Η "επίσημη αγαπημένη" επιστρέφει από τη Λιθουανία με την άκρως τιμητική 6η θέση, με μια μόνο "πικρή" ανάμνηση και με το εισιτήριο για το Προλυμπιακό τουρνουά στις αποσκευές.
Κι αφού ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις της ήρθε η ώρα για να τον καθιερωμένο απολογισμό, μέσα από συγκεκριμένα ερωτήματα.
Πέτυχε τους στόχους της; Εκατό στα εκατό. Στόχος της ήταν -και θα 'πρεπε να είναι- η πρόκριση στο επόμενο τουρνουά. Αυτό είχε γραφτεί πριν πριν το πρώτο τζάμπολ του τουρνουά. Μόνο αν η Ελλάδα είναι παρούσα στις μεγάλες διοργανώσεις, μπορεί να έχει διάρκεια και βελτίωση.
Οι άλλοι στόχοι, που θα πρέπει να έχει μια ομάδα κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι να αποκτήσει μια συγκεκριμένη ταυτότητα και να είναι ανταγωνιστικοί σε όλα τα παιχνίδια. Από αυτά έχει κανείς παράπονο; Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα "πάτησε" πάνω στις βάσεις που είχαν χτιστεί επί εποχής Γιαννάκη, στηρίχθηκε στην καλή άμυνα, στο "διάβασμα" και στην ομαδικότητα και "χτύπησε" όλα τα ματς.
Η 6η θέση της αξίζει; Ας το δούμε διαφορετικά, χωρίς παρωπίδες, βλέποντας τη μεγαλύτερη εικόνα ολόκληρου του τουρνουά. Η Ελλάδα ήταν καλύτερη από την Ισπανία; Όχι. Από τη Γαλλία; Όχι. Από τη Ρωσία; Όχι. Από την ΠΓΔΜ; Όχι. Από τη Λιθουανία; Όχι.
Από την άλλη ήταν καλύτερη από τη Σερβία; Σίγουρα. Από τη Σλοβενία; Χωρίς αμφιβολία. Από τις άλλες ομάδες που έμειναν εκτός; Ναι.
Σε μια φάση ανανέωσης, με αρκετές απουσίες και έξι πρωτοεμφανιζόμενους παίκτες άφησε πίσω της αρκετές καλές ή παραδοσιακές ομάδες (Σερβία, Σλοβενία, Γερμανία, Ιταλία, Κροατία) και για δύο σουτ ή δύο καλές άμυνες θα μπορούσε να προκριθεί στους "4".
Τι έκανε καλά; Είπαμε: η άμυνα της ήταν εκπληκτική και σταθερή. Η Εθνική τερμάτισε με τη 2ο καλύτερο παθητικό (67.4), 3η στα σουτ εντός πεδιάς που επέτρεψε και 1η στο ποσοστό σουτ εντός πεδιάς των αντιπάλων (41.7).
Η παγίδα στο low-post ήταν το "κλειδί" (διότι "σταμάτησε" ομάδες που ποντάρουν πολλά εκεί όπως η Σλοβενία, η Σερβία, η Κροατία και το Μαυροβούνιο) και σίγουρα αποτελεί ένα στοιχείο, στο οποίο μπορεί να "χτίσει" για τις επόμενες διοργανώσεις, ώστε να παρουσιάσει μια συνέχεια.
Το μεγάλο "παράσημο" του Ηλία Ζούρου είναι ότι... έπεισε όλους τους παίκτες ότι πρέπει να σκέφτονται πρωτίστως την άμυνα. Ακόμη και μη προικισμένοι αθλητές ήξεραν ότι από εκεί πρέπει να ξεκινήσουν για να πάρουν χρόνο συμμετοχής και ρόλο στην ομάδα. Υπήρχαν κανόνες, μεγάλη προσπάθεια, αλλά και εναλλακτικές λύσεις όπως οι σύνθετες άμυνες τις οποίες παρουσίασε το προπονητικό τιμ σε διαφορετικά παιχνίδια.
Ακόμη η Εθνική έπαιξε πολύ ομαδικά. Ήταν πολύ καλή σε ότι αφορά τις συνεργασίες δύο και τριών παικτών, είχε ισορροπία στο παιχνίδι της και έδειξε ότι στηρίζεται σε όλους τους παίκτες κι όχι σε 1-2 αστέρια για να την "τραβήξουν".
Τι δεν έκανε καλά; Στην επίθεση μπορεί να βελτιωθεί πολύ. Πρόσθεσε μετά από χρόνια το παιχνίδι στο low-post (στοιχείο που έλειπε ως δημιουργία και ως εκτέλεση με τέτοια συνέπεια από την εποχή του Λάζαρου Παπαδόπουλου), αλλά από την άλλη είχε πολύ χαμηλά ποσοστά στην περιφέρεια.
Ούτε σε ένα παιχνίδι η Εθνική δεν "έβαλε απ' έξω", με εξαίρεση ίσως κάποια ημίχρονα (όπως το πρώτο με τη Σερβία). Είχε χαμηλά ποσοστά κι αν δεν υπήρχε ο Αντώνης Φώτσης θα θύμιζε... απόδοση παιδικής ομάδας. Γενικότερα στην επίθεση μπορεί να γίνει πιο ποιοτική και σίγουρα θα γίνει πιο επικίνδυνη αν αυξήσει τα ποσοστά της.
