Τον καθ' όλα άξιο και ευπρόσδεκτο Αντρέα Τρινκιέρι. Εκτός απροόπτου, το επίσημο ντεμπούτο του θα συνοδευτεί από θετικό πρόσημο, αφού αντίπαλος στην πρεμιέρα θα είναι η μικρομεσαία Σουηδία.

Τη δεύτερη μέρα, όμως, το πρόγραμμα στο Κόπερ έχει ντέρμπι: Ελλάδα - Ρωσία. Γαία πυρί μειχθήτω. Στον απέναντι πάγκο, τα Ρωσάκια διεθνείς θα ακούνε τις οδηγίες του προπονητή τους με τη μεσολάβηση μεταφραστή. Ο νέος προπονητής της εθνικής Ρωσίας είναι Ελληνας και ονομάζεται Φώτης Κατσικάρης.

Πως το κατάφερε αυτό το oξύμωρο η χώρα που χτυπάει εδώ και χρόνια το ντέφι του ευρωπαϊκού μπάσκετ;

Το υψηλό κασέ του Κατσικάρη προσφέρει ένα εύκολο άλλοθι στους ανθρώπους που κρατούν το μαχαίρι και το καρπούζι: «Δεν ήμασταν σε θέση να συναγωνιστούμε την προσφορά των Ρώσων». Αλήθεια, αλλά μισή αλήθεια. Η άλλη μισή κρύβεται κάπου ανάμεσα στην ξενομανία που δέρνει τον Νεοέλληνα και στη μεταχείριση που επιφυλάχτηκε στον Ελληνα προκάτοχο του Τρινκιέρι, όχι μόνο από Τύπο και κοινό, αλλά και από την ίδια την «αυλή» της Ομοσπονδίας.

Ο Ηλίας Ζούρος πλήρωσε λάθη και αστοχίες δικές του, αλλά και πολλών άλλων παροικούντων την Ιερουσαλήμ -και δεν εννοώ τον Βασιλακόπουλο. Ποιος κορυφαίος Ελληνας προπονητής θα δεχόταν να εργαστεί με αμοιβή πληβείου και μέσα σε κλίμα φρενοκομείου; Πάντως όχι ο Κατσικάρης. Την Ελλάδα της παρακμής, της αυτοκαταστροφής και των γελωτοποιών ο Φώτης την άφησε πίσω του, ίσως αμετάκλητα. 

Ένα από τα πιο συνηθισμένα κλισέ στις συνεντεύξεις του Γ. Βασιλακόπουλου έχει να κάνει με την «ελληνική σχολή» που κάνει θραύση στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Δεν έχει άδικο ούτε όμως υποστηρίζει τις πεποιθήσεις του με πράξεις. Τι σχέση είχε με την ελληνική σχολή ο Καζλάουσκας; Πώς εξηγείται το «όχι» στους Ελληνες προπονητές όποτε η Εθνική μας μένει ακέφαλη; Δεν νομίζω ότι ο Ζούρος ήταν πρώτη ή δεύτερη επιλογή.

Ο Τρινκιέρι πρεσβεύει ένα μοντέλο που μοιάζει με το ελληνικό, αλλά δεν είναι Ελληνας ούτε μιλάει την ίδια γλώσσα με τους παίκτες που θα έχει στη δούλεψή του. Τα έφερε έτσι η μοίρα, ώστε να συμπέσει η άφιξή του με το γκρέμισμα του τελευταίου προπυργίου.

Ο Γιώργος Μπαρτζώκας απέδειξε, περίτρανα, ότι δεν είναι απαραίτητος ένας -ιτς για να κατακτηθεί η ευρωπαϊκή κορυφή. Με τον θρίαμβο του Λονδίνου, ο τεχνικός του Ολυμπιακού δικαίωσε τη δουλειά, τον ιδρώτα και την κληρονομιά του Γιαννάκη, του Ιωαννίδη, του Κιουμουρτζόγλου, του Πολίτη, ακόμα και του Πεδουλάκη: προπονητών που έφτασαν μία ή δύο ή τρεις νίκες μακριά από το ευρωπαϊκό σκήπτρο.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης χάραξε τον δρόμο με τα θαύματα της Εθνικής τη χρυσή διετία 2005-06. Ο Μπαρτζώκας τον περπάτησε με επιδεξιότητα, σιγουριά και σύγχρονο βλέμμα, σε πείσμα όσων -άσχετων- νόμιζαν ότι ο Ολυμπιακός ανέθεσε την ομάδα του στον «μίστερ Μπιν».

Πηγή: Sportday