Τη θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την άνοιξη (Μάρτης του '74), παρ' όλο που η μνήμη σε ένα πιτσιρίκι μόλις 11 χρόνων δεν έχει ακόμα μεστώσει.

Καθόμουν στην σπίτι με τη μούρη κολλημένη στο τζάμι, περιμένοντας τον πατέρα μου να γυρίσει. Μου είχε υποσχεθεί να με πάρει μαζί του στο γήπεδο. Να δω από κοντά την ομάδα που είχε φιλοδωρήσει τον ΠΑΟΚ με τρία γκολ! Αλλά, το κυριότερο, να δω τη φανέλα της που με είχε μαγέψει την προηγούμενη χρονιά στον τελικό στο Καυτανζόγλειο.

Ο πατέρας μου προχωρούσε χωρίς να μιλάει. Στο ένα χέρι κρατούσε το τσιγάρο, στο άλλο κρατούσε εμένα. Πριν περάσουμε την πόρτα των επισήμων ήταν η ώρα για τον προφορικό κατάλογο με τα 10 περίπου «δεν θα…» που όφειλα να αποδεχθώ. Κούνησα το κεφάλι συγκαταβατικά και περάσαμε μέσα. Εκατσε στην καρέκλα του και εγώ στάθηκα δίπλα του στον διάδρομο για να βλέπω. Το γήπεδο ασφυκτικά γεμάτο.

«Τι ήταν αυτό; Σεισμός;», αναρωτήθηκα ξαφνικά φοβισμένος, σφίγγοντας ενστικτωδώς το χέρι του πατέρα μου. Σαν τα ελατήρια άπαντες πετάχτηκαν από τη θέση τους. Οι ομάδες έκαναν την εμφάνισή τους στον αγωνιστικό χώρο. Ο Κούδας, ο Ασλανίδης, ο Αποστολίδης, ο Σαράφης, ο Τερζανίδης, ο Παρίδης, ο Ιωσηφίδης βημάτιζαν αργά προς τη σέντρα. Ο καλύτερος ΠΑΟΚ όλων των εποχών για πολλούς από τους οπαδούς του «Δικεφάλου» σε πλήρη παράταξη.

Τότε ήταν που έπαθα το σοκ. Ξαναέβλεπα στα μάτια μου το όνειρο! Τι φανέλα ήταν αυτή; Ολοι στο γήπεδο δεν είχαν μάτια παρά μόνο για τους παίκτες του ΠΑΟΚ κι εγώ είχα κολλήσει με τη φανέλα της Μίλαν. Αυτές οι λεπτές, πολύ λεπτές για τα δεδομένα μου ρίγες! Κόκκινες, κατακκόκινες και μαύρες, κατάμαυρες ρίγες που με εντυπωσίασαν. Εμεινα με το στόμα ανοιχτό να τις χαζεύω. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια φανέλα άλλη φορά στη ζωή μου. Να εκπέμπει με ένα παράξενο τρόπο κύρος και αρχοντιά!

Ο,τι κράτησα από εκείνο το ματς ήταν η φανέλα με τις κοκκινόμαυρες ρίγες. Τα τέσσερα γκολ της αναμέτρησης, τα δύο για λογαριασμό του ΠΑΟΚ από τον Σαράφη, και για τη Μίλαν το ένα από τον Μπιγκόν (ποιος θα μου έλεγε εκείνο το βράδυ ότι κάποτε θα ερχόταν στην Ελλάδα κι εγώ έπειτα από χρόνια θα έγραφα στην εφημερίδα γι' αυτόν) και το δεύτερο από τον Τριζόλντι, έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Οι λεπτές κόκκινες και μαύρες ρίγες μού έμειναν και ένα όνομα που όλοι οι θεατές κάθε τόσο επαναλάμβαναν με θαυμασμό: Ριβέρα! «Δες, δες τον Ριβέρα», μου έλεγε ο πατέρας μου κάθε φορά που έφτανε η μπάλα στα πόδια του και εγώ ρωτούσα: «Είναι καλός παίκτης, μπαμπά;» «Παικταράς», μου απαντούσε ακολουθώντας κάθε του κίνηση με το βλέμμα του. «Καλύτερος από τον Κούδα;», επέμενα εγώ. Κι αυτός μου απαντούσε κοφτά: «Βλέπε…». Από μέσα μου χαμογελούσα κι έλεγα: «Για να μη μου απαντά, σίγουρα είναι καλύτερος» κι έτριβα κρυφά τα χέρια μου από ικανοποίηση!

Η φανέλα λοιπόν που με έκανε εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ να την κοιτάζω σαν χάνος κουβαλά μεγάλη ιστορία. Η Μίλαν τη φόρεσε για πρώτη φορά τη δεκαετία του '60, αλλάζοντας τις χοντρές κλασικές κοκινόμαυρες ρίγες και συγκεκριμένα την περίοδο 1962-63. Το τέλος της σεζόν τη βρίσκει πρωταθλήτρια Ευρώπης. Στον τελικό του «Γουέμπλεϊ» νικάει με 2-1 την Μπενφίκα (δύο γκολ ο μεγάλος Αλταφίνι και για τους Πορτογάλους σκόρερ ο θεϊκός Εουσέμπιο). Μιλάμε για τη Μίλαν του προπονητή Νέρεο Ρόκο με ποδοσφαιριστές παγκόσμια είδωλα, όπως ο μπαμπάς Μαλντίνι (capitano) ο Γκέτσι, ο Αλταφίνι, ο Τραπατόνι, ο Σάνι, ο Ριβέρα, ο Πιβατέλι κι ο Μόρα. Η φανέλα αποδεικνύεται γούρικη και αποφασίζουν να την κρατήσουν. Τουλάχιστον για την Ευρώπη ένα κεφάλαιο που σε πείσμα των υπόλοιπων ομάδων στην Ιταλία τη Μίλαν πάντα την ενδιέφερε πολύ. Τη δεκαετία λοιπόν του 1960 μπορεί να κέρδισαν το σκουντέντο ομάδες όπως η Φιορεντίνα, η Κάλιαρι, η Μπολόνια και φυσικά η Γιουβέντους και η Ιντερ, η Μίλαν όμως με τις λεπτές ρίγες καταξιώνεται στην Ευρώπη, βάζοντας από τότε τα θεμέλια της πιο επιτυχημένης ιταλικής ομάδας στη γηραιά ήπειρο.

