«Η δική μου ζωή δεν διαφέρει σε τίποτα από οποιουδήποτε Έλληνα ποδοσφαιριστή. Οι περισσότεροι βγαίνουν από την επαρχία. Γεννημένοι σε ένα χωριό έχουν ένα όνειρο . Είναι μία ακτινογραφία του Έλληνα ποδοσφαιριστή. Από το χωριό του με μόνη βοήθεια το όραμα του, ανεβαίνει σκαλί-σκαλί στον δρόμο για την καταξίωση στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ή στον Ευρωπαϊκό αν παίξεις στο Τσάμπιονς Λιγκ ή με την Εθνική. Στις δυσκολίες να βλέπουμε το θετικό. Να το παίρνουμε και να το κάνουμε δικό μας για τη συνέχεια. Εγώ βρήκα δυσκολίες. Δούλεψα πολύ για να τις ξεπεράσω και να καταφέρω να γίνω βασικός στον Παναθηναϊκό, στον Ολυμπιακό και στην Εθνική. Από τα 16 μου μέχρι τα 40 μου που ουσιαστικά τέλειωσα την καριέρα μου. Στον Παναθηναϊκό πήγα το 1989, 18 χρονών σχεδόν», είπε αρχικά στον ραδιοφωνικό σταθμό Arena, για να προσθέσει σχετικά με το γεγονός ότι βγαίνουν διαχρονικά πολλοί ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές από τον ΠΑΟ: «Δεν μπορεί να είναι τύχη. Είναι και ικανότητα όπως καταλαβαίνουμε. Ο ΟΦΗ έβγαλε πολλούς επίσης όπως τον Σηφάκη και τον Καρνέζη. Υπάρχουν ομάδες που σιγά-σιγά βγάζουν».

Αναλυτικά δήλωσε: 

Για τη Θεσσαλονίκη μετά και το γεγονός ότι δεν αγωνίστηκε σε κάποια ομάδα: «Στην Θεσσαλονίκη δεν ήρθα ποτέ  αλλά το 92' επί Βουλινού  ήμουν στα πλάνα ανταλλαγής με τον Τουρσουνίδη. Φτάσαμε κοντά. Και βέβαια ήθελα να έρθω. Αν γινόταν μία ανταλλαγή δεν θα έλεγα όχι. Σε αυτές τις ομάδες δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια να πεις δεν πάω. Ακούς σαν στρατιώτης. Δέχθηκα 18 και πήγα στον Παναθηναϊκό σε μία ομάδα με τόσους αστέρες. Από την Τρίτη εθνική στην Α'. Δεν θα είχα πρόβλημα να πάω στον ΠΑΟΚ. Ιδιαίτερα εκείνη την εποχή που είχε πολύ μεγάλη δυναμική ήταν μία ευκαιρία για μένα, να πάω  σε μία τέτοια ομάδα με τόσο κόσμο. Αν ρωτήσεις έναν νεαρό θα σου πει ότι θέλει να πάει σε ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Ολυμπιακός ό Άρης που είναι μία φανέλα ιστορική. Όλοι θέλουν  να αγωνίζονται σε τέτοιες ομάδες όπου παρόλο που η κριτική είναι σκληρή και οι απαιτήσεις  μεγάλες, η πρόκληση και μόνο το κάνει πολύ δυνατό για κάθε ποδοσφαιριστή».

Για το διάστημα που έφυγε από τον Παναθηναϊκό: «Ήταν ουσιαστικά η άρνηση μου να υπογράψω συμβόλαιο. Και βρέθηκα στο περιθώριο. Όπως είπα όμως. Κάθε εμπόδιο για καλό. Πάντα τα εμπόδια τα προσπερνούσα. Πείσμωσα σε αυτό που έγινε και περίμενα την ευκαιρία για να επανέλθω μετά την αδικία. Αυτό είχα στο μυαλό μου και μετά από χρόνια είμαι ικανοποιημένος. Έχει σημασία και το πως σε υποδέχεται η ομάδα. Πήγα στον Ολυμπιακό και ήταν όλοι από πάνω μου. Με υποδέχθηκαν και με αγκάλιασαν. Ήταν πιο εύκολο για εμένα να παίξω καλύτερα.  Φυσικά και είχα προβλήματα στην καθημερινή μου ζωή. Όμως, ήταν κάτι που έγινε συνειδητά. Το ήξερα ότι θα συμβεί. Αλλά δεν θα σταματούσα».

