Και συνέχισε: «Η Ελλάδα δεν βοήθησε την οικογένειά μου, η οποία μετανάστευσε για να μπορέσει να με μεγαλώσει σωστά. Αντίθετα, η Γερμανία με ανακάλυψε, με ανέδειξε, μου έδωσε όλα τα εφόδια για να αναπτυχθώ αθλητικά. Εκεί μένω, εκεί μεγάλωσα και ζω, εκεί έβγαλα σχολείο, εκεί προπονούμαι καθημερινά. Μου παρείχαν προπονητή και ασφάλεια, μου εξασφάλισαν και το επαγγελματικό μου μέλλον». Ενιωσα αρχικά δυσφορία, στη συνέχεια θλίψη με τα λόγια του. Όχι τόσο για μία χώρα που δεν μπορεί να κρατήσει τα παιδιά της, όσο για την αδυναμία ενός νέου ανθρώπου να αντιληφθεί ότι η σχέση σου με την πατρίδα σου, γιατί πατρίδα του είναι και η Ελλάδα, δεν είναι μόνο σχέση συναλλαγής, δοσοληψίας και συμφέροντος, αλλά κυρίως σχέση συναισθηματική.
Χωρίς να αμφισβητώ το ξεκάθαρο και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμά του να αφιερώσει τη νίκη του όπου θέλει, πιστεύοντας και εγώ ότι η Γερμανία που τον μεγάλωσε και που επένδυσε σε αυτόν είναι η πατρίδα στην οποία «ανήκουν» οι επιτυχίες του και οι έπαινοι για την πρόοδό του, και κατανοώντας τις όποιες πικρίες μπορεί να κουβαλάει ένας Ελληνας της διασποράς, θα ήθελα να του υπενθυμίσω ότι σε μια υιοθεσία υπάρχουν πάντα και οι φυσικοί γονείς, τους οποίους θέλεις δεν θέλεις, ακόμα και αν αποφασίσεις να τους απαξιώσεις προκειμένου να τους ξεπεράσεις, ακόμα και αν αποδείχτηκαν για τον ένα ή τον άλλο λόγο κατώτεροι των περιστάσεων, τους φέρεις στα γονίδιά σου. Και ότι είναι θέμα προσωπικής ισορροπίας το πώς θα χειριστείς το υλικό (με τις αδυναμίες αλλά και με τα προτερήματά του) που σου έχουν κληροδοτήσει.