Ήταν η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς της πρώτης χρονιάς μετά την αποφοίτηση της παλιοπαρέας των έιτις από το Λύκειο. Δεν θυμάμαι πως είχε γίνει το «μαγικό», ωστόσο και οι πέντε είχαμε μαζευτεί μεσημέρι στο καμαράκι (πρώην αποθήκη) που κοιμόμουν, στην αυλή του πατρικού μου.
Όλοι παρόντες, παρότι ο Πέτρος ο Αρμένης ήταν ήδη φαντάρος και ο Παππούς απολάμβανε τη φοιτητική ζωή στην Αθήνα. Θέμα συζήτησης ήταν το βραδινό πάρτι μασκέ στο αμφιθέατρο του Λυκείου, στο οποίο θα πηγαίναμε για πρώτη φορά ως εξωσχολικοί.
Σημείο αναφοράς, οι μεταμφιέσεις. «Να πάμε ντυμένοι μασκαράδες. Οι γκόμενες πέφτουν πιο εύκολα έτσι», πρότεινε ο Φώτης, με ένα από τα ατράνταχτα επιχειρήματά του. «Δεν πας καλά», του απάντησε ο Δεμπασκαλάς αντιπαραθέτοντας το μοναδικό δικό του, το οποίο κόλλαγε παντού, σαν την ούχου στικ.
Διαβάστε όλο το άρθρο στο gazzetta.gr