Ο αθλητισμός σε όλα τα σπορ είναι πλέον επαγγελματικός και η επίκληση σε αρετές του ερασιτεχνισμού είναι εμφανώς υποκριτική και προσπαθεί να δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις στο επικοινωνιακό επίπεδο. Οσοι ασχολούνται ερασιτεχνικά με τον αθλητισμό δεν το κάνουν γιατί αποβλέπουν στο οικονομικό όφελος, αλλά γιατί η σωματική δραστηριότητα μαζί με άλλους ανθρώπους προξενεί ευχαρίστηση, καλλιεργεί τη συμμετοχικότητα και την αλληλεγγύη και προσφέρει ικανοποιήσεις με τη νίκη ή τη διάκριση.
Στην ερασιτεχνική αθλητική δραστηριότητα δεν συναντούμε το σπόνσορσιπ και τη διαφήμιση, αλλά οι μεγάλες βιομηχανίες αθλητικών ειδών σε αυτό το κοινό στοχεύουν. Ο αθλητισμός άρχισε να έχει οικονομικό ενδιαφέρον μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, όταν η ΔΟΕ ανακάλυψε ότι ήταν ορατός ο κίνδυνος χρεοκοπίας των Αγώνων. Παράλληλα, η μεταγραφή του Ολλανδού Γιόχαν Κρόιφ από τον Αγιαξ στην Μπαρτσελόνα το 1973 αντί του ποσού-ρεκόρ του ενός εκατομμυρίου δολαρίων και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 που πάτησε γερά πάνω στην τηλεόραση, ειδικά στην Ευρώπη όπου σημείωσε και μεγάλες τηλεθεάσεις για την εποχή, αποκάλυψαν ότι ο αθλητισμός μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα προνομιακό πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, καθώς τα σπορ έγιναν ένα από τα ελκυστικότερα θέματα της βιομηχανίας της διασκέδασης.
Εκατομμύρια θεατές συντόνιζαν τους τηλεοπτικούς τους δέκτες στη μετάδοση αθλητικών προγραμμάτων από τις αρχές της δεκαετίας του '70 και μετά, όταν άρχισε να διαδίδεται η χρήση της τηλεόρασης. Οι μεγάλες επιχειρήσεις των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, ιδιαίτερα οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και τη δημοφιλία των αθλητικών γεγονότων, όπως επίσης και στην εμπορική τους εκμετάλλευση. Αν πάρει υπόψη του κάποιος τις κοινωνιολογικές μελέτες, παρατηρεί ότι το 40% περίπου του κοινού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ επισκέπτεται αθλητικούς χώρους για να παρακολουθήσει ένα αθλητικό γεγονός, ενώ ένα ποσοστό που ξεπερνά το 60% παρακολουθεί αθλητικές συναντήσεις από την τηλεόραση.
Πρακτικά, κανένα άλλο μέσο δεν μπορεί να προσεγγίσει τόσο μεγάλο αριθμό εν δυνάμει καταναλωτών με τη συχνότητα που το πετυχαίνει η τηλεόραση. Με το πέρασμα των χρόνων και την ανάπτυξη της τηλεόρασης και της βιομηχανίας παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων, η διαφήμιση φάνηκε να χάνει τη δύναμη και τη διεισδυτικότητά της. Ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός διαφορετικών τηλεοπτικών προγραμμάτων επέτρεψε στους τηλεθεατές να αλλάζουν κανάλι κατά τη διάρκεια προβολής των διαφημίσεων ή να ασχολούνται με άλλες παράλληλες δραστηριότητες την ώρα εκπομπής των διαφημίσεων, π.χ. δουλειές του νοικοκυριού.
Το ηλικιακό φιλέτο
Οι τηλεθεατές πολύ δύσκολα μπορούν να αποφύγουν τη «δευτερεύουσα» διαφήμιση ή τη διαφήμιση σε δεύτερο πλάνο, που κυριαρχεί στη μετάδοση των αθλητικών γεγονότων. Οι νέοι και οι θεατές της μέσης ηλικίας, οι πιο δυναμικές ομάδες κοινού όσον αφορά την αγοραστική τους δύναμη, που είναι δύσκολο να προσεγγιστούν από τους διαφημιστές με τους παραδοσιακούς τρόπους, αποτελούν το «φιλέτο» που ενδιαφέρει τους διαφημιστές. Ομάδες κοινού που οι διαφημιστές μπορούν να προσεγγίσουν μέσα από τη μετάδοση των αθλητικών γεγονότων και η χορηγία μίας επιχείρησης σε ένα σπορ, σε μία ομάδα ή σε έναν αθλητή, αποτελούν την πόρτα μέσα από την οποία η προσοχή των θεατών μπορεί να συγκεντρωθεί σε ένα προϊόν ή μία επιχείρηση.
Η ενασχόληση με τον αθλητισμό έχει μία μεγάλη προστιθέμενη αξία στις κοινωνίες τού σήμερα και οι επιχειρήσεις συνδέουν το λογότυπό τους με τις αθλητικές δραστηριότητες, για να επωφεληθούν από αυτή την προστιθέμενη αξία και να κερδίσουν ένα πλεονέκτημα στον εμπορικό ανταγωνισμό. Καμία επιχείρηση δεν μπορεί να αδιαφορήσει για το τηλεοπτικό κοινό των 4,8 δισ. ανθρώπων, που υπολογίζεται ότι παρακολούθησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου ή των 32 δισ. ατόμων (αθροιστικά) που υπολογίζεται ότι παρακολούθησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου του 2014.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι η διοχέτευση τεράστιων κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις στον αθλητικό τομέα συμβάλλει στην ανάπτυξή του (μία ανάπτυξη της οποίας η κατεύθυνση και τα χαρακτηριστικά είναι θέμα προς συζήτηση).
Διαπραγμάτευση και μικροψυχία
Για εκείνους που δεν γνωρίζουν ή κάνουν πως δεν γνωρίζουν να υπενθυμίσω ότι «διαπραγματεύομαι» σημαίνει πως διεκδικώ να κερδίσω κάτι, με σχέδιο. Να συμπληρώσω επίσης ότι οι διαπραγματεύσεις -σε αυτό το επίπεδο που διεξάγει η κυβέρνηση- θέλουν ανθρώπους με γνώση του αντικειμένου και του πλαισίου διαπραγμάτευσης, θέλουν ιδέες, συμμαχίες, επικοινωνιακές ικανότητες και θέληση. Από όλα αυτά, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε Τίποτε. Αντιθέτως, διέθετε μεγάλα ποσοστά εθελοδουλείας και ανικανότητας. Φυσικά, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε ούτε τη θεληση ούτε τα «καρύδια» να διαπραγματευθεί. Βέβαια, το γεγονός ότι κάποιοι επιχαίρουν για την πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ δεν μου προξενεί εντύπωση. Η άγνοια, η βλακεία και η μικροψυχία είναι αδελφές. Εκείνο που είναι απογοητευτικό είναι ο αυξανόμενος πολιτικός αυτισμός αλλά -ως φαίνεται- το έδαφος και εύφορο για την ανάπτυξή του είναι και από τα κανάλια καλλιεργείται εντατικά.
ΠΗΓΗ: SportDay