Επιστροφή στην 1η Ιουλίου 1916, στην απαρχή μιας από τις πιο ολέθριες μάχες στην ιστορία της ανθρωπότητας...
Χαραυγή Σαββάτου, 1η Ιουλίου 1916, στη Βόρεια Γαλλία, κοντά στον ποταμό Σομ. Οι στρατιώτες της νεοσυσταθείσας 4ης Βρετανικής Στρατιάς λαμβάνουν τη διαταγή να ετοιμαστούν για την επίθεση εναντίον των γερμανικών χαρακωμάτων.
Λίγοι υποψιάζονται ότι η μάχη που θα ακολουθήσει έμελλε να μείνει στην Ιστορία (κι όχι μόνο αυτή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου), ως διαχρονικό σημείο αναφοράς, κυρίως για μια θλιβερή ιδιότητά της: Θα εξελιχθεί σε πραγματικό σφαγείο, αλλά τα στρατηγικά κέρδη και οι ζημιές των δυο πλευρών θα αποδειχθούν παράμετροι τόσο... σχετικές, ώστε οι ιστορικοί θα σπαζοκεφαλιάζουν στο διηνεκές προσπαθώντας να τις αξιολογήσουν επακριβώς.
'Ολα έτοιμα, λοιπόν...
Πίσω, στο καλοκαιρινό πρωινό της 1ης Ιουλίου 1916, στο Σομ. Στις 6.25 τα αγγλικά κανόνια αρχίζουν πάλι να σφυροκοπούν τις γερμανικές θέσεις. Είναι ο επίλογος ενός ανηλεούς βομβαρδισμού, που είχε αρχίσει στις 25 Ιουνίου.
Οι άγγλοι επιτελείς πιστεύουν ότι έπειτα από τέτοιο σφυροκόπημα η ικανότητα των Γερμανών να αντισταθούν έχει σχεδόν εκμηδενιστεί. Από την τρίτη ημέρα του σφοδρού βομβαρδισμού, άλλωστε, οι βρετανοί αεροπόροι ανέφεραν πλήρη καταστροφή των γερμανικών χαρακωμάτων.
Για να επιτείνουν τη σύγχυση του εχθρού και να τσακίσουν εντελώς το ηθικό του, οι άγγλοι επιτελείς έχουν ετοιμάσει κάτι ακόμη...
Οι Άγγλοι έχουν σκάψει και γεμίσει με εκρηκτικά δέκα υπόγειες σήραγγες κάτω από την πρώτη γραμμή, σε διάφορα σημεία. Πυροδοτούν την πρώτη στις 7.20. Τις υπόλοιπες, οκτώ λεπτά αργότερα. Τώρα όλα είναι έτοιμα για την επίθεση του πεζικού.
Οι άγγλοι στρατιώτες νομίζουν ότι θα προελάσουν ανάμεσα σε σχεδόν άδειες θέσεις και πτώματα εχθρών. Θύματα της πλάνης των ανωτέρων τους, δεν γνωρίζουν ότι οι Γερμανοί άντεξαν τον καταιγισμό οβίδων, χάρη στα βαθιά, άρτια ορύγματά τους. Έχουν ήδη βγει από αυτά, έχουν ήδη στήσει τα φοβερά πολυβόλα «Μαξίμ», αυτά τα όπλα των 7,92 mm που «ξερνούν» μέχρι και 450 φυσίγγια το λεπτό.
Λες και έψαχνε κάποιον αόρατο σέντερ –φορ...
Στις 7.30 ακούγονται οι σφυρίχτρες των άγγλων αξιωματικών και 66.000 άνδρες αρχίζουν να βαδίζουν προς τη Νεκρή Ζώνη. Τότε, μένουν ... με ανοικτό το στόμα όσοι από τους επιτιθέμενους έχουν οπτική επαφή με το σημείο, στο οποίο κινούνται οι μαχητές που απαρτίζουν το 8ο Τάγμα του Συντάγματος του Ανατολικού Σάρεϊ...
