Παρόμοια με το θαύμα του Θεανθρώπου, που περπάτησε στα νερά της λίμνης Γεννησαρέτ, ήταν η… σταθεροποίηση ενός κοινού θνητού στον αέρα. Της κατά τα άλλα, «θεότητας» του μπάσκετ, για την οποία έγιναν φύλλο και φτερό, ολόκληροι τόμοι προπονητικών βιβλίων, στατιστικών και κανονισμών του αθλήματος.
Ο θρυλικός Νίκος Γκάλης ανέτρεπε πολλές φορές μέσα στο παρκέ, τη… φύση και τη φυσική, υποχρεώνοντας το παράλογο να μοιάζει λογικό, βάση των δικών του κατευθύνσεων και προσταγών!
Ήταν ο παίκτης που δεν είχε, δεν έχει και δεν θα έχει όμοιό του. Ο ασύγκριτος, ο αμίμητος, ο ανίκητος, ο άφθαστος! Σε ελληνικό και διεθνές τουλάχιστον επίπεδο, πλην του εκτός συναγωνισμού ΝΒΑ. Του χώρου που… δεν έχει το Θεό του, γιατί απλά, εκεί κάνουν… κουμάντο, εντελώς διαφορετικές «θεότητες» της πορτοκαλί μπάλας. Για την ευρωπαϊκή πραγματικότητα μιλάμε…
Επιχειρούν πολλοί να στήσουν crash test μεταξύ δύο τεράστιων φυσιογνωμιών του μπάσκετ: Του Γκάλη και του Διαμαντίδη. Και να «βγάλουν», να ανακηρύξουν την κορυφαία μορφή μέσα από το πέρασμα των χρόνων. Και κάνουν μια εξ’ ολοκλήρου λάθος προσέγγιση. Βάζουν στη ζυγαριά μη ομοειδή μεγέθη, λες και θα γινόταν ποτέ να μην κλέψει στο ζύγι, το μήλο από… το φιρίκι.
Όχι, δεν διατείνομαι ότι ο μεγάλος σύγχρονος αρχηγός του Παναθηναϊκού είναι δα και τόσο… λιλιπούτειος ενώπιον της «μεγαλοσύνης» του Νίκου Γκάλη! Σπουδαίος παίκτης ο Διαμαντίδης. Και σπάνιος. Με δυσεύρετα σωματικά χαρίσματα (μπόι, μακριά χέρια), για να μπορεί να παίζει το ίδιο καλά αμυντικά και επιθετικά. Να σκοράρει, να μαζεύει ριμπάουντ, να ντριμπλάρει, να κατευθύνει παιχνίδι και συστήματα και να ταπώνει. Αλλά ακόμα… σπανιότερος ο μεγαλοπρεπής Νικ…
Στην συγκεκριμένη περίπτωση των δύο κορυφαίων του ελληνικού μπάσκετ, δεν τίθεται ζήτημα διαφορετικών εποχών του αθλήματος. Όπως δικαιολογημένα επικαλούμαστε, όταν οι προκλήσεις των κατά καιρούς μεγάλων διλημμάτων της κοινής γνώμης, ζητούν επιτακτικά απαντήσεις.
Π.χ. στην πολυσυζητημένη σύγκριση Πελέ με Μαραντόνα. Όντως, εδώ ισχύει το «άλλες εποχές». Είναι πράγματι ασύγκριτες οι διαδρομές του Βραζιλιάνου με τον Αργεντινό, γιατί απλά κατέθεσαν τα ζογκλερικά διαπιστευτήριά τους στα γήπεδα σε διαφορετικές δεκαετίες, στις οποίες οι αλλαγές και ο εκσυγχρονισμός του ποδοσφαίρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις προσωπικότητες των παικτών.
Θα πείτε ίσως, μήπως ο Γκάλης με τον Διαμαντίδη, την ίδια περίοδο βρέθηκαν στη ζωή του ευρωπαϊκού μπάσκετ; Όχι βέβαια και φυσικά οι απαιτήσεις και οι συνθήκες είναι κατά πολύ διαφοροποιημένες από τα χρυσά χρόνια του Νίκου στα αδαμάντινα του Μήτσου.
