Η έκφραση “αγγλική τετράδα” χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά των τεσσάρων παικτών που αγωνίζονται στο κέντρο σ’ένα 4-4-2.
Έτσι χαρακτηρίζεται ένα κέντρο τεσσάρων παικτών όταν οι μέσοι είναι οι εξής: Στον άξονα ένας κόφτης με τρεξίματα (runner) κι ένας παίκτης με ικανότητα στην πάσα ή και στο κουβάλημα της μπάλας (passer). Στο ένα άκρο ένας καθαρός παίκτης γραμμής (winger) και στο άλλο ένας μέσος που δεν είναι κλασικός εξτρέμ, αλλά κινείται πιο εσωτερικά, συμμετέχει στην μάχη του κέντρου και δεν τρέχει με την μπάλα πάνω στην γραμμή (wide midfielder).
Η συνταγή έχει φυσικά πολλές παραλλαγές, ανάλογα με την δυναμικότητα του αντιπάλου και την τακτική στόχευση του κάθε αγώνα. Όμως, μια τετράδα με τα συγκεκριμένα συστατικά χαρακτηρίζεται ευρέως ως “κλασική αγγλική”. Υπάρχει κι η ισπανική συνταγή. Την εποχή πχ που η Εθνική Ισπανίας έπαιζε με 4-4-2, είχε πάντα εξτρέμ και στα δύο άκρα, ενώ ακόμα και σήμερα οι ομάδες που παίζουν με 4-4-2 στην Ισπανία το κάνουν με δύο εξτρέμ και δύο κόφτες, ή ακόμα και με έναν κόφτη και επιτελικό μέσο στον άξονα.
Κλασικό παράδειγμα της αγγλικής τετράδας ήταν η πρώτη μεγάλη Γιουνάιτεντ του Φέργκιουσον. Ο Κιν ήταν ο κόφτης, ο Σκόουλς ο πασέρ, ο Γκιγκς ο κλασικός παίκτης γραμμής κι ο Μπέκαμ ο wide midfielder, που έπαιζε και πιο κεντρικά και προτιμούσε περισσότερο τις σέντρες και τις διαγώνιες πάσες, παρά τις κούρσες πάνω στην γραμμή.
Παλιότερα η λογική της αγγλικής τετράδας είχε υιοθετηθεί από τον Σάκι, όταν είχε παντρέψει στην Μίλαν το αγγλικό 4-4-2 με την λογική του πρες του Λομπανόφκσι. Η τότε τετράδα της ιστορικής Μίλαν ήταν ο Αντσελότι με τον Ράικαρντ στον άξονα, ο Ντοναντόνι ως ο εξτρέμ στα δεξιά κι ο Κολόμπο στα αριστερά ως ο wide midfielder.
Σύγχρονη εκδοχή της τετράδας είδαμε αρκετές φορές πέρσι από τον Μαντσίνι, ειδικά στα ντέρμπι. Στο θρυλικό 1-6 επί της Γιουνάιτεντ πχ η τετράδα της Σίτι ήταν η εξής: ο Μπάρι ήταν ο κόφτης, ο Τουρέ ο πασέρ κι ο κουβαλητής, ο Μίλνερ ο σκληρός παίκτης που παίζει στο πλάι κι ο Σίλβα ως το δεκάρι που κινείται σ’όλους τους χώρους, αλλά τυπικά ξεκινάει στο άκρο.
Για τα τελειώσουμε με τα παραδείγματα, που άλλωστε είναι πάρα πολλά, χαρακτηριστική εκδοχή αποτελεί και ο φετινός ΠΑΟΚ. Ο Γιώργος Δώνης έχει δοκιμάσει αρκετά σχήματα και πρόσωπα, αλλά αυτό που έχουμε δει περισσότερο κι έχει λειτουργήσει καλύτερα είναι τυπική εφαρμογή της αγγλικής τετράδας. Ο Κάτσε τα τρεξίματα στον άξονα, ο Λάζαρ το passing game και το κουβάλημα μπάλας, ο Ρομπέρ ο παίκτης γραμμής στα αριστερά και ο Φωτάκης στα δεξιά, να μην παίζει στη γραμμή, αλλά με διαγώνιες πάσες, σέντρες και κίνηση ως φορ όταν δεν έχει την μπάλα.