Η σκηνή φαντάζει απίστευτη: Ένας λοχαγός κινείται εναντίον των γερμανικών θέσεων, που απέχουν 250- 300 μέτρα, κλοτσώντας μια μπάλα ποδοσφαίρου, σαν «μπουκαδόρος» παίκτης.
Κάποια στιγμή, ο λοχαγός «δίνει ύψος» στην μπάλα, κατευθύνοντάς την με εντυπωσιακή μαεστρία προς τους ταμπουρωμένους εχθρούς, σαν παίκτης του κέντρου που επιχειρεί να βγάλει σε θέση βολής έναν... αόρατο σέντερ - φορ!
Το αλλόκοτο σκηνικό, όμως, διαθέτει τρεις ακόμη μπάλες... Τις προωθούν συμμαχητές του λοχαγού. Τέσσερις μπάλες, μία για κάθε ουλαμό που ήθελε να ρίξει στη μάχη με τέτοιο... ποδοσφαιρικό τρόπο, ο λοχαγός.
Πρόκειται για τον Γουίλφρεντ Νέβιλ. Έναν αθλητικό νεαρό, ο οποίος προτού βρεθεί στα πολεμικά μέτωπα έπαιζε χόκεϊ στην ομάδα του Κολεγίου του Κέιμπριτζ, έχοντας εξοικειωθεί ήδη και με το κρίκετ, το ράγμπι, το τρέξιμο.
Η όλη σκηνή διαρκεί ελάχιστα λεπτά, αλλά θα αποδειχθούν αρκετά για να γράψουν μια σελίδα στο βιβλίο της πολεμικής – ποδοσφαιρικής βρετανικής (κι όχι μόνο) σημειολογίας. Οι τέσσερις μπάλες χάνονται μέσα σε μια κόλαση πυρός – «πρωταγωνιστούν» πλέον σφαίρες.
Η χειρότερη ημέρα στην ιστορία του βρετανικού στρατού
Οι Άγγλοι διαπιστώνουν με τρόπο οδυνηρό πόσο λανθασμένες ήταν οι εκτιμήσεις περί εξουδετερωμένου –από τις οβίδες – εχθρού. Όταν πέφτει το σκοτάδι, ο σερ Χένρι Ρόουλινσον, διοικητής της 4ης Βρετανικής Στρατιάς, συντάσσει ένα πρώτο απολογισμό- κατ' ουσία υπολογισμό- των απωλειών, βασιζόμενος σε αντιφατικές αναφορές που έχουν δοθεί με διακεκομμένες επικοινωνίες.
Υπολογίζει σε 16.000 τις βρετανικές απώλειες, νεκρούς και τραυματίες, αλλά η αλήθεια θα αποδειχθεί κατά πολύ τραγικότερη- κυριολεκτικά ασύλληπτη: Κατά την 1η Ιουλίου 1916, πρώτη ημέρα της μάχης του Σομ, σκοτώθηκαν 19.240 Άγγλοι και τραυματίστηκαν 38.230! Έτσι, η 1η Ιουλίου 1916 γίνεται η χειρότερη ημέρα στην ιστορία του βρετανικού στρατού.
Ένας από τους νεκρούς της 1ης Ιουλίου 1916 είναι και ο «μπαλαδόρος» λογαχός Νέβιλ Σκοτώθηκε πολύ κοντά στις γερμανικές θέσεις. Σε δυο εβδομάδες θα γινόταν 22 χρονών.
Δυσκολεύεται να χωρέσει ο ανθρώπινος νους αυτό που συνέβη στο Σομ, την πρώτη ημέρα της μάχης: Σε αυτήν ρίχτηκαν το πρωί 66.000 άγγλοι στρατιώτες, έφθασαν τους 100.000 (129 τάγματα) μέχρι το μεσημέρι και εξ αυτών σωματικά αλώβητο έμεινε μόνο το 43%!