Για το αν βρέθηκε ποτέ κοντά σε ομάδα του εξωτερικού: «Σκέφτηκα να πάω. Και έκανα προσπάθειες να πάω στο εξωτερικό. Ήταν η εποχή της εξαγωγής των Ελλήνων από το 1998-2004 και πολλοί παίκτες ήθελαν να βγουν. Υπήρχε έδαφος. Προσπάθησα να βγω αλλά δεν μπόρεσα. Έφερα μία πρόταση το 2001 στον Παναθηναϊκό αλλά απορρίφθηκε. Αυτά τα πράγματα είναι άσχημο να συμβαίνουν. Μετά το Euro είχα προτάσεις όμως είχα ήδη υπογράψει στον Ολυμπιακό. Όταν δίνω τον λόγο μου ισχύει αυτός. Μετά πέρασαν τα χρόνια. Είναι άλλο να ξεκινάς 26 και άλλο 34 για να πας στο εξωτερικό».

Για το κεφάλαιο Εθνική: «Όσοι ζήσαμε αυτή την πορεία είμαστε ευλογημένοι. Και ο κόσμος που ήταν εκεί. Εμείς πολλές φορές στο αγωνιστικό κομμάτι δεν μπορούσαμε να το ζήσουμε. Μην ξεχνάμε ότι βρέθηκαν 12,000 Έλληνες. Και δεν είναι δίπλα η Πορτογαλία. Και αυτοί έζησαν μία πορεία μεγάλη. Ήταν ένας μήνας εθνικής υπερηφάνειας θα έλεγα».

Για το τι θυμάται από εκείνη την περίοδο: «Είναι τόσα πολλά που να θυμάμαι. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι ήταν ίσως η μοναδική στιγμή που βρεθήκαμε μία αποστολή 40 άτομα, επί έναν μήνα μακριά από τα σπίτια μας, και ουσιαστικά δεν μαλώσαμε ποτέ. Και οι Έλληνες είναι δύσκολο να συμβιώσουν μεταξύ τους όπως ξέρετε. Ήταν σωστή και ωραία διαμονή. Φυσικά βοήθησαν και τα αποτελέσματα. Όταν προχωράς και κερδίζεις δεν υπάρχουν τόσα προβλήματα. Γενικά ήταν ευχάριστο το κλίμα. Κάναμε πλάκες, συζητήσεις. Ήταν όλο το σκηνικό πολύ ωραίο. Ο ένας σεβόταν τον άλλον. Αυτός που αγωνίζονταν σέβονταν αυτόν που δεν έπαιζε και το αντίθετο. Ήταν μία αλληλοβοήθεια θα έλεγα».

Για το ποια ήταν η πιο συγκινητική στιγμή που έχει να θυμάται: «Ήταν όλες. Κάθε στιγμή ήταν συγκινητική. Μεγάλη αγωνία περάσαμε με τη Ρωσία  μεγάλη χαρά είχαμε στον τελικό. Πολλές φορές νιώθαμε μαγεμένοι απέναντι σε αυτά που συναντούσαμε. Βλέπαμε τρελαμένο τον κόσμο που δεν πίστευε αυτά που έβλεπε. Ήταν πολύ ωραία ιστορία».

Για το Ελλάδα-Τσεχία και την πίεση που δέχθηκε η Εθνική: «Από την στιγμή που νικήσαμε την Γαλλία τα πιστέψαμε όλα. Περάσαμε στους 8 πέσαμε στην πρωταθλήτρια Ευρώπης ακόμη με τον Ζιντάν στα καλά του, και από την στιγμή που περάσαμε πιστέψαμε τα πάντα. Εκείνος ο αγώνα ήταν σταθμός. Οπότε όταν πήγαμε με τη Τσεχία επειδή όλες οι ομάδες που συναντήσαμε ήταν πολύ καλές δεν είχαμε το συναίσθημα του φόβου. Ήμασταν μία ομάδα πολύ συνηθισμένη σε τέτοιου είδους πιέσεις. Στο πρώτο παιχνίδι με την Πορτογαλία μας πίεσαν πάρα πολύ με την Ισπανία είχαμε τρομακτική πίεση επίσης. Ήμασταν  μαθημένοι.  Δεν παίξαμε ποτέ με ομάδες που να έχουμε εμείς την κατοχή. Τα πιο πολλά παιχνίδια ήταν κάτω από μεγάλη πίεση».

