Αν σκεφτεί κανείς πού βρισκόταν ο Ολυμπιακός έναν χρόνο πριν και υπό ποιες συνθήκες διαδέχθηκε ο Μαρινάκης τον Κόκκαλη, τότε το κατόρθωμά του λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις.
Το ν' αναλάβεις μια ομάδα μεσαίας δυναμικότητας και να την καταστήσεις πρωταγωνίστρια, είναι σημαντικό. Το να διαδέχεσαι στο τιμόνι ένα καράβι που πήγαινε στα βράχια και να του αλλάξεις τη ρότα προϋποθέτει, εκτός από πολλά χρήματα, κυρίως γερό στομάχι.
Ο Μαρινάκης –λένε οι παλιοί ρεπόρτερ του Ολυμπιακού– είναι περίπτωση Κόκκαλη σε νεότερη έκδοση, με μια διαφορά: είναι περισσότερο παρορμητικός από ό,τι ο μέσος όρος των ισχυρών του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αυτή η πτυχή του χαρακτήρα του, πάντως, λειτούργησε ευεργετικά τον πρώτο καιρό της ανάληψης των καθηκόντων του.
Γιατί ο Ολυμπιακός δεν είχε περιθώρια να αδρανήσει. Προερχόταν από τη χειρότερη χρονιά των τελευταίων δεκαπέντε ετών, έφτασε στην τελευταία θέση των πλέι οφ, με έναν ιδιοκτήτη υπό αποχώρηση, κορεσμένο και κουρασμένο, ένα ρόστερ χωρίς προοπτική και ένα κοινό μπερδεμένο, διότι ένιωθε για πρώτη φορά μετά τις περιόδους Κοσκωτά και Σαλιαρέλη το αίσθημα της αβεβαιότητας.
Η μετά Κόκκαλη εποχή δεν ήταν απλή διαδικασία. Και ο Μαρινάκης για τον Ολυμπιακό εκείνη τη στιγμή, σε περίοδο βαθιάς ύφεσης, οικονομικής κρίσης και απαξίωσης του ποδοσφαίρου, ήταν ευλογία. Ο Ολυμπιακός αποκλείστηκε από τον δεύτερο προκριματικό γύρο του Europa League και ίσως αυτή ήταν η ατυχέστερη –μια και μοναδική– στιγμή στην περσινή περίοδο.
Πριν από έναν χρόνο ακριβώς, τέτοια εποχή, κανείς δεν θα στοιχημάτιζε τα χρήματά του στον Ολυμπιακό. Θα τα έβαζαν στον πολυμετοχικό Παναθηναϊκό, οι ρομαντικοί ίσως ακόμη και στον ΠΑΟΚ, που τερμάτισε σαν τρένο στα περσινά πλέι οφ. Αποδείχθηκε όμως στην πράξη πόσο επίπλαστες ήταν αυτές οι ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί.
Αντίθετα με τις μνημονιακές πολιτικές, τις περικοπές που επέβαλαν μικρότερα μπάτζετ, δραματικές μειώσεις στα λειτουργικά έξοδα, ο Μαρινάκης έπραξε το αυτονόητο σε περιόδους κρίσεις: επένδυσε αρχικά στην ανάπτυξη, έριξε χρήμα στην αγορά, μεγάλωσε τον Ολυμπιακό τη στιγμή που οι υπόλοιποι κοιτούσαν να περιορίσουν τη χασούρα τους.
Φρόντισε να θωρακίσει την ομάδα του, ακολουθώντας ενδεχομένως και πρακτικές πεπαλαιωμένες και βγαλμένες από μια όχι και τόσο μακρινή πραγματικότητα.
Για τον Ολυμπιακό ήταν ο πρόεδρος της διπλανής πόρτας, ο άνθρωπος που θα έδινε όραμα στον απογοητευμένο οπαδό, για τους υπόλοιπους μια λαίλαπα, ένα κράμα Κόκκαλη και Νταϊφά που έμοιαζε πολύ περισσότερο με άνθρωπο βγαλμένο από το σκληρό πυρήνα των οπαδών, που οι αντιδράσεις του προκαλούσαν, που από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε την προεδρία της Ενωσης δημιούργησε εχθρούς στις τάξεις των αντιπάλων του και συσπείρωσε σε μέγιστο βαθμό το κοινό του Ολυμπιακού.
Φαντάζομαι ότι το δεύτερο τον απασχολούσε περισσότερο. Ενας πλούσιος 40άρης, με αξιοζήλευτες επιχειρηματικές κινήσεις και πρωτοβουλίες, ακόμη πιο ζωηρός οπαδός από όσο έμοιαζε ο Κόκκαλης στην αρχή της δικής του προεδρίας, αλλά που στην κοινή γνώση έμοιαζε παλαιάς κοπής.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα ο Μαρινάκης κατόρθωσε ουσιαστικά κάτι ακατόρθωτο που μόνο ο Νταϊφάς τον είχε πετύχει: να καταστήσει μέσα σε ελάχιστους μήνες τον... ημιθανή Ολυμπιακό αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή, παρακολουθώντας ταυτόχρονα την ίδια χρονική στιγμή τον Παναθηναϊκό να καταρρέει, την ΑΕΚ να φυτοζωεί και τον ΠΑΟΚ να μη δικαιώνει τις προσδοκίες του κοινού.
Είναι οξύμωρο και μάλλον απίθανο ο διοικητικός ηγέτης του «πρώτου» να απολαμβάνει της καθολικής αποδοχής. Ισως δεν είναι και επιθυμητό εν πολλοίς για τον πρόεδρο του Ολυμπιακού.
Για τον Βαγγέλη Μαρινάκη αρκεί και περισσεύει η εμπιστοσύνη που κατόρθωσε να εμπνεύσει στο δικό του κοινό. Κι αυτό νομιμοποιείται να περηφανεύεται πως το εξασφάλισε πολύ συντομότερα από ό,τι και ο ίδιος θα περίμενε.
Πηγή: Εξέδρα