Ενθουσιασμός, ξόρκισμα του φόβου ή υποτίμηση του εχθρού;
Κάπως καλύτερα τα πήγαν – αναλογικά- οι ποδοσφαιρικές μπάλες... Έμειναν άθικτες οι μισές- δηλαδή δυο. Βρέθηκαν στις 2 Ιουλίου στο αιματοβαμμένο πεδίο της μάχης. Αμφότερες εστάλησαν πίσω στην Αγγλία.
Σήμερα οι δυο μπάλες του Σομ εκτίθενται σε ισάριθμα αγγλικά μουσεία, η μία στο Σάρεϊ, η άλλη στο Ντόβερ Καστλ. Πάνω στη δεύτερη είναι γραμμένη η στρατιωτική ένδειξη «6Β», δηλαδή «6th Platoon B Company».
Ποιήματα έχουν γραφεί, ομηρικές συζητήσεις έχουν γίνει για τα κίνητρα του Νέβιλ. Τι να επεδίωκε, άραγε, με αυτήν την ποδοσφαιρική «είσοδο» των ανδρών του στη μάχη;
Να προτάξει ένα σύμβολο «αγγλοπρέπειας», δοθείσης της μεγάλης αγάπης που έτρεφαν προς το ποδόσφαιρο οι Βρετανοί, οι οποίοι άλλωστε είχαν διαμορφώσει τους κανονισμούς του αθλήματος, σταδιακά, από το 1863;
Να προσφέρει στους άνδρες του ένα είδος αγχολυτικού, ικανού να μειώσει την αγωνία; Πριν από την επίθεση, όταν υπήρχε χρόνος, λίγο πρόχειρο ποδόσφαιρο ήταν ένας καλός τρόπος να «ξεχνιούνται» οι στρατιώτες.
Να ήταν άραγε απόπειρα καταπολέμησης του φόβου ή επιδεικτική – αυθεντική ή προσποιητή- περιφρόνησή του;
Μήπως ήταν και επίδειξη περιφρόνησης προς τους εχθρούς, που θα έβλεπαν ότι οι Άγγλοι εφορμούσαν εναντίον τους... κάνοντας σπορ;
Εάν πάντως ίσχυε αυτό, το τελευταίο, τότε μάλλον απέρρεε από τη γενική, λανθασμένη εντύπωση που κυριαρχούσε στο βρετανικό στρατόπεδο: Ότι θα συναντούσαν έναν εχθρό διαλυμένο από τον πενθήμερο καταιγισμό οβίδων.
Η κρεατομηχανή του Σομ δούλεψε μέχρι τη 19η Νοεμβρίου 1916. Οι νεκροί των συμμάχων – Άγγλων, Γάλλων, Αυστραλών, κλπ - έφθασαν αθροιστικά τους 146.431 άνδρες. Σκοτώθηκαν 164.055 γερμανοί στρατιώτες. Αν ληφθούν υπόψη και οι τραυματίες, τότε οι συνολικές απώλειες των δυο πλευρών υπερέβησαν το ένα εκατομμύριο άνδρες.
«Κάθε επίθεση, μια πρόσκληση σε καταστροφή»
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; «Καθαρή νίκη», σύμφωνα με την άποψη του αρχιστράτηγου των βρετανικών δυνάμεων στη Γαλλία, σερ Ντάγκλας Χέιγκ, που ήταν και ιθύνων νους στην επίθεση του Σομ.
Κατά την άποψη του Χέιγκ οι επιχείρηση των 4,5 μηνών στέφθηκε με επιτυχία, για δυο λόγους. Αφενός μείωσε τη γερμανική πίεση προς τις πολιορκημένες δυνάμεις του Βερντέν, του άλλου ονομαστού σφαγείου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αφετέρου, καθήλωσε στη Γαλλία γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα μάχονταν στο Ρωσικό και Ιταλικό Μέτωπο.
Προς γενική κατάπληξη, ο Χέιγκ πρόσθεσε και τρίτο λόγο: «Οι Γερμανοί υπέστησαν σοβαρές απώλειες». Περίπου τις ίδιες όμως «μετρούσαν» και οι σύμμαχοι...
