Σήμερα αγωνίζεται στην Ιταλία για λογαριασμό της Μίλαν, αλλά έχει περάσει και από άλλους μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο ποδόσφαιρο.
Το ντεμπούτο του με τους «ροσονέρι» το έκανε στις 26-1-2011 στην εκτός έδρας νίκη με 2-1 επί της Σαμπντόρια για το Κύπελλο Ιταλίας. Την πρώτη του συμμετοχή στη Σέρι Α την έκανε στις 29-1-2011 στην εκτός έδρας νίκη επί της Κατάνια με 2-0, στην οποία αποβλήθηκε με δεύτερη κίτρινη κάρτα. Μέχρι τώρα έχει 11 συμμετοχές με τη φανέλα της Μίλαν σε 936 λεπτά και σε όλες έχει ξεκινήσει ως βασικός.
Το συμβόλαιό του με τη Μίλαν λήγει το καλοκαίρι, με την ιταλική ομάδα να έχει οψιόν ανανέωσης. Βέβαια υπάρχει ενδιαφέρον για αυτόν τόσο από την πρώην ομάδα του Αϊντχόφεν, όσο και από την Τότεναμ. Πρόθεση του παίκτη όμως είναι να παραμείνει στην ομάδα του Μασιμιλιάνο Αλέγκρι.
Ξεκίνησε την καριέρα του στην τοπική ομάδα της γειτονιάς του, Μάασμπραχτ πριν υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο στη Φορτούνα Σίταρντ το 1992. Εκεί έμεινε για επτά χρόνια, μέχρι το 1999. Τότε ανακάλυψε το ταλέντο του η Αϊντχόφεν και τον ενέταξε στο δυναμικό της. Αυτή ήταν και η τελευταία ολλανδική ομάδα στην καριέρα του μέχρι τώρα, με την οποία κέρδισε τέσσερα πρωταθλήματα. Μάλιστα ανακηρύχθηκε ως ο Ολλανδός παίκτης της χρονιάς δύο φορές, το 2001 και το 2005. Στην τελευταία του χρονιά εκεί, έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, που ήταν μεγάλη επιτυχία για την τότε ομάδα του, αλλά αποκλείστηκε από τον τελικό από την τωρινή ομάδα του Μίλαν.
Η αξία του είναι αδιαμφισβήτητη και δεν άργησε να εκτιμηθεί από έναν μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο. Έτσι, το 2005 υπέγραψε στην ομάδα που υποστήριζε από μικρός, τη Μπαρτσελόνα, του συμπατριώτη του, Φρανκ Ράικαρντ. Ο ένας χρόνος που έμεινε στη Μπαρτσελόνα ήταν άκρως επιτυχημένος, αφού οι «μπλαουγκράνα» κέρδισαν το Πρωτάθλημα, το Τσάμπιονς Λιγκ και το Σούπερ Καπ Ισπανίας.
Η επόμενή του ομάδα έμελε να είναι η Μπάγερν Μονάχου, η οποία αποζημίωσε με 6 εκατομμύρια ευρώ τους Καταλανούς για να τον αποκτήσει. Ο Φαν Μπόμελ προσαρμόστηκε γρήγορα, με αποτέλεσμα να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς παίκτες των Βαυαρών. Μάλιστα, «εξαργύρωσε» τις εκπληκτικές του εμφανίσεις με τον τίτλο του κορυφαίου παίκτη της Μπάγερν για τη σεζόν 2006-07, κερδίζοντας τον Ρόι Μακάι και τον Μεχμέτ Σολ. Το 2008 μετά την απόσυρση από την ενεργό δράση του Όλιβερ Καν, έγινε αρχηγός της γερμανικής ομάδας. Με αυτό του το κατόρθωμα, γίνεται ο πρώτος ξένος αρχηγός στην ιστορία του συλλόγου, με τον οποίο κατέκτησε δύο πρωταθλήματα.
Μεγάλη καριέρα όμως έκανε και με τα «χρώματα» της εθνικής Ολλανδίας. Κορυφαία στιγμή, ο τελικός που έπαιξε στο Μουντιάλ του 2010 με την Ισπανία. Το ντεμπούτο του έγινε στις 7 Οκτωβρίου 2000 με αντίπαλο την Κύπρο. Η πορεία του στους «οράνιε» πέρασε από σαράντα κύματα, αφού είχε τραυματισμούς και κάποιοι προπονητές τον αμφισβητούσαν. Ωστόσο η ικανότητά του σαν ποδοσφαιριστής τον έκανε να ζήσει μεγάλες νίκες με τον εθνόσημο.
Πηγή: sday.gr