Σε τούτη τη ζωή όσοι έχουν φανατικούς φίλους και εξίσου φανατικούς εχθρούς, συμβαίνει να είναι ξεχωριστοί. Δεν ξέρουμε αν είναι καλοί ή κακοί άνθρωποι, αν είναι ευγενικοί ή αγενείς, αν είναι καλλιεργημένοι ή ακαλλιέργητοι. Ξέρουμε, όμως, ότι είναι διαφορετικοί. Απέχουν από τον μέσο όρο. Ενας τέτοιος τύπος ήταν ο γκολκίπερ, Δημήτρης Ελευθερόπουλος. Και ο αόριστος που χρησιμοποιούμε έχει να κάνει με το γεγονός ότι εδώ και ένα 24ωρο ο «Ελέ» έπαψε να είναι ενεργός ποδοσφαιριστής. Περνάει πλέον σε μια άλλη σφαίρα, της διαφορετικής ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο, σε ένα άλλο -απροσδιόριστο για την ώρα- πόστο είτε στον Πανιώνιο (που μετά χαράς πρόλαβε να του απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση) είτε αλλού.
Γιατί σταμάτησε τόσο αιφνίδια; Ο ίδιος είπε ότι «ξενέρωσε» μετά απ' όσα έγιναν το καλοκαίρι στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αλλοι λένε ότι, σε συνέχεια των πολλών τραυματισμών, ένιωθε ότι δεν πήγαινε άλλο και ότι έπρεπε να φύγει τώρα, με το κεφάλι ψηλά. Οπως και να 'χει το πράγμα, η ουσία είναι ότι δεν δηλώνει πλέον ποδοσφαιριστής.
Ο «Ελέ» γεννήθηκε στον Πειραιά κι άρχισε την καριέρα του από τα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού. Για μία σεζόν (1995-96) δόθηκε δανεικός στην Προοδευτική και στη συνέχεια επέστρεψε στους «ερυθρόλευκους» μέχρι το 2004. Κορυφαία στιγμή με τους Πειραιώτες ήταν τη σεζόν 1998-99, όπου βοήθησε την ομάδα του να φθάσει στα προημιτελικά του Champions League, ενώ ανακηρύχθηκε κορυφαίος τερματοφύλακας της διοργάνωσης για τη συγκεκριμένη χρονιά.
Το 2004 αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στην Ιταλία και μεταγράφεται στη Μεσίνα. Το 2005 περνάει το κατώφλι του «Μιλανέλο» και περιγράφει την εμπειρία ως εξής: «Είμαι στο Μιλανέλο, πιάνω το στιλό στο χέρι για να υπογράψω το συμβόλαιο με τη Μίλαν, έχοντας δίπλα μου τον κ. Γκαλιάνι. Σφίγγω τη γροθιά στο αριστερό μου χέρι, υπογράφω, κοιτάω στον ουρανό και λέω από μέσα μου: «Ναι, ρε μάγκα, ενάντια σε όλους, έτσι. Κόντρα σε όσους σε πίκραναν και δεν πίστεψαν σε σένα». Η θητεία του στη Μίλαν μπορεί να μην κράτησε πολύ (δόθηκε δανεικός σε μια άλλη μεγάλη ομάδα του κάλτσιο, τη Ρόμα), αλλά ο ίδιος τη θυμάται ως εμπειρία ζωής. Επόμενοι σταθμοί της καριέρας του ήταν οι Ασκολι και Σιένα, πριν επαναπατριστεί για να καθίσει κάτω από τα δοκάρια του ΠΑΣ Γιάννινα. Το καλοκαίρι του 2010 συμφώνησε με τον Ηρακλή, κάνοντας καλές εμφανίσεις, και το επόμενο καλοκαίρι μετακόμισε στη Νέα Σμύρνη και τον Πανιώνιο.
Οσοι περιγράφουν την εικόνα του στον Ολυμπιακό με τη φάση του γκολ του Κόντε στον προημιτελικό με τη Γιουβέντους, προφανώς ξεχνούν πόσες φορές είχε κατεβάσει ρολά στη διάρκεια εκείνης της θριαμβευτικής πορείας των «ερυθρολεύκων» στο Τσάμπιονς Λιγκ. Σε ό,τι αφορά στην Εθνική, ήταν ένας από αυτούς που πλήρωσαν τη νύφη στο «ξεσκαρτάρισμα» που έγινε το 2001, μόλις ανέλαβε ο Ρεχάγκελ. Πιθανότατα γιατί ανήκε «στο μπλοκ Γεωργάτου» και τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, μετά το επεισόδιο ανάμεσα στον «Γκεό» και τον Γερμανό. Εκτοτε, πολλές φορές έκανε «άνοιγμα» στην Εθνική, αλλά ουδέποτε κλήθηκε. Ούτε από τον Ρεχάγκελ, ούτε από τον Σάντος.
«Όταν βαρεθώ το γρασίδι...»
«Δεν δουλεύω για να ζήσω. Δεν έχω πρόβλημα βιοπορισμού πια, παίζω επειδή κάνει την καθημερινότητά μου καλύτερη. Οταν βαρεθώ την προπόνηση, το γρασίδι, απλώς θα σταματήσω. Εχω την πολυτέλεια να το κάνω», είχε πει σε ανύποπτο χρόνο. Ανέκαθεν ήταν γνωστός ως «βιβλιοφάγος». «Τον τελευταίο καιρό διαβάζω την «Αθανασία» του Κούντερα», είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του. «Διάβασα Τζακ Λόντον, Χόρχε Μπουκάι, είδα κάποια θεατρικά που μου άλλαξαν τη ζωή, την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», το «Ενας στους 10», το «Γάλα». Περνάω καλά», θα συμπληρώσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι από 'δω και στο εξής θα έχει σαφώς περισσότερο χρόνο για βιβλία, θεατρικές παραστάσεις και λοιπά ενδιαφέροντα. Εκτός αν η αγάπη του για το ποδόσφαιρο τον οδηγήσει πολύ άμεσα στο «άλλο πόστο», που ο ίδιος προανήγγειλε κατά το γράψιμο του επιλόγου της ποδοσφαιρικής του καριέρας.
Πηγή: sday.gr