Πάμε και στο αντικείμενο της συζήτησης, την Εθνική Ελλάδος των προκριματικών για το Μουντιάλ της Βραζιλίας. Η μόνη γραμμή που έχει μείνει αναλλοίωτη και στα τρία παιχνίδια που έχουμε δώσει μέχρι στιγμής είναι αυτή του κέντρου. Στην επίθεση ο Γκέκας είχε σε κάθε παιχνίδι διαφορετικό παρτενέρ να ξεκινάει βασικός (Μήτρογλου, Νίνης, Σαμαράς), ενώ στην άμυνα η σταθερή τετράδα χάλασε με την ασθένεια του Κυριάκου Παπαδόπουλου.
Στο κέντρο, όμως, το 4-4-2 του Σάντος υπηρετείται από την ίδια τετράδα, που στην πρώτη ανάγνωση την λες ξεκάθαρα αγγλική. Κόφτης ο Τζιόλης, πασέρ ο Κατσουράνης, εξτρέμ ο Φορτούνης, wide midfielder o Μανιάτης. Κι εκεί ξεκινάνε τα προβλήματα, γιατί οι επόμενες αναγνώσεις λένε πως τα πράγματα δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε, εξαιτίας των ατομικών χαρακτηριστικών των παικτών.
Το δίδυμο του Τζιόλη και του Κατσουράνη υπολείπεται σε τρεξίματα, αφού ο καθαρός κόφτης Τζιόλης κόβει περισσότερο στον χώρο του και δεν έχει το κορμί και την έκρηξη να καλύψει πολλά μέτρα, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον Κατσουράνη. Runner δεν είναι κανείς τους. Κι όταν έχουμε την κατοχή μπάλας, μπορεί κι οι δύο να είναι ικανοί στην πάσα, αλλά κανείς τους δεν έχει μέτρα με αυτήν, αντιθέτως αρκούνται στο να την μεταφέρουν.
Φεύγουμε από τον άξονα και πάμε στα άκρα. Στα δεξιά, ο Μανιάτης ταιριάζει μια χαρά στον ρόλο του wide midfielder, συγκλίνει όταν πρέπει, προσφέρει ντουμπλαρίσματα στην άμυνα και κάνει διαγώνιες κινήσεις χωρίς μπάλα για να μπει στην περιοχή, για να γίνει ο έξτρα παίχτης στην επίθεση. Φυσικά ο παίκτης του Ολυμπιακού δεν έχει την ευχέρεια να παίξει με την μπάλα στη γραμμή και θα είναι λάθος να σκεφτούμε πως μπορεί να το κάνει επειδή παίζει κι ως ακραίος μπακ, γιατί είναι άλλο πράγμα να έρχεσαι από πίσω κι άλλο να ξεκινάς ως δεξί χαφ.
Το “πρόβλημα” δημιουργείται όταν κοιτάξουμε στην πλευρά του Φορτούνη. Μπορεί στα χαρτιά ο παίκτης της Καϊζερσλάουτερν να είναι ο καθαρός εξτρέμ μας, αλλά ο Φορτούνης παίζει συγκλίνοντας με την μπάλα στο δεξί του πόδι κι όχι με κούρσες στη γραμμή. Με εξτρέμ με ανάποδο πόδι στη μία πλευρά και τον Μανιάτη στην άλλη, η Εθνική δεν παίρνει πλάτος από κανένα άκρο της μεσαίας γραμμής.