Για το στιλ παιχνιδιού της Εθνικής: «Πρώτον κάτι πρέπει να αλλάξουμε και εμείς. Πρέπει να αλλάξουμε το στιλ. Όχι πολύ μακριά από αυτό που παίζουμε αλλά να βάλουμε και ένα πιο δημιουργικό κομμάτι. Το χρειαζόμαστε γιατί και ο κόσμος θέλει να δει κάτι διαφορετικό. Βέβαια, σε μία προκριματική φάση μετράνε οι νίκες. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε παιχνίδια με ομάδες χαμηλότερης δυναμικής που θα μπορούσαμε  να παίξουμε καλύτερα και να σκοράρουμε περισσότερα γκολ».

Για τους υποψήφιους αντίπαλους της Εθνικής: «Όλοι θέλουμε να αποφύγουμε την Γαλλία γιατί πέρα του ότι είναι μεγάλο όνομα, εμφανίζεται και πολύ δυνατή. Θα ήταν ευχής έργον να μην την βρούμε μπροστά μας, όχι ότι αν τους αντιμετωπίσουμε δεν θα έχουμε πιθανότητες. Με οποιαδήποτε άλλη ομάδα έχουμε δυνατότητες. 50-50 θα έλεγα. Διαθέτουμε την εμπειρία συν τον τρόπο που παίζουμε. Αυτό το μέσο-αμυντικό παιχνίδι μας δίνει την δυνατότητα να βάζουμε μισό γκολ. Σε αυτά παιχνίδια  μετράει το αποτέλεσμα και όχι πως έπαιξες. Με οποιαδήποτε άλλη ομάδα εκτός Γαλλίας θα έχουμε πιθανότητες.  Αν μπορούσαμε να βρούμε μπροστά μας την Ισλανδία και την Ρουμανία θα ήταν το καλύτερο. Η Σουηδία δεν είναι κάτι ιδιαίτερο. Διαθέτει όμως τον Ιμπραϊμοβιτς που είναι παγκόσμιας κλάσης ποδοσφαιριστής. Μπορεί σε μικρό χρόνο να κάνει το οτιδήποτε και να σκοράρει. Είναι ένα πρόβλημα όχι όμως ότι θα έλεγα όχι στην Σουηδία».

Για το που χάθηκε η απευθείας πρόκριση: «Δεν έγιναν  λάθη. Τα παιχνίδια που ήταν να τα πάρει τα πήρε. 25 βαθμοί είναι ρεκόρ συγκομιδής. Αυτό ήταν έκπληξη η Βοσνία. Η σταθερότητα που είχε. Γνωρίζαμε ότι έχει καλούς παίκτες. Αλλά ξέραμε ότι ήταν ασταθής. Μπορεί να νικήσει τον οποιονδήποτε και να χάσει από τον οποιονδήποτε. Από μόνη της μπορούσε να χάσει την πρόκριση όμως ήταν πολύ σταθερή. Κατάφερε από τα πρώτα παιχνίδια να πάρει και το προβάδισμα στα γκολ. Και εμείς κάναμε ένα άσχημο παιχνίδι με την Βοσνία και χάσαμε αλλά και η Βοσνία έχασε από την Σλοβακία».

Για τον Σάντος: «Δουλεύει πολύ. Είναι γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας. Θα προτιμούσε να εργάζεται σε σύλλογο παρά σε ομάδα γιατί του αρέσει να δουλεύει καθημερινά και όχι κάθε δέκα μέρες η κάθε μήνα. Είναι ένας προπονητής που θέλει καθημερινή δουλειά για να βγάζει την δουλειά του. Και όλοι οι προπονητές θα θέλανε να δουλεύουν σε συλλόγους. Είναι δύσκολο για τον ίδιο να μαζευόμαστε κάθε δέκα μέρες. Ξέρει όμως τους Έλληνες ποδοσφαιριστές και ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθήσει. Τα δυνατά τους και τα αδύνατα σημεία».