Ορισμένοι ιστορικοί κλίνουν προς την άποψη του Χέιγκ, άλλοι όμως πλησιάζουν προς τη θεώρηση των πραγμάτων του κάνει ο John MacDonald «Great battlefields of the world» (Marshall Editions, 1984- στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Σαββάλας»). Γράφει:
«Οι συνέπειες της μάχης του Σομ ακόμη και σήμερα αμφισβητούνται. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν βαριές, αλλά η σχεδιασμένη διάσπαση του Χέιγκ, για την οποία τόσο πολλές ζωές χάθηκαν και τόσο υλικό χρησιμοποιήθηκε, δεν υλοποιήθηκε. Το συμμαχικό μέτωπο είχε προωθηθεί σε ορισμένα σημεία, αν και πουθενά περισσότερο από 8 χιλιόμετρα. Η γερμανική αντίσταση παρέμεινε αδιάσπαστη και μια λύση στο Δυτικό Μέτωπο εξακολουθούσε να είναι τόσο άπιαστη, όσο πάντα. Δεν γινόταν τίποτε άλλο για τις δυο πλευρές, από το να κοιτάζουν η μία την άλλη στα χαρακώματα, σε έναν παρατεινόμενο πόλεμο φθοράς. Ο στρατηγός Α.Τ Τέιλορ θα έγραφε αργότερα: 'Ο ιδεαλισμός χάθηκε στο Σομ'. Κανένας στρατηγός δεν είχε εκτιμήσει ακόμη ότι η επίθεση ήταν πρόσκληση στην καταστροφή...»
Κυρίως σε αυτήν την... αντίστροφη αναλογία «απωλειών- στρατηγικού αποτελέσματος» χρωστά η μάχη του Σομ στην περίοπτη θέση που κατέχει στην Ιστορία. Δευτερευόντως, σε ακόμη ένα στοιχείο: Τότε εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τανκ. Τριάντα δύο άρματα μάχης χρησιμοποίησαν οι Άγγλοι, τη 15η Σεπτεμβρίου, για να υποστηρίξουν επίθεση στα χωριά Κουρσελέτ και Φλερ. Ήταν δυσκίνητα και οι βλάβες άφησαν ουσιαστικά εκτός μάχης τα 14 από αυτά.
Το 1914, η μπάλα είχε άλλη «αποστολή»...
Εν αντιθέσει προς τα τανκ, οι μπάλες ποδοσφαίρου είχαν κάνει 1,5 έτος νωρίτερα μια διάσημη εμφάνιση, σε ένα από τα μέτωπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μόνο που τότε δεν «λειτούργησαν» ως σάλπισμα επίθεσης. Αντιθέτως, επισφράγισαν μια προσωρινή ανακωχή, ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Γερμανούς.
Πρόκειται για την περίφημη ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914, στο μέτωπο κοντά στη βελγική πόλη Ιπρ. Τότε οι μεν άκουγαν τους δε να τραγουδούν χριστουγεννιάτικους ύμνους, βοηθούσης φυσικά της μικρής απόστασης που χώριζε τις θέσεις τους, έως ότου το πράγμα εξελίχθηκε σε αμοιβαία έξοδο από τα χαρακώματα, σε χειραψίες, καλαμπούρια, ανταλλαγές τσιγάρων και ουίσκι.
Αυτή η – ουδόλως εγκεκριμένη από τους επιτελείς αμφοτέρων- ανακωχή ολοκληρώθηκε με τη διεξαγωγή ενός ποδοσφαιρικού παιχνιδιού, στο οποίο οι Γερμανοί νίκησαν με 3-2. Μερικές ώρες αργότερα, οι μάχες άναψαν πάλι...
