Κάθε φορά που σε αυτές τις ιστορίες εμφανίζεται ο μαντράχαλος ο Κεβόρκ, γράφω μια ολόκληρη αράδα με τα «ονόματά» του λες κι ήταν φυλακόβιος κι όμως, κάθε φορά πιστεύω πως τελικά δεν έχετε καταλάβει τίποτα. Σάμπως εγώ είχα καταλάβει;
Λοιπόν... έβρεχε (όχι, θα το άφηνα). Καθόμουν με τον Φώτη, τον Δεμπασκαλά και τον Βαγγέλη τον Πατούσα έξω από τον καφενέ του Μπάφα. Ο Δεμπασκαλάς δεν είχε αρχίσει να δουλεύει ακόμα στον καφενέ.
Ο Πατούσας δεν είχε αγοράσει ακόμα την αναθεματισμένη τη μηχανή που τον ταξίδεψε μακριά μας. Εγώ δεν είχα αρχίσει ακόμα να κρατάω σημειώσεις. Ο Φώτης δεν είναι κριτήριο. Ό,τι ήταν τότε είναι και τώρα. Έφηβος τότε, αιώνιος έφηβος τώρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σχέση του με τις μ@λ@κίες.
Ήμασταν έφηβοι, λοιπόν, μαθητές Γυμνασίου στις πρώτες μέρες της Πρώτης κι εκεί, αυτό το πρωί του Σαββάτου, βλέποντας τη βροχή από ένα υπόστεγο όπου το καλοκαίρι ο Μπάφας έβγαζε τραπέζια και το χειμώνα ντάνιαζε τα καφάσια με τις μπίρες, είχαμε ανοίξει ένα ασυνήθιστο -για την ηλικία και τα ενδιαφέροντά μας- θέμα συζήτησης.
Από το ...γραφείο Τύπου της γειτονιάς, τη Δωροθέα τη Ζαβή, είχε διαρρεύσει πως το απόγευμα θα γινόταν στην εκκλησία η βάφτιση ενός νεοαφιχθέντα Αρμένη, του Κεβόρκ, που ήταν εγγονός ενός υπεραιωνόβιου τσαγκάρη, ο οποίος γύρναγε στις γειτονιές φορτωμένος με ένα ζεμπίλι, φώναζε «τσανγκάρε» και τρέχανε οι γυναίκες να του φέρουν τα παπούτσια του σπιτιού να τα σολιάσει.
Έβαζε τότε ο «τσανγκάρε» μια χούφτα πρόκες στο στόμα, έκοβε με μια φαλτσέτα όσο δέρμα χρειαζόταν, έπιανε το σφυρί κι άρχιζε την «επιχείρηση» καθισμένος στα σκαλοπάτια του κάθε σπιτιού.
Όλο το άρθρο στο gazzetta.gr.