Όταν ο Γιάννης Καραλής με ρώτησε στην «Ώρα των πρωταθλητών» τι τίτλο θα έβαζα σ΄ένα κομμάτι μετά το 1-2 της Εθνικής στην Τιφλίδα του απάντησα ότι θα ήταν άδικο να βάλω τίτλο για ένα μόνο ματς και πως αυτός θα αφορούσε συνολικά την Εθνική που γνωρίσαμε επί Ρεχάγκελ και Σάντος. Και του είπα «Δέκα υπέροχα χρόνια».
Πραγματικά «τα (10) καλύτερά μας χρόνια» σε εθνικό επίπεδο ποδοσφαίρου ήταν αυτά που ξεκίνησαν το 2002, συνεχίστηκαν με την απίθανη κατάκτηση του Euro 2004, την τιμητική συμμετοχή στο Κονφεντερέισον του 2005, το Euro της Αυστρίας και της Ελβετίας, το Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής και τώρα το ευρωπαϊκό της Πολωνίας και της Ουκρανίας.
Η Εθνική ομάδα δεν παίζει θεαματικό ποδόσφαιρο, αφού με τέτοια στάνη αυτό το γάλα βγαίνει, αλλά είναι ΟΜΑΔΑ με όλη την σημασία της λέξης και ξέρει να παίρνει το αποτέλεσμα που σήμερα την έχει καθιερώσει στις 10 καλύτερες ομάδες του κόσμου, σύμφωνα με την κατάταξη της ΦΙΦΑ.
Οι ποδοσφαιριστές έχουν εμπιστοσύνη στον προπονητή και αντίστροφα. Και ο Ρεχάγκελ και ο Σάντος ξέρουν τι μπορούν να ζητήσουν από τους παίκτες που έχουν στη διάθεσή τους και τι μπορεί να τους δώσει ο καθένας και όλοι μαζί. Ο Σάντος, μάλιστα, ως Πορτογάλος είναι πιο κοντά στην κουλτούρα του Έλληνα παίκτη απ΄ ότι ο Ρεχάγκελ. Είχε δουλέψει στη χώρα μας πριν αναλάβει την Εθνική, ενώ ο Γερμανός μπήκε ξαφνικά στο πετσί του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ο Πορτογάλος γνωρίζει ότι ένας προπονητής, ειδικά στην Ελλάδα, ΔΕΝ είναι σοφό να ΕΚΘΕΤΕΙ τους ποδοσφαιριστές του. Και ξέρει ότι αν σταθεί δίπλα τους, αυτοί μετά θα κάνουν τα πάντα για να τον δικαιώσουν και να τον ευχαριστήσουν για την διακριτικότητά του.
Ο Σάντος σε αντίθεση με τον Ρεχάγκελ άνοιξε τις πόρτες της Εθνικής σε κάθε ποδοσφαιριστή που διακρίνεται. Φυσικά και στηρίζεται σε ένα βασικό κορμό, αλλά όταν δίνεις την ευκαιρία στον Ζαραδούκα (παίκτη του Βόλου τότε), κάνεις όλους τους υπόλοιπους και να σε σέβονται και να προσπαθούν για να γίνουν κι αυτοί «Ζαραδούκες» στη θέση του Ζαραδούκα.
Με τον Ρεχάγκελ ο Γκέκας δεν θα είχε επιστρέψει ΠΟΤΕ στην Εθνική ομάδα. Με τον Σάντος η όποια παρεξήγηση λύθηκε χωρίς πολλά-πολλά και η επιστροφή έγινε την πιο κατάλληλη στιγμή.
Βεβαίως και ο Γερμανός είναι διαφορετικός χαρακτήρας. Και επειδή ήταν τέτοιος, έφτασε την Ελλάδα ψηλά. Καθιέρωσε όμως, στην ομάδα το οικογενειακό κλίμα και φρόντισε να το διατηρήσει με τις όποιες μικρές ή πιο μεγάλες προσθαφαιρέσεις κι αν έκανε στο ρόστερ. Κι αυτή την σκυτάλη την παρέδωσε στον Σάντος, ο οποίος κατέφερε να την κρατήσει σφιχτά στην διαδρομή και των 16 αγώνων που κάθισε ως τώρα στον πάγκο της Εθνικής.
Το οικογενειακό κλίμα της ελληνικής ομάδας επιβεβαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο ταξίδι της επιστροφής από την Γεωργία, όπου όλοι φώναζαν τα ονόματα όλων (ακόμα και των απόντων) στο αεροπλάνο της επιστροφής. Αλλά και από το ραπ τραγούδι που ετοιμάζονται να βγάλουν το επόμενο διάστημα στον αέρα οι διεθνείς, προσφέροντας τα έσοδα σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Η Εθνική ακόμα κι όταν δεν παίζει καλό ποδόσφαιρο μπορεί να κερδίσει ένα παιχνίδι. Κι αυτό φανερώνει χαρακτήρα. Και χαρακτήρας σημαίνει πίστη στις προσπάθειές σου ακόμα κι αν αυτές δεν είναι σύμφωνες με την κοινή λογική.
Το σίγουρο είναι πως ότι συνέβη σε αυτή την υπέροχη δεκαετία δεν ΕΤΥΧΕ, αλλά ΠΕΤΥΧΕ χάρη σε δύο προπονητές με ισχυρή προσωπικότητα και στις επιλογές τους να χτίσουν όπως εκείνοι πίστεψαν ένα σύνολο με μαχητικό χαρακτήρα, στηριγμένο σε αυτό που είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο, αλλά δυστυχώς απουσιάζει τα τελευταία χρόνια από την κοινωνίας μας και ιδιαίτερα τους εκάστοτε κυβερνώντες. Το ΦΙΛΟΤΙΜΟ.
Πηγή: novasports.gr