Καθαρά ποδοσφαιρική κουβέντα θα επιχειρήσουμε να κάνουμε σήμερα.
Με αφορμή το ότι συνήθως τέτοια εποχή οι ομάδες φτιάχνονται και αυτές οι κουβέντες δίνουν και παίρνουν.

Το πρόβλημα λοιπόν εδώ με το ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι ότι δεν έχει πρακτικά ένα δικό του στιλ ποδοσφαίρου, μια… εθνική σχολή αν προτιμάτε με τα δικά της χαρακτηριστικά και ιδιομορφίες, προσαρμοσμένα στα αντίστοιχα δεδομένα.

Αν κάποια στιγμή δημιουργήθηκε τέτοια… εκ του αποτελέσματος, αυτό ήταν η ποδοσφαιρική καρικατούρα της Εθνικής του EURO στην Πορτογαλία, η οποία ναι μεν έφερε ευρωπαϊκό, αλλά από πλευράς τακτικής και φιλοσοφίας, πήγε το ποδόσφαιρό μας πολλά χρόνια πίσω.

Κι όσο παρέμενε αυτό το «είδος ομάδας και ποδοσφαίρου» καλά «προστατευμένο» και σε πλήρη ασυλία από όλο το ποδοσφαιρικό κύκλωμα στην Ελλάδα, τόσο και περισσότερο μη αναστρέψιμο ήταν το πράγμα στην συνέχεια.

Δεν έχουμε λοιπόν δικά μας χαρακτηριστικά σαν ελληνικό ποδόσφαιρο. Για την ακρίβεια δεν έχουμε καν «ελληνικό ποδόσφαιρο» με την έννοια της γενικότερης κουλτούρας του αθλήματος, αλλά τέλος πάντων μην πάμε σ’ αυτό τώρα γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ.

Αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης λοιπόν, είναι και το ότι δεν έχουμε παραγωγή ελλήνων παικτών, με σύγχρονα χαρακτηριστικά ποδοσφαιριστή σε συγκεκριμένες θέσεις.

Ποιες θέσεις συγκεκριμένα;
Μα ακριβώς αυτές που θεωρούνται οι πιο νευραλγικές στο σύγχρονο ποδόσφαιρο και συγκεκριμένα στα συστήματα που προσπαθούμε να παίξουμε… εκ μεταφοράς και αντιγραφής και στην Ελλάδα.

Μια προσεκτική ματιά, θα δείξει πως αν κάτι παράγουμε είναι μόνο στόπερ, και άντε στην καλύτερη κανά καλό τερματοφύλακα ή κεντρικό φορ και που και που κανά καλό πλάγιο μπακ.

Δεν βγαίνουν δηλαδή σχεδόν καθόλου κεντρικά χαφ, μεσοεπιθετικοί και ακραίοι.
Κι όμως.

Γιατί;
Μα γιατί καμιά ελληνική ομάδα και καμιά ακαδημία ελληνικής ομάδας, ή ομάδες μικρότερων κατηγοριών, δεν παίζουν με τρόπο που να ευνοούν την ανάπτυξη και παραγωγή ποδοσφαιριστών με σύγχρονα χαρακτηριστικά σ’ αυτές τις θέσεις.
Κι όμως.

Παρ’ όλα αυτά, όλες σχεδόν οι ελληνικές ομάδες, προσπαθούν ή λένε ότι παίζουν 4-3-3. Και πραγματικά έτσι είναι.
Αλλά μόνο ως προς τον… σχηματισμό.

Ως προς την εικόνα δηλαδή που έχει συνήθως το πινακάκι στην τηλεόραση πριν την έναρξη του παιχνιδιού.

Ως προς την ουσία καμιά ελληνική ομάδα δεν μπορεί να παίξει αυτό το σύστημα αν δεν εξοπλίσει τις τρεις θέσεις στο κέντρο και τις δύο πλαϊνές τουλάχιστον μπροστά με ξένους ποδοσφαιριστές που έχουν ήδη στο πετσί τους σαν νοοτροπία και τακτική το πώς παίζεται το συγκεκριμένο σύστημα.

