερα από την κατάκτηση ενός τίτλου: είτε λέγεται πρωτάθλημα, είτε κύπελλο, είτε νταμπλ. Ο Φάμπιο Καπέλλο, άφησε σε μία νύχτα την πρωταθλήτρια Ρόμα, για τη Γιουβέντους. Το ’97 είχε αφήσει τη Ρεάλ Μαδρίτης για τη Μίλαν. Δέκα χρόνια αργότερα, ξανά τη Ρεάλ για την εθνική Αγγλίας. Μετά τα «3 λιοντάρια» για την εθνική Ρωσίας και τη Μόσχα για την Κίνα.
Ο Ζοσέ Μουρίνιο ανακοίνωσε το αντίο του στην Πόρτο (για την Τσέλσι), μία ώρα μετά την κατάκτηση του Champions League. Με τον ίδιο, ακριβώς τρόπο άφησε στα κρύα του λουτρού και τους οπαδούς της Ίντερ, για τη Ρεάλ. Κι ο Κόντε είχε αφήσει την Ίντερ ως πρωταθλήτρια, ο Αλλέγκρι τη Μίλαν, ο Γκουαρδιόλα τη Μπαρτσελόνα. Συμβαίνουν αυτά. Πάντα συνέβαιναν και θα συμβαίνουν. Αλλά η περίπτωση του Σπαλλέττι είναι διαφορετική. Δεν είχε κανένα σκοπό να φύγει από τη Νάπολι, αλλά επί της ουσίας οι καταστάσεις τον ανάγκασαν σε παραίτηση. Δεν είχε και δεν έχει ανάγκη από χρήματα. «Μία μπριζόλα, όπως έχει πει επανειλημμένος, θα βρίσκεται πάντα στο τραπέζι μου». Περίμενε όμως μία διαφορετική κίνηση, κάτι σαν αυτονόητη αναγνώριση για το γεγονός και μόνο, ότι μετά τους διαφόρους Μπενίτεθ, Αντσελόττι, Ντοναντόνι, Γκαττούζο, Σάρρι ή Ματζάρρι υπήρξε ο μοναδικός που ξανά έφερε τη Νάπολι στην κορυφή του ιταλικού ποδοσφαίρου, λίγο έλειψε και στα ημιτελικά του Champions League. Αντί όμως για το «ευχαριστώ», ήρθε το «στο καλό».
Συνηθισμένα πράγματα. «Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος» έλεγαν και κάποιοι σοφότεροι. Αλλά έτσι είναι η φύση αυτής της δουλειάς. Είναι πράγματα, «είπαμε» που συμβαίνουν, κι εδώ μάλιστα, αν μη τι άλλο, διεκδικούμε τα πρωτεία του «στο καλό. Και να μας γράφεις».
Κατά καιρούς, το βίωσαν στο πετσί τους και οι Πάκερτ, Μπόνεφ, Σουμ, στον Παναθηναϊκό, ο Μπάγεβιτς ή ο Χιμένεθ στην ΑΕΚ, ο Λουτσέσκου στον ΠΑΟΚ, ο Ζαρντίμ, ο Μάρκος Σίλβα ή ο Ερνέστο Βαλβέρδε που κάποτε άφησε τον Ολυμπιακό για τη Βιγιαρεάλ, μετά επέστρεψε, ξανά κέρδισε και τον ξανά άφησε για τη Βαλένθια. Ο καθένας έχει τους λόγους του, είτε είναι πρόεδρος, είτε προπονητής. Το να αναγκάζεις όμως τον Σπαλλέττι να φύγει και να βρίσκεται στην κορυφή του casting, ξανά ο Μπενίτεθ, δέκα χρόνια αργότερα είναι ένα παράτολμο εγχείρημα, ανόητο, έως και αδιανόητο που ούτε οι Ναπολετάνοι θα εύχονταν…