Για το ποιος είναι ο καλύτερος τερματοφύλακας στην Ελλάδα και το εξωτερικό: «Αυτή την στιγμή ο καλύτερος είναι ο Ρομπέρτο του Ολυμπιακού. Και με την ψυχολογία που διαθέτει μπορεί να πάει καλύτερα. Το αρνητικό είναι ότι δύσκολα θα τον κάνει δικό του ο Ολυμπιακός. Ο Καρνέζης είναι ο κορυφαίος Έλληνας. Σταθερός που χρόνο με τον χρόνο γίνεται καλύτερος. Ξεκινάει τώρα μία περιπέτεια στην Ισπανία και του ευχόμαστε καλή επιτυχία . Ο Καπίνο είναι ένας τερματοφύλακας με ταλέντο αλλά θέλει δουλειά. Ο καλύτερος ξένος είναι ο Μπουφόν. Συνεχίζει εδώ και 25 χρόνια να είναι σταθερή αξία. Αυτό μετράει. Μιλάμε για έναν τερματοφύλακα που είναι σε ίδιο επίπεδο τόσα χρόνια. Αν και είμαι θαυμαστής του Κασίγιας».

Για το πρωτάθλημα: «Ο Ολυμπιακός είναι το πρώτο φαβορί. Είναι σίγουρο. Το καλό είναι ότι ο ΠΑΟΚ παρουσιάζεται δυνατός και θα τον έχει σε εγρήγορση. Δεν θα ξεφύγει πολύ όπως πέρσι που είχε διαφορά 20 βαθμούς. Ο ΠΑΟΚ δείχνει με τις μεταγραφές να είναι ανταγωνιστικός. Όμως δεν νομίζω ότι μπορεί να τον κοντράρει. Ίσως τα επόμενα δύο τρία χρόνια με τη συνεχή βελτίωση θα μπορεί να είναι ισάξιος ανταγωνιστής.  Ο Ολυμπιακός έχει και πολύ καλό πάγκο. Ο ΠΑΟΚ δεν μπορεί να κάνει τόσο μεγάλο rotation.  Πιστεύω ότι ο Ολυμπιακός έχει περισσότερους και πιο ποιοτικούς παίκτες. Οπότε δεν έχει πρόβλημα. Ενώ ο ΠΑΟΚ έχει πρόβλημα αν  λείψουν δύο-τρεις παίκτες».

Για Μίτσελ και Στεφενς: «Και ο Μίτσελ έχει μεγάλη εμπειρία και σαν ποδοσφαιριστής και σαν προπονητής. Δεν νομίζω ότι έχουν τόσο μεγάλη διαφορά. Το θέμα για εμένα είναι η ουσία. Ο Ολυμπιακός πάνω από όλα για αγωνιστικούς λόγους είναι πρώτο φαβορί. Αλλά το ξαναλέω είναι καλό για το ελληνικό πρωτάθλημα που υπάρχει ο ΠΑΟΚ. Μπορεί να μην είναι ποιοτικά ένα πρωτάθλημα που σου κάνει εντύπωση αλλά αν εξαιρέσουμε τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ, οποιαδήποτε άλλη ομάδα μπορεί να κερδίσει. Καμία ομάδα από την τέταρτη και κάτω δεν μπορεί να πει πάω να νικήσω. Στα πλέι οφ θα δούμε μεγάλο ανταγωνισμό. Άρα υπάρχει ένα ενδιαφέρον. Θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον αν υπήρχαν κι οι παραδοσιακές δυνάμεις".

Για τον ίδιο: «Ξεκινάω μία καριέρα στην προπονητική και περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία για να μπορέσω να κάνω αυτά που μπορώ να πετύχω. Ήμουν στο επιτελείο του Ολυμπιακού ενώ για δύο εβδομάδες ήμουν στον πάγκο και μετά συνεχίσαμε με τον Μίτσελ».