Το σχέδιο λέει πως το πλάτος στην επίθεση θα το πάρουμε από τους δύο ακραίους μπακ, που έχουν άκρως επιθετική συμπεριφορά όταν έχουμε κατοχή. Συμπεριφορά που είναι λογικό να αφήνει κενά, πόσω μάλλον όταν δεν υπάρχει κι ο κόφτης με τα σωματικά προσόντα που θα προλάβει να κλείσει όπου χρειάζεται. Καθόλου τυχαία πχ στην πλάτη των δύο μπακ είχαν βρει τις περισσότερες φάσεις οι Λετονοί στην πρεμιέρα του ομίλου, καθώς και το πέναλτι που τους είχε φέρει μπροστά στο σκορ.
Στον πρόσφατο αγώνα με την Βοσνία είχαμε να αντιμετωπίσουμε κι ένα ακόμα πρόβλημα, που ξεκινούσε με την αγωνιστική κατάσταση του Τοροσίδη. Ο παίκτης του Ολυμπιακού είχε να αγωνιστεί 90 λεπτά από τον αγώνα με την Σάλκε και ενδιάμεσα είχε πάθει θλάση στο παιχνίδι με τον Πανθρακικό. Εμφανώς επηρεασμένος και χωρίς να βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο Τοροσίδης δεν είχε τη δυνατότητα να παίξει όλη την πλευρά όπως απαιτεί το σχέδιο, πόσω μάλλον όταν οι Βόσνιοι ήταν πιο επικίνδυνοι από εκεί και έπρεπε να προσέχει στην άμυνα.
Με τον Τοροσίδη να μην μπορεί να δώσει όσα έχουμε συνηθίσει στο πλάι, τους Μανιάτη-Φορτούνη να μην παίζουν στην γραμμή, η Εθνική έμεινε με ακίνδυνη την δεξιά της πλευρά και μοναδικό παίκτη για να δώσει πλάτος τον όχι και τόσο κατάλληλο Σπυρόπουλο. Καθόλου τυχαία η μοναδική φάση που ο κόσμος σηκώθηκε απ’τη θέση του περιμένοντας κάτι από τα άκρα ήταν όταν στο 84’ ο Σαμαράς άνοιξε στον Σπυρόπουλο, ο οποίος έκανε άσχημη επιλογή στο φινάλε, παρότι είχαμε πολλούς παίκτες στην περιοχή. Μια φάση σε όλο τον αγώνα.
Μοιραία έμειναν μόνοι οι δύο πιο προικισμένοι επιθετικά παίκτες μας, ο Σαμαράς με τον Φορτούνη. Για τους λόγους που εξηγήσαμε δεν μπορούσαν να φτιάξουν συνεργασίες με άλλους παίκτες, ούτε βέβαια με τον Γκέκα, ο οποίος δεν συμμετέχει σχεδόν ποτέ στο χτίσιμο φάσεων, αλλά μόνο στο τελείωμα. Μοιραίο ήταν η καλύτερη φάση να βγει από συνεργασία των δυο τους, με ανοργάνωτη την άμυνα των Βοσνίων, που χάλασε μόνο από την ατυχία του Γκέκα στο τελείωμα.
Εντυπωσιακή, πεντακάθαρη ευκαιρία, αλλά δεν παύει να είναι μεμονωμένη και στην κόντρα. Κι αυτή του Σαλπιγγίδη δεν ήρθε με τον αρχικό μας σχηματισμό, αλλά αφού πρώτα είχε μπει ο Καραγκούνης για να δώσει όσα έλειπαν από το κέντρο, μεγαλύτερη ενέργεια δηλαδή, μέτρα με την μπάλα κι έναν παραπάνω παίκτη για να παίξουν ο Φορτούνης με τον Σαμαρά.
Κι αφού είδαμε όσα δεν λειτούργησαν, θα συνεχίσουμε την κουβέντα για την Εθνική στο επόμενο κείμενο, πριν τον αγώνα με την Σλοβακία. Όπως κάναμε και πριν την αναμέτρηση με την Βοσνία, θα ρίξουμε πρώτα μια ματιά στους Σλοβάκους και μετά θα δούμε πως μπορούν να διορθωθούν κάποια από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Σάντος στο ποδόσφαιρο που θέλει να παίξει η Εθνική.
Πηγή: contra.gr