«Μεγάλο παιχνίδι με «γραμμή Μαζινό» έξω από την περιοχή του Σηφάκη;» θα πει κανείς. Ναι, μεγάλο παιχνίδι, γιατί η μαγκιά του καθενός είναι να μπορεί να αξιοποιεί στο έπακρο τα όπλα, που έχει, και στο τετ-α-τετ, να ρίχνει στο καναβάτσο ακόμη κι αντιπάλους με πολύ πιο βαρύ οπλισμό.

Τακτικά ήταν ένα τέλειο παιχνίδι κι η Εθνική μας έκανε απλά άψογα, αυτό που μπορεί να κάνει. Μην ξεχνάμε, ότι μιλάμε για μία ομάδα, που εκπροσωπεί ένα γελοίο πρωτάθλημα, με ανύπαρκτες υποδομές και περιορισμένη παραγωγή, που περιορίζεται στην καλύτερη περίπτωση, σε παίκτες – εργαλεία κι όχι πρωταγωνιστές, τουλάχιστο σε υψηλό επίπεδο. Ούτε ένας Έλληνας δεν παίζει σε ομάδα πρώτης ταχύτητας σε κάποιο από τα δυνατά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.

Μια ομάδα, που είναι μια πραγματική ομάδα, κι αυτό το βλέπεις μέσα στο γήπεδο, το βλέπεις ακόμα κι όταν πανηγυρίζουν, που έχει την τύχη να καθοδηγείται τα τελευταία δέκα χρόνια από δύο καταπληκτικούς προπονητές. Αυτούς, που ήξεραν με τι είχαν να κάνουν και το έκαναν όσο καλύτερα μπορούσαν.

Τον Ρεχάγκελ τον γελοιοποιήσαμε μετά το πρώτο του παιχνίδι (ένα 5-1 στο Ελσίνκι από τη Φινλανδία), τον είχαμε για σέντρα στα προκριματικά του Euro 2004 αν έχανε από την Ισπανία στη Σαραγόσα, τον ηρωοποιήσαμε το 2004 όταν έκανε έναν ποδοσφαιρικό νάνο, πρωταθλητή Ευρώπης, και τον ξεφτιλίσαμε αργότερα. Τον Σάντος, τον περίφημο «Καρπουζά από το Εστορίλ», όπως τον αποκαλούν αυτοί που νομίζουν ότι αν σφάξουν μια μπάλα, από μέσα θα είναι σαν καρπούζι, τον περιφρονήσαμε, στα προκριματικά, κι ας πήγε αήττητος και σβηστά στο Euro.

Το τι παπαριά ακούσαμε και διαβάσαμε μετά το παιχνίδι με την Τσεχία, από τους… ειδικούς, που τα ξέρουν όλα αφού τελειώσει το παιχνίδι, δεν περιγράφεται (αν πήγαινε μέσα η κεφαλιά του Τζαγκόεφ στο 83', τι θα ακούγαμε που έβγαλε τον Γκέκα και έβαλε τον Χολέμπας!).

Μετά το παιχνίδι με τη Ρωσία (στο οποίο θυμηθήκαμε τις παλιές καλές εποχές της Τούμπας, που πέρασαν και χάθηκαν, όταν ο ΠΑΟΚ άνοιγε το σκορ, κι όλοι στις κερκίδες σταύρωναν τα πόδια, άναβαν τσιγάρο κι έλεγαν «άντε λήξτο να φύγουμε»), ο Σάντος έγινε ξαφνικά ο «μαέστρος» και ο «μέγας Έλληνας». Πάντα ήταν και το ένα, πάντα ήταν και το άλλο. Ο Σάντος, πάντα μιλούσε για την Ελλάδα, σαν να μιλάει για την πατρίδα του.

Είχαμε μιλήσει λίγες μέρες πριν την πρώτη συγκέντρωση της Εθνικής, ήταν αισιόδοξος. «Ο μίνιμουμ στόχος είναι να περάσουμε τους ομίλους και μετά βλέπουμε» έλεγε. Ήταν λίγο μπαρουτιασμένος επειδή τα πλέι οφ τράβηξαν μακριά και οι παίκτες ήταν ψόφιοι, αλλά πίστευε ότι «αν βάλουμε δύο - τρία πραγματάκια στο παιχνίδι μας στην προετοιμασία, στην Πολωνία θα πρέπει απλά να έχουμε συγκέντρωση για 90 λεπτά σε κάθε παιχνίδι και να βγάλουμε πάθος. Μ΄ αυτά τα δύο στοιχεία, θα καλύψουμε το χάντικαπ της ενέργειας, που λείπει από τους παίκτες». Όλα αυτά, τα είδαμε με τους Ρώσους.

Η Εθνική δεν έχει καλύτερους παίκτες από την Πολωνία και φυσικά κι από την Ρωσία, που αποκλείστηκαν, είναι όμως μια ομάδα, που έχει αυτογνωσία και ξέρει πως θα πετύχει. Γι΄ αυτό εδώ και οχτώ χρόνια, είναι παρούσα σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις, πλην του Μουντιάλ του 2006. Ο μόνος τρόπος να πετύχει, είναι αυτός, με τον οποίο παίζει και η πραγματικότητα, είναι ότι έχει ήδη πετύχει πολύ περισσότερα πράγματα, απ΄ όσα αξίζει το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Γι΄ αυτό ακριβώς αξίζει κι ένα μεγάλο μπράβο σ΄ αυτούς τους παίκτες, που την εκπροσωπούν. Αυτούς, που όλοι τους έβριζαν μετά το παιχνίδι με τους Τσέχους. Αυτούς, που είχαν την ατυχία να παίζουν ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα είτε να φτάσουν αργά σε υψηλό επίπεδο, είτε να μην κάνουν καν την καριέρα, που θα άξιζε στο ταλέντο τους και να μην κερδίσουν και τα ανάλογα χρήματα.

Τους αξίζει ένα μπράβο, γιατί σε κάθε ραντεβού είναι εκεί, θυσιάζοντας κάθε δεύτερο καλοκαίρι τις διακοπές τους και την ξεκούρασή τους, μετά από μια σεζόν 50 αγώνων κι όταν μπαίνουν στο γήπεδο, δίνουν αυτό, που μπορούν. Άλλοτε τους κάθεται, άλλοτε όχι. Τους βλέπεις ότι δεν έχουν δυνάμεις, αλλά παλεύουν σα σκυλιά.

Και τους αξίζει κι ακόμη ένα μπράβο, γιατί είναι από τους λίγους, που εκπροσωπούν επάξια την χώρα και χαρίζουν στον Έλληνα ένα χαμόγελο, ειδικά σ΄ αυτές τις δύσκολες εποχές, που διαλύεται το σύμπαν και δεν έμεινε τίποτα όρθιο.

Και τους αξίζει κι ακόμη ένα μπράβο, γιατί ειδικά αυτή την εποχή, είναι ίσως οι μόνοι σ΄ αυτή τη χώρα, που αποδεικνύουν ότι υπάρχει ένας τρόπος να μην φας την καρπαζιά. Να μη σκύψεις το κεφάλι, να μη φοβηθείς και να τη ρίξεις πρώτος.

Πηγή: sentragoal.gr