1. Το πραγματικό του όνομα είναι Ζουράμπ Ζβιανταούρ και ήρθε στην Ελλάδα σε 16 ετών. Με τις πολεμικές τέχνες ασχολούταν σχεδόν από… βρεφική ηλικία, κάτι που συμβαίνει με τα περισσότερα παιδιά στη Γεωργία, ενώ καταπιάστηκε με το τζούντο στα δέκα του χρόνια. «Στο περιβάλλον το οποίο μεγάλωσα, όλοι πάλευαν. Εγώ προτίμησα το τζούντο. Στην απόφαση αυτή, βοήθησε και ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν παλιός αθλητής. Με στήριξε από την αρχή και με τη δουλειά που κάναμε φτάσαμε ως εδώ. Εκεί στον Καύκασο το έχουν όλοι στο αίμα τους. Στην Ευρώπη μαθαίνουν το ΑΒ, την τεχνική... Εμείς το ξέρουμε και κατευθείαν παλεύουμε. Σα να πηγαίνουμε στο σχολείο και πριν μάθουμε στην αλφάβητο, αρχίζουμε και γράφουμε».
2. Αφορμή για να έρθει στη χώρα μας ήταν ο Νίκος Ηλιάδης. Γείτονάς του στην Γεωργία και φίλος του πατέρα του, μετανάστευσε στην Ελλάδα το 1996 και όταν έγινε προπονητής στην Εθνική ομάδα τζούντο προσκάλεσε τον Ηλία. Έγινε θετός του πατέρας, ώστε να μπορέσει να πάρει την ελληνική υπηκοότητα. «Ήταν δύσκολες στιγμές τότε στο σπίτι μου. Μου είπε έλα εδώ και θα δοκιμάσουμε. Δεν ήμουν αστέρι. Ήρθα εδώ το 2002 και άρχισα προπόνηση. Δεν φανταζόμουν ότι θα γίνω όπως είμαι τώρα. Όταν ήμουν μικρός κι έβλεπα έναν Ολυμπιονίκη, ένιωθα δέος. Έλεγα τι πρέπει να κάνεις για να γίνεις τέτοιος;».
3. Όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το μόνο που κατόρθωσε να πει στα ελληνικά ήταν το «είμαι πολύ χαρούμενο». Ποτέ του, ωστόσο, δεν έθεσε το θέμα πατρίδας, δεν μπήκε στο δίλημμα Ελλάδα ή Γεωργία. «Εγώ από εδώ άρχισα. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ την Εθνική Γεωργίας. Δεν είχα κάνει ποτέ τίποτα πριν έρθω εδώ. Ό,τι έκανα, το έκανα στην Ελλάδα. Η Ελλάδα με βοήθησε, η Ελλάδα με στήριξε. 16 χρονών ήρθα και εδώ έκανα τα πρώτα βήματα, δεν είναι ότι είχα κάποια καριέρα πριν».
Διαβάστε το υπόλοιπο θέμα στο gazzetta.gr