Oι άνθρωποι πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε τις αλλαγές που συμβαίνουν στον περίγυρό μας διότι δεν είμαστε ακίνητοι παρατηρητές, δεν αποτελούμε ένα σταθερό σημείο στο σύμπαν, αλλά κινούμαστε μαζί με τον χρόνο. Κι όσο κινούμαστε, μεγαλώνουμε και αλλάζουμε, ταυτιζόμενοι με τη διαπίστωση του Ηράκλειτου, ότι «δεν είναι δυνατόν να μπεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές» («ποταμώ γαρ ουκ εστίν εμβήναι δις τω αυτώ»).
Το ποδόφαιρο που παρακολουθούμε από τα μικράτα μας αλλάζει συνεχώς. Πολλές φορές πρέπει να μεσολαβήσει η χρονική απόσταση για να κατανοήσουμε την επίδραση που είχε μία αλλαγή στον κανονισμό ή στην τακτική. Οι αλλαγές στο παιχνίδι, παλιότερα, ήταν αργές. Από μία χρονική στιγμή κι ύστερα, το ποδόσφαιρο άρχισε να αποκτά «μόδες». Αυτό νομίζω ότι συνέβη από τη στιγμή που εντάχθηκε στην αγορά της καπιταλιστικής οικονομίας ως προϊόν της βιομηχανίας θεάματος, που για να πουλήσει τα «προϊόντα» της πρέπει να δημιουργεί είδωλα, να δημιουργεί μόδες.
Μάλιστα, όσο περισσότερο εκπαιδεύεται ο άνθρωπος στην κατανάλωση τόσο πιο συχνά αλλάζουν οι προτιμήσεις, αλλάζει η μόδα, αλλάζουν τα είδωλα. «Μα», μπορεί να ρωτήσει κάποιος, «πότε έγινε έτσι το παιχνίδι;». Εκείνοι που μελετούν την κοινωνία, τους παράγοντες που διαμορφώνουν το πρόσωπό της και την επίδραση που έχουν οι αλλαγές στην ανθρώπινη συμπεριφορά, θεωρούν πως η μεγάλη αλλαγή στο παιχνίδι έγινε όταν πάψαμε να παίζουμε κι αρχίσαμε να το παρακολουθούμε. Να το «καταναλώνουμε» ως θέαμα. Κι όπως στον κινηματογράφο αλλάζουν τα είδωλα και τα sex symbols, το ίδιο συμβαίνει και στο ποδόσφαιρο, κυρίως σ' εκείνο το κομμάτι του παιχνιδιού που δεν είναι γηγενές, ντόπιο. Που δεν επιβάλλει τη δέσμευση.
Η περίπτωση της Μπάρτσα είναι η πιο χαρακτηριστική για όσους είναι δέσμιοι του ορισμού του παιχνιδιού ως προϊόντος. Μια «μόδα» που κούρασε τρία χρόνια τώρα και πολλοί είναι εκείνοι που αναζητούν την αντικατάστασή της, αφού τη «χόρτασαν». Ετσι κι αλλιώς, η Μπάρτσα που μας (σε όσους) άρεσε, δεν θα διαρκούσε για πάντα. Υπάρχουν και οι βιολογικοί περιορισμοί. Η Μπάρτσα θα περνούσε όπως το νερό του ποταμού του Ηρακλείτου.
Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο που προσεγγίζουμε το «ποτάμι». Υπάρχουν εκείνοι που είναι μέσα στο ποτάμι και εκείνοι που μπαινοβγαίνουν, πιστεύοντας ότι μπαίνουν πάντα στο ίδιο ποτάμι. Ο φετινός, «γερμανικός», τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ, που έχει ήδη αρχίσει να δημιουργεί μία μόδα (το γερμανικό ποδόσφαιρο), μπορεί να κρύβει την απάντηση για το sex symbol που θα αντικαταστήσει την Μπάρτσα. Μπάγερν ή Ντόρτμουντ;
Οι αντιθέσεις του μάρκετινγκ
Στο ποδοσφαιρικό μάρκετινγκ μεγάλη σημασία έχουν τα αντιθετικά ζεύγη. Αν κάποιος παρακολουθήσει τα περισσότερα πρωταθλήματα, θα δει ότι καθορίζονται από ένα τουλάχιστον ζεύγος διεκδικητών, που έχουν διαφορές και πολλά στοιχεία αντιπαλότητας. Είτε ιστορικά είτε αγωνιστικά. Τι είναι το σκωτσέζικο πρωτάθλημα χωρίς την αντιπαλότητα Σέλτικ - Ρέιντζερς, το ισπανικό χωρίς την αντιπαλότητα Ρεάλ - Μπάρτσα, στην Ιταλία χωρίς το ζεύγος Γιουβέντους - Μίλαν και πάει λέγοντας.