Υπάρχει όμως μια ανατρεπτική παράμετρος στις ομοιότητες των δύο ζευγαριών (Πελέ-Μαραντόνα, Γκάλη-Διαμαντίδη): Στο πρώτο κανείς δεν άλλαξε τη ροή του αθλήματος. Ούτε στην πατρίδα του, ούτε πουθενά αλλού στην υδρόγειο. Μάγευαν, συνάρπαζαν, αποθεώνονταν στις εποχές που μεσουρανούσαν στους αγωνιστικούς χώρους, ωστόσο δεν έφτασαν ποτέ μέχρι το σημείο να… χωρίσουν το ποδόσφαιρο σε δύο ιστορικές περιόδους.
Στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό μπάσκετ η ιστορία έχει δύο «άλμπο ντόρο»: Το κεφάλαιο «ΠΡΟ-Γκάλη» και το κεφάλαιο «ΜΕΤΑ-Γκάλη». Πώς λέμε… προ Χριστού και μετά Χριστών; Αυτό ακριβώς, χωρίς διάθεση βλασφημίας προς τα θεία από μεριάς μου!
Ο Διαμαντίδης είναι ασφαλώς ο πιο ολοκληρωμένος σύγχρονος Έλληνας και εκ των κορυφαίων μπασκετμπολιστών παγκοσμίως. Με μακρά προσφορά στον Παναθηναϊκό, την Εθνική, το ευρωπαϊκό μπασκετικό φόρουμ. Δεν είναι και ουδέποτε όμως θα γίνει… Γκάλης. Στον Γκάλη ήθελε να μοιάσει από παιδί. Όπως και εκατομμύρια άλλα «Γκαλ(η)-άκια».
Τους έκανε όλους «ανθρώπους»
Το μπάσκετ πριν τον Γκάλη ήταν στη χώρα μας το δημοφιλές σπορ μετά το ποδόσφαιρο. Υπήρχε ο βασιλιάς των σπορ και όλα τα υπόλοιπα αθλήματα. Ο Γκάλης έκανε το μπάσκετ το αγαπημένο σπορ των Ελλήνων μαζί με το ποδόσφαιρο. Η αναφορά στον αθλητικό Τύπο ήταν για το μπάσκετ λίγο παραπάνω από… μια βούλα, άντε μια σελίδα, προτού μάθουν και οι μανάδες μας το Νίκο Γκάλη. Ο «γκάνγκστερ» γέμισε γήπεδα, έφερε χορηγούς, άνοιξε πόρτες διεθνώς, έδωσε δουλειά σε παίκτες, συμπαίκτες και αντιπάλους, προπονητές, δημοσιογράφους, ραδιοφωνικούς σχολιαστές, τηλεοπτικούς αναλυτές. Αναβάθμισε το άθλημα και μαζί του ένα ολόκληρο σύστημα, εκτοξεύοντάς το από την μετριότητα στην ελίτ και τη χλιδή των μεγάλων σαλονιών. Το σήκωσε από τη γη και το έθεσε σε… τροχιά στρατόσφαιρας.
Ο Nick είχε πάντα ικανούς συμπαίκτες στο πλευρό του. Και στον Άρη και στον Παναθηναϊκό και φυσικά στην Εθνική. Όπως και Γιάννη Ιωαννίδη και «τεράστιους» κόουτς στο «στρατηγείο των μαχών». Ωστόσο εκείνος κατάφερνε και ξεχώριζε μακράν. Σκέπαζε τους πάντες και τα πάντα. Απολαμβάνοντας καθολικό σεβασμό. Δεν θυμάμαι ποτέ, ας πούμε, ούτε τους ΠΑΟΚτσήδες να βρίσουν εν χορό το «σκουλήκι». Να τον χλευάσουν, να τον αποδοκιμάσουν ή να του επιτεθούν. Αυτό από μόνο του – ειδικά στην Ελλάδα του τυφλού, χαώδους οπαδισμού – είναι μια μοναδική εξαίρεση και αποκλειστική, προσωπική κατάκτηση του Γκάλη.
Του ενός, μοναδικού και απόλυτου super star!