Ένα άλλο αρνητικό στοιχείο ήταν το γεγονός ότι η Ελλάδα έχασε και τα τρία ματς στα οποία έχασε την επαφή της με το σκορ. Το ίδιο έγινε με την ΠΓΔΜ (-14), τη Ρωσία (-16) και τη Λιθουανία (-4), με τη διαφορά ότι στο τελευταίο -χωρίς άγχος ματς- γύρισε τη διαφορά των 10 πόντων, χωρίς τελικά να κάνει την ολική επαναφορά.
Φάνηκε, όμως, ότι όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά κι οι παίκτες εγκαταλείπουν -λόγω της πίεσης του σκορ-το ομαδικό τους πνεύμα, με αποτέλεσμα να στηρίζονται στο ένστικτο τους η Εθνική "πέφτει" αρκετά επίπεδα. Εξού κι οι μεγάλες διαφορές στα δύο πρώτα παιχνίδια που "στράβωσαν".
Είναι, βέβαια, κάτι που εύκολα μπορεί να διορθωθεί αν στο ρόστερ προστεθούν 2-3 από τους έμπειρους παίκτες που απουσίασαν, οι οποίοι μπορούν να φέρουν ποιότητα και προσωπικότητα.
Ποιοι ξεχώρισαν; Προσωπικά πιστεύω ότι ο MVP της Εθνικής ήταν ο Αντώνης Φώτσης. Ήταν άλλωστε πρώτος σκόρερ (11.8), 2ος ριμπάουντερ (4.7)κι είχε το υψηλότερο ποσοστό σε δίποντα (61% πίσω μόνο από τον Μαυροειδή που είχε λίγες προσπάθειες) και τρίποντα (51.3%)
Η συνεισφορά του, βέβαια, δεν φαίνεται αποκλειστικά από τους αριθμούς. Ο αρχηγός του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματα φώναξε "παρών" σε δύσκολα σημεία και με το... ψυχρό του αίμα, έβαλε μεγάλα σουτ κι έδωσε πολύτιμες λύσεις. Το γεγονός ότι αποτέλεσε μια σταθερή απειλή από την περιφέρεια βοήθησε πολύ στη δημιουργία χώρου μες στη ρακέτα στα "5άρια", αλλά και αποστάσεων με τους περιφερειακούς.
Ακόμη ήταν πολύ καλός στην άμυνα: τόσο στην ατομική (μάρκαρε αποτελεσματικά ακόμη και τον Νικολά Μπατούμ), όσο και στην ομαδική. Ειδικά στο δεύτερο κομμάτι, χάρις στην ταχύτητα, το μέγεθος και την οξυδέρκεια του, αποτέλεσε πολύτιμο γρανάζι: πήρε ριμπάουντ, αλλοίωσε σουτ, κάλυψε χώρους και βοήθησε πολύ στην επιτυχημένη λειτουργία της παγίδας στο low-post.
Η τετράδα των... σωματοφυλάκων συμπληρώνεται από τον Γιάννη Μπουρούση που παρουσιάστηκε αγνώριστος στο τουρνουά (αποδεικνύοντας τη βελτίωση του με πλάτη στο καλάθΙ) έχοντας 11.6 πόντους και 5.6 ριμπάουντ, τον Νίκο Ζήση που είχε και το μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής (27.4 λεπτά με 10.7 πόντους και 3.2 ασίστ) και τον Νικ Καλάθη των 9.2 πόντων και των 3.8 ασίστ.
Ειδικά ο τελευταίος είχε τον τριπλό ρόλο να "σταματάει" τη μπάλα, να δημιουργεί με την ταχύτητα του και να τελειώνει φάσεις μέχρι μέσα. Ήταν από τους παίκτες που φαινόταν πολύ στην απόδοση της ομάδας, αν έπαιζαν (καλά) ή όχι.
Από κοντά κι ο Κώστας Κουφός στην επιστροφή του μετά από δύο χρόνια. Ήταν φανερά βελτιωμένος και έδειχνε να έχει προσαρμοστεί περισσότερο στο ομαδικό παιχνίδι της Ελλάδας. Το σημαντικότερο είναι η ηλικία του Είναι 22 ετών και έχει μπροστά του αρκετά χρόνια στην Εθνική. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους "μικρούς": τον Μπράμος και τον Παπανικολάου, που έχουν τα φόντα και όλο το χρόνο για να "ωριμάσουν" και να αποτελέσουν την επόμενη γενιά πρωταγωνιστών.
Αυτά με τον απολογισμό, όμως, το Ευρωμπάσκετ περνάει σιγά σιγά στο παρελθόν. Και αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι το μέλλον. Οπότε η επιτυχημένη "μετάβαση" από το ένα, στο άλλο όπως την είδαμε στη Λιθουανία αξίζει μόνο συγχαρητήρια σε παίκτες, προπονητές και διοίκηση. Και δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να "απογοητεύτηκε" ή να μην αισθάνθηκε περήφανος για αυτή την ομάδα, που πάλεψε με όλες τις δυνάμεις για να κάνει αυτό που πιθανόν να ήταν το καλύτερο που μπορούσε.
Πηγή: sport24.gr