Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ελλήνων, των ανθρώπων που ενθουσιάζονται με το παραμικρό και απογοητεύονται στο ...φτερό, να αναζητούν αδιακρίτως εξιλαστήρια θύματα και υπευθύνους σε κάθε περίπτωση που συμβαίνει κάτι μη αρεστό.

Αυτή η πρακτική των βιαστικών συναισθημάτων, τις περισσότερες φορές, δεν οδηγεί πουθενά. Η συζήτηση ξεσηκώνεται από την απόφαση του Κώστα Κουφού να μην αγωνιστεί με την Εθνική ομάδα στο Ευρωμπάσκετ της Σλοβενίας. Για δεύτερη συνεχόμενη φορά μετά την περσινή πρωτοβουλία του να υποβληθεί σε επέμβαση στερώντας ένα πολύ σημαντικό όπλο από τον Ηλία Ζούρο στη μάχη του Προολυμπιακού τουρνουά.

Ο αφορισμός και η καταδίκη είναι ο πιο εύκολος δρόμος κι ακόμα πιο απλός είναι αυτός που οδηγεί στην αναζήτηση των άλλοθι και των δικαιολογιών για το... "παιδί που είναι έτοιμος να υπογράψει το πιο μεγάλο συμβόλαιό του στο ΝΒΑ", για το... "παλικάρι που είναι δέσμιος των Νάγκετς επειδή του είπαν ότι πρέπει να δυναμώσει τα πόδια του", για τον άνθρωπο που είναι ... "Κρίμα να δεχθεί κριτική καθώς θέλει τόσο πολύ να έρθει στην Εθνική, αλλά είναι πάνω από τις δυνάμεις του".

Ολα αυτά είναι πραγματικά γεγονότα και ισχυρά άλλοθι για την επιλογή του Κουφού. Οπως επίσης είναι αλήθεια ότι ο συγκεκριμένος ομογενής (καλό είναι να παραδεχθούμε ότι) στο ελληνικό μπάσκετ και την εθνική ομάδα δεν χρωστάει απολύτως τίποτα. Και το ελληνικό μπάσκετ δεν του χρωστάει το παραμικρό. Υπ'αυτή την έννοια κι από τη στιγμή που ο μοναδικός πραγματικός δεσμός του με την Ελλάδα είναι η μητέρα του, συναισθηματικά links δεν υπάρχουν πουθενά. Ο Κουφός πράττει αυτό που ορίζει το επαγγελματικό συμφέρον του, η τσέπη και η καριέρα του. Δίχως επιπλέον σκέψεις. Για τον Κουφό η τιμή της συμμετοχής στην Εθνική ομάδα δεν υπάρχει, όπως συμβαίνει με τον Σπανούλη, τον Ζήση, τον Φώτση και όλους τους άλλους διεθνείς, που αφιερώνουν εδώ και χρόνια κάθε ξεχωριστό καλοκαίρι στην εθνική ομάδα.

Διαβάστε το υπόλοιπο σχόλιο στο gazzetta.gr