Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας.
Ειδικά αν πρόκειται για τον Νίκο Λυμπερόπουλο. Θα θύμιζα περισσότερο τις μοιρολογήτρες που κάνουν μεγάλα ταξίδια για να θρηνήσουν έναν μακρινό συγγενή τους ή ακόμη κι ανθρώπους που δεν συνάντησαν ποτέ τους αυτοσχεδιάζοντας με επαναλαμβανόμενες επωδούς δίπλα στον νεκρό. Αυτό είναι, απ' ό,τι γνωρίζω και μεσσηνιακό έθιμο, πιθανόν ο ίδιος να το ξέρει καλύτερα.
Και δεν το κάνω, πρώτον, διότι εκτιμώ ότι στον έναν χρόνο που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι θα προσφέρει τις υπηρεσίες του ακόμα στο ποδόσφαιρο, είναι ικανός να ανατρέψει πολλά. Στο ελληνικό πρωτάθλημα, στην Εθνική, ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό του. Επομένως, τα μοιρολόγια μπορούν να περιμένουν.
Προφανώς δεν είμαι ο μοναδικός που θαυμάζει τον Λύμπε για την ικανότητά του να παίζει σε υψηλό ανταγωνιστικό επίπεδο στα 36 του.
Η κοψιά του, τα κιλά του, ο σωματότυπός του είναι τέτοιος που σου δίνει την αίσθηση ότι μπορεί να παίζει μπάλα και στα 50 του. Συμβαίνει σε πολλούς. Ο Σάββας Κωφίδης, για παράδειγμα, μπορεί να βγάλει τρία ημίχρονα σε κανονικών διαστάσεων γήπεδο κι εσύ να μην αντέξεις ούτε πεντάλεπτο. Ο Γιώργος «Χου» Γεωργιάδης το ίδιο. Ακόμη κι ο Ζαγοράκης, για τον οποίο πολλοί ισχυρίζονται ότι αναλώνεται περισσότερο στο προεδριλίκι του ΠΑΟΚ και τα συμπαρομαρτούντα, είναι σε θέση να παίζει περίπου (άντε, μια σκάλα χειρότερα) όπως το 2004!
Αυτό που περιμένω είναι μια αποκατάσταση της τεράστιας αδικίας που συντελέστηκε στη διάρκεια της καριέρας του. Δεν σχετίζεται ούτε με τους τίτλους που δεν κατέκτησε, παρά μόνο τον εφετινό, στα τόσα χρόνια θαυμάσιου ποδοσφαίρου που έπαιξε, ούτε με τα πέτρινα χρόνια που έζησε στον Παναθηναϊκό και στην ΑΕΚ, και δεν του άξιζαν. Αλλά στην Εθνική. Πρωταγωνιστής στα προκριματικά του 2004 και επανακάμψας μετά τον θρίαμβο της Πορτογαλίας. Κι ο Λύμπε ήταν εκεί. Θετικός στο προσκλητήριο, ακόμη κι αν κατάπιε την όποια δικαιολογημένη πικρία θα ένιωθε που δεν ήταν παρών στην κορυφαία στιγμή για οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή της δικής του κλάσης.
Ποτέ δεν εκδήλωσε παράπονο ή στεναχώρια. Και τώρα, διαβαίνοντας τον Ρουβίκωνα της ποδοσφαιρικής καριέρας του, υπολογίζεται από τον Σάντος, ο οποίος έχει πάντα στο μυαλό του έναν σέντερ φορ που στα 36 του διαθέτει την ικανότητα να βγάζει το φίδι από την τρύπα στα δύσκολα, να του δίνει λύσεις εκεί όπου η ομάδα θα βραχυκυκλωθεί. Ισως είναι ο μοναδικός για να το κάνει. Κι αυτήν τη φορά το χρωστά στον εαυτό του. Μια πρόκριση στα τελικά του Euro με την Εθνική.
Ισως ακόμη είναι από τους ελάχιστους διεθνείς που πρόλαβε την προ Ρεχάγκελ εποχή (ντεμπουτάρισε επί Πολυχρονίου) και ακολούθησε στη μετά Ρεχάγκελ με Σάντος. Δεν είναι πολλοί οι εκλεκτοί. Ο Λυμπερόπουλος έχει προνόμιο να λατρεύεται από τους οπαδούς ομάδων που αγωνίζεται και να εμπνέει τον σεβασμό από εκείνους που βρίσκονται απέναντι. Τους αντιπάλους. Στον ίδιο βαθμό μόνο στον Κριστόφ Βαζέχα το έχω διαπιστώσει. Ούτε καν στον Ριβάλντο. Πιθανώς και επειδή ο Λυμπεροπουλος δεν πολυσκεφτόταν αυτά που ήθελε να πει.
Τα έλεγε χωρίς περιστροφές, τραχιά, χωρίς στρογγυλοποιήσεις. Ακόμη κι εκείνοι που τον χλεύαζαν, περισσότερο επειδή έψαχναν ένα τρωτό του σημείο, ως «άτιτλο», γνώριζαν κατά βάθος ότι μεγαλύτερο προσόν είναι να θεωρείσαι καταξιωμένος στη συνείδηση του κοινού. Κι αυτός το πέτυχε χωρίς να είναι επιτηδευμένος.
Κι επειδή μεταξύ «κύλικος και χειλέων πολλά πέλει», οι προαναγγελίες που παραπέμπουν σε δυσάρεστες καταστάσεις δεν είναι ευπρόσδεκτες. Αν ήταν, τότε από σήμερα θα τρέχαμε στη Μεσσηνία να μοιρολογάμε «κλαίνε τα μάβρα τα βουνά και χύνουν μάβρα δάκρια! Χλίβεται και η φτωχολογιά στον κάμπο της Μεσσένιας». Αλλά επειδή μοιρολόγια δεν χωράνε για τον Λύμπε, ας τον απολαύσουμε για ακόμη μία χρονιά. Κι έχει ο Θεός…
Πηγή: Εξέδρα