Ενα μόνο πρωτάθλημα με τη νέα φανέλα μετράει η ομάδα του Μιλάνου. Το 1967-68. Μια χρονιά σημαδιακή. Στην ομάδα επιστρέφει ο «παππούς». Ο Νέρεο Ρόκο κάθεται πάλι στον πάγκο. Ο νέος πρόεδρος της ομάδας, Φράνκο Καράρο, τον επαναφέρει και η «μαυροκόκκινη μηχανή» παίρνει και πάλι μπροστά. Ο Ρόκο μπαίνει στο εργαστήριο και φτιάχνει το πιο εκρηκτικό μείγμα. «Παντρεύει» τους νέους με τους παλιούς. Φέρνει τον Μαλατράζι από την Λέκο, τον τερματοφύλακα Κουντιτσίνι… στα τελειώματα από την Μπρέσια και τον έτοιμο για συνταξιοδότηση Κουρτ Χάμριν, τον Σουηδό από τη Φιορεντίνα. Τραβάει πίσω τον Πράτι που τον είχαν δώσει δανεικό στη Σαβόνα και τον Μαλντέρα από τη Βερόνα μαζί με τον Γκολίν! Ολοι αυτοί παρέα με τις παλιοσειρές, Τραπατόνι, Ριβέρα, Σνέλινγκερ και τον Βραζιλιάνο Σορμάνι κερδίζουν το πρωτάθλημα τέσσερεις αγωνιστικές πριν από το τέλος! Αυτό είναι το πρόγευμα. Το κυρίως πιάτο έρχεται την ίδια χρονιά με την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων στο Ρότερνταμ με αντίπαλο το Αμβούργο. Με δύο γκολ του γέρου... Χάμριν η Μίλαν προσθέτει ακόμα μια ευρωπαϊκή «κούπα» στη συλλογή της.

Το μεγάλο «μπαμ» με την ίδια πάντα φανέλα, τη φανέλα-ορόσημο, θα γίνει την επόμενη χρονιά που η Μίλαν εκπροσωπεί την Ιταλία στο Πρωταθλητριών. Ταξιδεύει τρένο -στην πρώτη θέση παρακαλώ- μέχρι τον τελικό της Μαδρίτης. Εκεί θα συναντήσει τον Αγιαξ που δεν έχει ακόμα ενηλικιωθεί. Θα τον φιλοδωρήσει με τέσσερα γκολ(!) και θα δεχθεί πιστή στην ιταλική παράδοση μόλις ένα κι αυτό από πέναλτι του Βάσοβιτς. Για τη Μίλαν τριπλέτα του Πράτι και ένα γκολ ο Σορμάνι. Πριν κοπάσουν οι πανηγυρισμοί και ο ενθουσιασμός, η μεγάλη Μίλαν ολοκληρώνει το αριστούργημα με την κατάκτηση του Διηπειρωτικού. Νικά την Εστουντιάντες με 3-0 στο Μιλάνο, χάνει με 2-1 στο Μπουένος Αϊρες και στέφεται πρωταθλήτρια Κόσμου!

Οι λεπτές ρίγες γίνονται σύμβολο και με αυτές συνεχίζει και τη δεκαετία του '70 στην οποία κερδίζει το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1972-73 στον αξέχαστο εκείνο τελικό στο Καυτανζόγλειο Στάδιο με τη Λιντς και τον Μίχα διαιτητή, με ένα απευθείας χτύπημα φάουλ του Κιαρούτζι κι ένα πρωτάθλημα την περίοδο 1978-79, στο κύκνειο άσμα του μεγάλου Ριβέρα! Τη χρονιά που την παρακολούθησα στη Θεσσαλονίκη η Μίλαν έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων στο Ρότερνταμ και έχασε από το Μαγδεμβούργο με 2-0.

Στη δεκαετία του '80 η φανέλα άλλαξε και οι παίκτες φόρεσαν και πάλι τις κλασικές μεγάλες χοντρές ρίγες. Μετά όμως από δημοψήφισμα στο επίσημο σάιτ της ομάδας φαίνεται ότι η νοσταλγία επικράτησε, με αποτέλεσμα η ιστορική φανέλα που με μάγεψε εκείνη τη βραδιά να επιστρέψει και πάλι στο «Σαν Σίρο»! Από τον Ριβέρα στον Κασάνο και από τον Σορμάνι στον Ιμπραΐμοβιτς. Κανείς δεν έμαθε τι ήταν αυτό που έκανε τους υπευθύνους την ομάδας να αλλάξουν εμφάνιση. Οπως δεν έμαθα κι εγώ εκείνο το βράδυ αν ο Κούδας είναι καλύτερος του Ριβέρα!

Πηγή: sday.gr