Γράφει για την υπόθεση εκείνη ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος, στο βιβλίο του «Παιχνίδι Χωρίς Όρια» (εκδόσεις «Τόπος»):
«Οι στρατηγοί κάθε πλευράς δεν χάρηκαν ακούγοντας τα νέα. Τις επόμενες χρονιές ανήμερα των Χριστουγέννων διατάχθηκαν εκτεταμένοι βομβαρδισμοί, ενώ οι στρατιώτες δεν έμειναν ποτέ σταθεροί σε ένα μέτωπο, ώστε να μην έρχονται κοντά με τους αντιπάλους τους (...). Ο τελευταίος εν ζωή στρατιώτης που είχε πάρει μέρος στην ποδοσφαιρική αναμέτρηση, ο Σκοτσέζος Άλφρεντ Άντερσον, πέθανε το 2005 σε ηλικία 109 ετών».
Έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για το κατά πόσο ήταν πραγματική η ιστορία της ανακωχής και του ποδοσφαιρικού ματς, του 1914. Οι περισσότεροι ιστορικοί επιβεβαίωσαν την αυθεντικότητα του συμβάντος, θεωρώντας πάντως ότι υπήρξαν προσμείξεις πραγματικότητας και μυθοπλασίας σε διηγήσεις άλλων περιστατικών, σχετικών με τα Χριστούγεννα του 1914, στην περιοχή του Ιπρ.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Άντριου Ρομπερτσάου, μια τέτοια αυθόρμητη, ανθρώπινη ανακωχή θα ήταν αδιανόητη έναν χρόνο αργότερα.
«Τότε (σ. σ. στο τέλος του 1914) δεν είχαν ακόμη αρχίσει να ρίχνονται μαζικά χημικά αέρια», τόνισε χαρακτηριστικά, για να επισημάνει ότι η συνέχεια του πολέμου σώρευσε πολύ μεγάλο μίσος στις δύο πλευρές, για να μπορέσει να τις ενώσει- έστω και προσωρινά- μια μπάλα ποδοσφαίρου.
«Τα δάκρια δεν βγαίνουν από το μαντίλι...»
Έτσι, την 1η Ιουλίου 1916 η μπάλα ποδοσφαίρου έγινε σύνθημα επίθεσης, όχι κατάπαυσης του πυρός. Μπάλα είναι, όπου τη στέλνουν πηγαίνει κι όπως τη χρησιμοποιούν λειτουργεί...
Η «διττή» λειτουργία της έκτοτε επιβεβαιώθηκε πολλές φορές, ενίοτε και στο ίδιο έτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Το 1969.
Στη «χαραυγή» του '69 τερματίστηκε προσωρινά ο πόλεμος στη Μπιάφρα, χάρη στην περιοδεία που έκανε στην Αφρική – και ειδικότερα στη Νιγηρία- η Σάντος του Πελέ. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, όμως στην Κεντρική Αμερική ξέσπασε ο περιβόητος «πόλεμος του ποδοσφαίρου»...
Αφορμή – όχι φυσικά αιτία- της (σχεδόν προαναγγελθείσας) πολεμικής σύρραξης ανάμεσα στην Ονδούρα και το Σαλβαδόρ ήταν τα τρομακτικά, βίαια επεισόδια που έγιναν στις αναμετρήσεις των αντίστοιχων εθνικών ομάδων, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970.
Με αφορμή τον «πόλεμο του ποδοσφαίρου» του 1969, στο βιβλίο του «Τα Χίλια Πρόσωπα του Ποδοσφαίρου» (στα ελληνικά, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα») ο διάσημος ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο σημείωσε:
«Αρκετοί πιστεύουν ότι οι δαιμονισμένοι της μπάλας βγάζουν αφρούς από το στόμα και, ομολογουμένως, η περιγραφή αυτή ανταποκρίνεται στην εικόνα πολλών τρελαμένων οπαδών. Αλλά ακόμη και οι πιο εξοργισμένοι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν ότι στην πλειονότητα των περιστατικών η βία που εκδηλώνεται στο ποδόσφαιρο δεν είναι συστατικό στοιχείο του ποδοσφαίρου, όπως ακριβώς και τα δάκρια δεν βγαίνουν από το μαντίλι».
Πηγή: iefimerida.gr