Λέμε για παράδειγμα όλοι εδώ πέρα, πως στο 4-3-3 η ομάδα παίζει με… ένα αμυντικό χαφ.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη σαχλαμάρα ποδοσφαιρικά απ’ αυτό μέσα στο χορτάρι όμως και όχι θεωρητικά.

Τα τρία χαφ ακόμα και οι πλαϊνοί μπροστά στις ξένες ομάδες που παίζουν σωστά αυτό το σύστημα, είναι ΟΛΑ σε θέση να παίξουν ΤΟΝ ΙΔΙΟ σχεδόν ρόλο στην διάρκεια του αγώνα.

Γιατί ακριβώς το 4-3-3 είναι το πιο… μεταβλητό σύστημα στο ποδόσφαιρο, ανάλογα με την εξέλιξη και τις ανάγκες του παιχνιδιού. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει επικρατήσει στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ποδοσφαιρικής πραγματικότητας.

Γιατί μπορεί να γίνεται ταυτόχρονα 4-5-1 ή 4-4-2 ή 4-2-3-1 ή 4-1-3-2 με τρομακτική ταχύτητα εναλλαγής πολλές φορές ακόμα και πάνω στην εξέλιξη της ίδιας φάσης.

Δεν υπάρχει λοιπόν 4-3-3 με ένα αμυντικό χαφ και δύο δημιουργικά στο πλάι του όπως έχουμε συνηθίσει να το λέμε και να το ζητάμε εδώ στην Ελλάδα. Αυτό ακόμα και αν σταθεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ποτέ δεν μπορεί να ανεβάσει τα στάνταρ και την ανταγωνιστικότητα των ομάδων μας, όταν επιχειρήσουν να προσπαθήσουν σε ένα ψηλότερο σκαλί ποδοσφαιρικών απαιτήσεων.

Αντίθετα, χρειάζονται τρία χαφ που ΚΑΙ τα τρία να μπορούν να παίζουν αυτό που κάποτε ονομάζαμε «6άρι» ή «8άρι» και να είναι ταυτόχρονα και αξιόπιστα σαν αμυντικά χαφ κατά περίσταση.

Χαφ δηλαδή που ταυτόχρονα να πατάνε με τις ίδιες αξιώσεις και ικανότητες και τις δύο περιοχές του γηπέδου και σε ανασταλτικό και σε δημιουργικό ή ακόμα και εκτελεστικό ορισμένες φορές ρόλο.

Όπως χρειάζεται επίσης, οι δύο «εξτρέμ» για να τους πω ανορθόδοξα, να μπορούν ΚΑΙ αυτοί να παίξουν αντίστοιχους ρόλους κατά την διάρκεια του παιχνιδιού.
Τέτοιους παίκτες λοιπόν, η Ελληνική αγορά δεν διαθέτει. Δεν το έχουμε σαν λογική, δεν το δουλεύουμε από μικροί και δεν το παράγουμε το σχετικό προϊόν.

Αποτέλεσμα να πρέπει αναγκαστικά οι ελληνικές ομάδες να έχουν δύο επιλογές.
Ή να προσαρμόσουν τα συστήματα και την φιλοσοφία τους στο είδος των ποδοσφαιριστών που διαθέτουν ή είναι σε θέση να έχουν, ή να στραφούν αποκλειστικά στην ξένη αγορά προκειμένου να ανταποκριθούν στοιχειωδώς στην στελέχωση μιας ομάδας που θέλει να παίξει με τον τρόπο που παίζουν και… αλλού.

Κι επειδή το πρώτο θέλει και δουλειά και χρόνο και ικανότητες και γνώση και υποδομές, όλες σχεδόν οι ελληνικές ομάδες καταφεύγουν στην δεύτερη λύση, αναζητώντας στην ξένη αγορά παίκτες ειδικά σ’ αυτές τις θέσεις.

Πράγμα που επίσης όμως απαιτεί, εκτός από λεφτά και γνώση, ικανότητα και μάτι.