Το «να τον δω», ήταν και η μόνη ρεαλιστική απαίτηση που μπορούσε να έχει κάποιος από την επίσκεψη του Τζόρνταν στις Σπέτσες και την Ελλάδα.

Διάβαζα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί την επίσκεψη του Τζόρνταν, ζητώντας του να μιλήσει για την επίσκεψή του διαφημίζοντας τη χώρα, θέση που άκουσα και από άλλους και καλό θα ήταν να γίνει. Για να γίνει όμως, νομίζω ότι το Υπουργείο Τουρισμού θα έπρεπε να πάρει πρώτα την άδεια της τρόικας για το έξοδο. Στην επίσκεψή του στις Σπέτσες ο Μάικλ Τζόρνταν συνοδευόταν από τους άνδρες της προσωπικής του ασφαλείας που απομάκρυναν όποιον τον «ενοχλούσε». Ενόχληση σήμαινε ακόμα και ένα αυτόγραφο, που όπως ανέφερε χθεσινό ρεπορτάζ του «Πρώτου Θέματος» το αρνήθηκε ακόμα και σε παιδιά ή θαυμαστές του που του ζήτησαν να υπογράψει το βιβλίο του. «I am on vacations» (είμαι σε διακοπές) είπε σε όποιον τον πλησίασε, οι σεκιουριτάδες του απαγόρευαν μέχρι και τις φωτογραφίες και στο εστιατόριο που έφαγε ζήτησε να του βάλουν κουρτίνα για να μην τον κοιτάζουν και ενοχλείται. Την επόμενη μέρα στην Υδρα, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, η διάθεσή του βελτιώθηκε και οι σεκιουριτάδες του άφηναν τον κόσμο να τον φωτογραφίζει χωρίς όμως να τον σταματάει για να του μιλήσει και να τον ενοχλεί. Ελπίζω ότι ήπιε τον καφέ του στον «Ισαλο» και ο Γιώργος όχι μόνο τον φωτογράφισε, αλλά κράτησε και την κούπα του καφέ για talisman να θυμάται την μέρα που ο Τζόρνταν πάτησε στο νησί.

 

Όσο για τον Τζόρνταν, αμφιβάλλω αν ενδιαφερόταν σε ποια χώρα βρισκόταν. Εκανε τον μήνα του μέλιτος του δευτέρου γάμου του, μπήκε σε ένα σκάφος, ζήτησε να τον πάνε σε κάποια ήσυχα νησιά, τον πήγαν και ή στα νησιά του Σολομώντα τον είχαν πάει ή στην Ελλάδα που έχει κρίση το ίδιο πρέπει να ήταν για τον ίδιο. Αν χρειαστεί, θα κάνει κάποια δήλωση «It is a beautiful country» και θα μας ξανάρθει αν -χτύπα ξύλο- κάνει τρίτο γάμο.

 

Καμιά δηλαδή σχέση με τον Χαβιέ Μπαρδέμ, που κάθισε και έμαθε να λέει τη φράση με τις παστίλιες πόνου στα ελληνικά, αφού η πράξη του ήταν πολιτική. Και ειλικρινής. Οπως ειλικρινής ήταν και η φράση της Δημουλά που γράφτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ότι από τους μετανάστες στην Κυψέλη δεν υπάρχει παγκάκι ελεύθερο και ότι φοβάται μήπως της κλέψουν το σπίτι. Αμφότερα ήταν πραγματικά, υποθέτω ενοχλητικά αν μένεις στην περιοχή και σχετικά με το αντικείμενο μια συζήτησης, αφού ελέχθησαν στην διάρκεια εκδήλωσης των Atenistas. Οι παρατηρήσεις θα ήταν ρατσιστικές αν για παράδειγμα η Δημουλά έλεγε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν παγκάκια για Ελληνες και για ξένους, θα ήταν ανώδυνες αν έλεγε ότι ο Δήμος Αθηναίων πρέπει να βάλει περισσότερα παγκάκια και θα ήταν ασήμαντες αν δημοσιευόντουσαν σε μέρα που είχε ειδήσεις. Χθες όμως που η μεγαλύτερη πολιτική είδηση ήταν «η μαζική επιστροφή των Αθηναίων στο κλεινόν άστυ», η φράση της Δημουλά έπαιξε όσο δεν παίρνει.

 

Στο τέλος το... ταμείο

Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για να καταλάβει κάποιος γιατί ο Γκάλης ήταν μοναδικός από το να τον συγκρίνει με τη Βούλα Πατουλίδου. Με το που κέρδισε το Ολυμπιακό μετάλλιο η Πατουλίδου ασχολήθηκε με το να διατηρήσει την επιτυχία. Οχι με την προπόνηση και με άλλες διακρίσεις, αλλά σταματώντας τα εμπόδια και ασχολούμενη με τον στίβο. Για τα επόμενα 12 χρόνια η Πατουλίδου θα «ζούσε» από την κούρσα στη Βαρκελώνη, προετοιμαζόμενη, τραυματιζόμενη, επανακάμπτουσα και ό,τι άλλο χρειαζόταν για να την κρατήσει στα κλιμάκια των πρωταθλητών μέχρι και τους Ολυμπιακούς του 2004, όταν έτρεξε στην σκυταλοδρομία 4Χ100.

Οταν με «τον Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά» ο Νίκος Γκάλης κέρδισε το Ευρωπαϊκό δεν σκέφτηκε να ασχοληθεί με το γκολφ, το ποδόσφαιρο ή ό,τι άλλο. Πήρε -είμαι βέβαιος μέχρι δεκάρας- αυτά που του αναλογούσαν και συνέχισε να παίζει μπάσκετ γνωρίζοντας ότι ο πρωταθλητής κάνει ταμείο όταν τελειώνει και μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του κριτήριο είναι η νίκη στο επόμενο παιχνίδι. Αντίθετα, στο ποδόσφαιρο μετά το Euro του 2004 όποτε η Εθνική έχανε ματς, η πρώτη δήλωση που γινόταν ήταν «δεν έχουμε να αποδείξουμε τίποτα». Ο Γκάλης είχε να αποδείξει ότι τα λεφτά που πλήρωνε ο κάθε θεατής δεν θα πήγαιναν χαμένα.

Η δήλωση που έκανε ο Γκάλης στη Nova και στον Φίλιππο Συρίγο: «Τι να δει ο κόσμος πια από μένα; Τι να παίξω και γιατί; Ημουν έτοιμος για επαγγελματικό και όχι φιλικό (γέλια). Ηθελα ο κόσμος να με θυμάται όπως ήμουν. Δεν μου έρχεται να παίξω. Θα με δει ο κόσμος. Υπάρχουν και τα βίντεο για να με βλέπουν. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και δεν νικιέται», δείχνει τον επαγγελματισμό και τον εγωισμό του. Γιατί ο κόσμος να πληρώσει good money για να δει μερικούς 50άρηδες να παίζουν μπάσκετ; Η απάντηση είναι ότι όπως οι παλιοί στρατιώτες και οι μεγάλοι αθλητές ξεθωριάζουν, αλλά δεν σβήνουν.

Πηγή: SportDay