«Μπράβο!», κάνει με θαυμασμό ο γείτονας και συνεχίζει. «Θα μου δώσεις λίγο σ’ ένα μπουκαλάκι όταν φύγω;».
«Οχι. Δεν δίνω ποτέ», απαντάει ο Χότζας.

«Γιατί, Χότζα μου;», επιμένει ο γείτονας και εκείνος του απαντάει:
«Αν ήταν να δίνω κάθε τόσο λίγο από το κρασί μου, δεν θα είχε γίνει ποτέ σαράντα χρόνων».

Ο Νταμπίζας κοντεύει τα σαράντα, αλλά σε αντίθεση με το κρασί του Χότζα στην πολυετή καριέρα του φρόντιζε να αφήνει τη γεύση του όπου κι αν πήγαινε. Είναι από τους τύπους ανθρώπων που δεν μπορείς να αγνοήσεις, ακόμη κι αν τους αντιπαθείς. Γιατί είχε τον τρόπο να περνά στην κοινή γνώμη την αίσθηση του ποδοσφαιριστή που δεν γούσταρε τις δημόσιες σχέσεις. Δεν δίσταζε ακόμη και να παίρνει τηλέφωνο σε δημοσιογράφο για να εκφράσει την αντίθεσή του (συχνά όχι κόσμια) με την κριτική που του ασκούνταν επειδή ένιωθε ότι τον αδικούσε.

Οπως το 2004 παραμονές του έπους της Πορτογαλίας, όπου ετοιμαζόταν να φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο, όταν αναγγέλθηκε ως φήμη και αναπαράχθηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ η ανάμειξή του στην ιστορία των παικτών της Λέστερ και της απόπειρας βιασμού τριών τουριστριών. Εξαλλος επιφυλάχτηκε να κυνηγήσει την πλήρη αποκατάσταση του ονόματός του δηλώνοντας με απέχθεια: «Δεν θέλω να δίνω μαθήματα δημοσιογραφίας, αλλά είδα δημοσιευμένες ως και δηλώσεις του τρίχρονου γιου μου. Αηδίασα!».

Στην Αγγλία ο «Ντάμπι» άφησε το στιλ του «Macho Greek leader», έγινε σκεπτόμενος, εξευρωπαΐστηκε, αναβαθμίστηκε, αγόραζε εμπειρίες ζωής οι οποίες του χρησίμευαν στη μετέπειτα δυσκολότερη ίσως περιπέτειά του στη Λάρισα. Γιατί περί περιπέτειας επρόκειτο. Φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού ομάδας που ιστορικά δύσκολα αποδεχόταν αυτόν τον ρόλο για μη αυτόχθονα ποδοσφαιριστή.

Στα Εισόδια της Θεοτόκου του 2010 το Αλκαζάρ έκλεινε για πάντα και πίσω του άφηνε τους «οσίους» μιας πόλης, ονόματα όπως ο Γκαλίτσιος, ο Βαλαώρας, ο Ζιώγας, ο Βουτυρίτσας, ο Μητσιμπόνας, ο Κολομητρούσης, ο Καραπιάλης. Και πλάι τους ο Νταμπίζας ως ο τελευταίος αρχηγός που πάτησε το χορτάρι του τιμημένου γηπέδου. Δυσκολοχώνευτο από τους πάντοτε τοπικιστές –ακόμη και στα όρια της υπερβολής– οπαδούς της ΑΕΛ που συχνά αντιμετώπιζαν τον αρχηγό ως ποδοσφαιριστή άλλης ομάδας. Ισως γιατί ποτέ δεν δίσταζε να εκφράσει άποψη η οποία πάντοτε ξεχώριζε από τις συνήθεις επωδούς εκείνων που επιδίωκαν την εύνοια της εξέδρας. Ακόμη και στην κατάκτηση του Κυπέλλου που αναδείχτηκε πολυτιμότερος παίκτης του τελικού, φρόντισε να μοιραστεί τη δόξα με τους υπόλοιπους.

Αλλοι πιθανώς να αγιοποιούνταν σε ανάλογη περίπτωση. Ο Νταμπίζας δεν διεκδικούσε φωτοστέφανα. Είχε τα γαλόνια του κύρους μιας αξιοπρόσεκτης καριέρας στην Πρέμιερ Λιγκ και τη σοφία πια να ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι. Οπως τους παράγοντες και τους «παράγοντες» που ταλάνισαν μια ομάδα-μοντέλο οδηγώντας την στον υποβιβασμό. Εδειξε τη δυσφορία του όχι πέρυσι όταν η κατάσταση έδειχνε μη αναστρέψιμη, αλλά προ διετίας, όταν η Λάρισα κατακτούσε την πέμπτη θέση. Τα έβαλε με τον Μπέο σε μια εποχή που οι πάντες σιωπούσαν. Ακόμη και την εποχή που οι πάντες απέδιδαν τον υποβιβασμό της ΑΕΛ στις διαιτητικές σφαγές και στα στησίματα, εκείνος, κόντρα στο ρεύμα, δήλωνε ότι η αιτία του κακού ήταν η αλλαγή 15 παικτών στο ρόστερ.

Ο Νταμπίζας έγινε αντιπαθής γι' αυτά που έλεγε, γι' αυτά που δεν έλεγε και ήθελαν να λέει, αλλά σε κάθε περίπτωση κατάφερνε να κερδίζει το σεβασμό σου. Τώρα κοντεύοντας τα 40 έχει πια την ωριμότητα να γυρίσει πίσω του και να δει πόσα από αυτά που άφησε στον Ολυμπιακό, την Αγγλία, τη Λάρισα, αλλοίωσαν τον χαρακτήρα ή τον άφησαν ανόθευτο... Σαν το κρασί του Χότζα.

Πηγή: exedrasports.gr