Αλήθεια, ποιες οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές του Γερμανού με τον Πορτογάλο, έτσι όπως τους έχουμε ζήσει και τους δύο;
Κατ' αρχήν, το κοινό τους είναι η άμυνα. Αυτό είναι το βασικό τους στοιχείο. Και οι δυο προπονητές ξεκινάνε από τα μετόπισθεν και το μηδέν παθητικό. Ο Ρεχάγκελ ήταν μανούλα σ’ αυτό και κατάφερε να φτιάξει άμυνα μπετόν το 2004. Και ο Σάντος, όμως, στηρίχθηκε εκεί. Ειδικά στο παιχνίδι με τους Ρώσους, που θύμισε 2004 σε αλληλοκάλυψη από την μέση και πίσω. Η αμυντική λειτουργία και η ομοιογένεια, λοιπόν, είναι το ζητούμενο και από τον Ρεχάγκελ και από τον Σάντος.
Μια διαφορά είναι ότι ο Σάντος με μικρότερους ή ίσους με εμάς αντιπάλους προσπαθεί να κάνει κατοχή μπάλας, σε αντίθεση με τον Ρεχάγκελ που ζητούσε περισσότερο αντεπιθέσεις. Ο Πορτογάλος ακόμα και με την Πολωνία στην πρεμιέρα μπόρεσε να κάνει κυριαρχικό παιχνίδι κατά διαστήματα στο β’ μέρος, κι ας παίζαμε με 10. Το ίδιο και με την Τσεχία στην επανάληψη, αν κι εκεί δεν βρέθηκαν λύσης δημιουργικές. Γενικά, πάντως, ο Σάντος θέλει περισσότερη κατοχή μπάλας κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται. Θα ήταν, βέβαια, ευκολότερο το έργο του αν είχε και δυο, τρείς παίκτες που μεγαλύτερη ικανότητα στην δημιουργία.
Επίσης, ο Πορτογάλος δίνει περισσότερο χρόνο στην ανάλυση του επόμενου αγώνα με τους παίκτες του, αλλά βλέπει και σαφώς πιο πολλά ματς ελληνικού πρωταθλήματος, συγκριτικά με τον Ρεχάγκελ που έμενε μεγαλύτερο διάστημα στην χώρα του. Από την άλλη πλευρά ο Γερμανός έριχνε κι αυτός βάρος στην ψυχολογία των ποδοσφαιριστών του για να τους ανεβάζει το ηθικό.
Γενικά, είναι αρκετές οι ομοιότητες και λιγότερες οι διαφορές, αν και η ποδοσφαιρική φιλοσοφία των δυο προπονητών δεν θα λέγαμε ότι είναι ίδια. Απ' αυτή την άποψη η επιλογή της ΕΠΟ στο πρόσωπο του Σάντος αποδεικνύεται μια χαρά, αφού με τον Πορτογάλο ναι μεν γίνεται μια προσπάθεια να δώσει την ταυτότητά του ο νέος τεχνικός, αλλά υπάρχει μια συνέχεια για την Εθνική από την εποχή Ρεχάγκελ.