Kαι τώρα τι, ποιος, πού, πότε και γιατί; Οι ερωτήσεις μοιάζουν αφηρημένες, αλλά τηρουμένων των ελληνικών αναλογιών (της ήττας και του πιθανού αποκλεισμού), αλλά κυρίως των ελληνικών συνηθειών (μετά από δήθεν εθνικές και πάντοτε υπερμεγεθυνόμενες καταστροφές) καθίστανται πολύ συγκεκριμένες: τι απ' όλα φταίει, ποιος θα πληρώσει τη νύφη του πιθανού αποκλεισμού και όλων των παρελκομένων του, πού θα βρούμε επιτέλους τη λύτρωση, πότε θα ξανασηκωθούμε όρθιοι και γιατί αυτή η ομάδα έχασε (όχι το κοκαλάκι της νυχτερίδας) αλλά τη λεοντή της που ήταν καλύτερη κι από σιδερένια πανοπλία;

Ο Κλιντ Ιστγουντ είχε πει κάποτε όπως η γνώμη είναι σαν (κάτι άλλο που αισχύνομαι να το αναφέρω και γι' αυτό γράφω) τη μύτη: όλοι έχουν από μία! Τούτο ισχύει και στην προκειμένη περίπτωση, διότι προτού καν παίξει η Εθνική τον τελευταίο αγώνα της (σήμερα με την Κροατία) και προτού δοκιμαστεί η παλιά ιταλική υπερηφάνεια απέναντι στην Ισπανία, η επίσημη αγαπημένη έγινε επίσημη εκτεθειμένη, επίσημη ξενερωμένη, επίσημη ξεφτιλισμένη και δεν συμμαζεύεται!

Βεβαίως ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω! Ο νεόκοπος προπονητής που παρεμπιπτόντως είναι ο τέταρτος (μετά τον Γιαννάκη, τον Καζλάουσκας και τον Ζούρο) μέσα σε πέντε χρόνια θα χρεωθεί, ως είθισται, το μεγαλύτερο μέρος της (πιθανής) αποτυχίας και θα σηκώσει το άχθος της διάψευσης των μεγάλων προσδοκιών, που καλλιεργήθηκαν απ' όλους μας. Πριν από είκοσι μέρες, πάντως, ο ίδιος είχε πει ότι «το μετάλλιο δεν είναι στόχος, αλλά φιλοδοξία»...

Εν θερμώ μετά την κατραπακιά από τους Σλοβένους (έστω και με την αναπόδεικτη εικασία ότι «γαμώ το κέρατό μου, εάν το ματς είχε ακόμη ένα λεπτό, θα το παίρναμε»), οι κρίσεις και τα συμπεράσματα λειτουργούν μέσα από το συναισθηματικό πρίσμα και το βάρος του θυμικού. Ο ίδιος βεβαίως θα το ομολογήσει ή θα το διαψεύσει, αλλά εάν το πεπρωμένο μας γράφει ότι απόψε στη Λιουμπλιάνα θα ξαναζήσουμε «μια Ντιζόν του 1999, μια Αττάλεια του 2001, μια Κωνσταντινούπολη του 2010 και ένα Καράκας του 2012», νομίζω πως ο allenatore δεν θα «πεθάνει» με τις ιδέες του!

Τι εννοώ με αυτό; Οσοι τον γνωρίζουν από παλιά, μπορούν να τον ψυχολογήσουν και κυρίως να (συγ)κρίνουν το αγωνιστικό «modus operandi» του, εκτιμούν ότι ο Τρινκιέρι συμβιβάστηκε λιγότερο με πρόσωπα και περισσότερο με καταστάσεις που μοιάζουν παγιωμένες στον ελληνικό μπασκετικό μικρόκοσμο.

Το μπάσκετ που έπαιξε η Εθνική δεν είναι το δικό του, αλλά, διάβολε, ούτε το δικό μας. Αυτός ομνύει στο passing game κι εμείς πάλι όλες τις παρελθούσες επιτυχίες μας τις εξορύξαμε από την άμυνα. Από ένα σημείο και πέρα η αέναη κυκλοφορία της μπάλας πήγε περίπατο, μαζί με τις αποστάσεις και τα σωστά διαβάσματα των καταστάσεων στην αντίπαλη άμυνα, με αποτέλεσμα οι περισσότερες τελικές προσπάθειες να είναι ζορισμένες και τραβηγμένες από τα μαλλιά. Οσο για τα δικά μας «οπίσθια», αυτά ήταν πιο εκτεθειμένα κι από αυτά που με προθυμία επιδεικνύουν οι γκόμενες όταν κάνουν ηλιοθεραπεία στην πλαζ! Ειδικότερα προχθές το ριμπάουντ κατέστη είδος πολυτελείας, το transition ήταν παράδειγμα προς αποφυγήν και ο Ντράγκιτς πρώτα ξεψάρωσε και ύστερα ξεσάλωσε ακολουθώντας τα χνάρια των ανώδυνων Τέιλορ, Φερνάντεθ, Σβεντ και των επώδυνων Μπελινέλι και Κοπόνεν.

ΥΓ.: Οι αφηρημένες ερωτήσεις της αρχής (θα) έχουν συγκεκριμένες απαντήσεις, απλώς ας κάνουμε άλλη μια προσευχή, μπας και μας λυπηθεί σήμερα ο Θεός!

Πηγή: Goal