Στη Γερμανία, ιστορικά, από τη δημιουργία της Μπουντεσλίγκα και μετά, η Μπάγερν είναι ο ισχυρότερος εκπρόσωπος του ποδοσφαίρου και κατά καιρούς ζευγαρώνει την αντιπαλότητά της με τη δύναμη που έρχεται στο προσκήνιο την κάθε φορά. Είτε αυτή η δυναμη λέγεται Γκλάντμπαχ, είτε Αμβούργο, είτε -τελευταία- Ντόρτμουντ.
Στις αντιπαλότητες μεγάλη σημασία έχουν τα χαρακτηριστικά που δημιουργούν αντίθεση, την οποία έχει ανάγκη το μάρκετινγκ. Στο ζεύγος Σέλτικ - Ρέιντζερς τα χαρακτηριστικά της αντίθεσης είναι θρησκευτικά. Στο ζεύγος Ρεάλ - Μπάρτσα τα χαρακτηριστικά είναι πολιτικά. Στο ζεύγος Μπάγερν - Ντόρτμουντ φαίνεται πως τα χαρακτηριστικά είναι οικονομικά πρωτίστως και πολιτικά δευτερευόντως. Η Μπάγερν στη Γερμανία με έδρα την ισχυρότατη Βαυαρία, συχνά περιπαικτικά, αποκαλείται «Hollywood F.C.», εξαιτίας της μεγάλης της οικονομικής δύναμης που της έδινε τη δυνατότητα να μαζεύει όλα τα «αστέρια» του γερμανικού ποδοσφαίρου. Η Ντόρτμουντ, ομάδα που παραλίγο να χρεοκοπήσει αλλά σώθηκε στο παραπέντε -και με δανειακή βοήθεια από την Μπάγερν- έρχεται από μια «εργατική» περιοχή, την κοιλάδα του Ρουρ, και αυτές οι αντιθέσεις είναι ό,τι πρέπει για το μάρκετινγκ που στοχεύει -πρωτίστως- στο εκτός Γερμανίας κοινό.
Ο ανατρεπτικός οικονομολόγος
O Χα Τζουν Τσανγκ μοιάζει να τραβάει το χαλί πάνω στο οποίο πατάει. Ενας οικονομολόγος, που υποστηρίζει ότι η οικονομία δεν είναι επιστήμη με την κλασική έννοια του όρου και με θέσεις από το Κέιμπριτζ μέχρι την Παγκόσμια Τράπεζα, δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρων τύπος. Στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Αλήθειες που δεν μας λένε για τον Καπιταλισμό» (Εκδόσεις Καστανιώτη) καταρρίπτει 23 μύθους του νεοφιλελευθερισμού, όπως η ελεύθερη αγορά η οποία δεν υπάρχει. Και αυτό συμβαίνει διότι υπάρχουν κυβερνητικές παρεμβάσεις που είτε δεν καταλαβαίνουμε είτε αποδεχόμαστε τις κοινωνικές και ηθικές αρχές που τις διέπουν. Ο Τσανγκ φέρνει σαν παράδειγμα την παιδική εργασία που ήταν πολύ διαδεδομένη τον 19ο αιώνα και όταν κάποιοι αντιδρούσαν κατηγορήθηκαν ότι σαμποτάρονται οι βάσεις της ελεύθερης οικονομίας.
ΠΗΓΗ: Sportday