Ήταν τέτοιος καιρός. Τέτοια εποχή, δηλαδή, γιατί τέτοιος καιρός δεν ήταν. Πού λιακάδα στο χωριό; Έβρεχε. Πάλι έβρεχε. Σαπίζανε τ΄ ασπρόρουχα στα μανταλάκια. Γκρίνιαζε η μάνα που δεν έβγαινε λίγο ο ήλιος, «να στεγνώσουν, να τα σιδερώσω και να βρω ησυχία, άρρωστη γυναίκα» (δεν ήταν). Γκρίνιαζε πολύ εκείνο τον καιρό. Πιο πολύ που σχεδόν κάθε μέρα της κουβάλαγα νέα ρούχα για πλύσιμο.
Νέα ασπρόρουχα για την ακρίβεια, που όλο τα έπλενε κι όλο δεν στεγνώνανε και που ήταν ασπρόρουχα μόνο όταν τα φόραγα από το σπίτι για να πάω στην προπόνηση. Μετά ήταν ...λασπόρουχα, επειδή ο Κώστας του Ασυρματιστή, ο προπονητής μας εκείνη την περίοδο, την είχε δει Ερνστ Χάπελ και μας έβαζε να σκαρφαλώνουμε βουνά και ραχούλες για να φτιάξουμε φυσική κατάσταση. Προετοιμασία! Και η εμφάνιση λευκή, με λεπτές γαλάζιες ρίγες στη φανέλα. Τέχνη...
Διαβάστε τη συνέχεια στο gazzetta.gr