Γράφει ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος...
Ήταν τέσσερις και έφυγαν γρήγορα (τόσο νωρίς) και… γρήγορα: στο βολάν, με το πόδι καρφωμένο στο γκάζι και το χέρι να σφίγγει το τιμόνι. Με τις κάμερες στραμμένες καταπάνω τους, να τους ακολουθούν από στροφή σε στροφή, καθώς εκείνοι καθοδηγούσαν τα θηρία – ώσπου, σε ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο, μιά στραβοτιμονιά κι ένας τρομακτικός κρότος από λαμαρίνες τούς έσπρωξαν βίαια στην ιστορία, στις σελίδες των μύθων της αυτοκίνησης.
Άιρτον Σέννα, 34 ετών
1 Μαΐου 1994, Σαν Μαρίνο, Ιταλία
Πόσα να πεις για τον Σέννα χωρίς να πέσεις στη λούμπα της επανάληψης; Έχουν γραφτεί τα πάντα και θα γραφτούν ξανά και ξανά, γιατί σχεδόν μιά εικοσαετία μετά ο Βραζιλιάνος λείπει αφόρητα από το σπορ, λείπει αφόρητα από τον κόσμο…
Κοιτάς πίσω κι έχεις μιά ολόκληρη λίστα από στιγμές που αποδεικνύουν το μεγαλείο του – δεκάδες μόνο μέσα στην πίστα κι άλλες τόσες εκτός, μία για κάθε φορά που έσκυβε το κεφάλι κι έκανε δηλώσεις σεμνές, κοκκινίζοντας σαν κοριτσάκι, ή μία για κάθε φορά που μοίραζε λεφτά στις φαβέλες της πατρίδας του. Ένας μεγάλος οδηγός που ήταν και μεγάλος άνθρωπος…
Μα όταν έμπαινε στο βολάν, ό,τι κι αν γινόταν στον έξω κόσμο έπαυε να τον απασχολεί. Τα πλάνα των ματιών του μέσα από το κράνος, πότε να κοιτούν ευθεία στον φακό και πότε να ατενίζουν σκεφτικά το κενό, ίσως να είναι το πιό πολυφωτογραφημένο πορτραίτο πιλότου. Το ίδιο γινόταν κι όταν έμπαινε στην πίστα, με τα φλας καρφωμένα πάντα επάνω του…
Ίσως με την ελπίδα να απαθανατίσουν άλλη μια μεγάλη παράσταση, από τις οποίες είχε δώσει άφθονες. Άλλοτε σε ντουέτα, με κάποιον “άσπονδο φίλο” σαν τον Μάνσελ ή τον Προστ, κι άλλοτε ολομόναχος, με αντίπαλο τον εαυτό του, να θέτει νέο ορισμό στην τελειότητα της οδήγησης – να, σαν κι αυτό το κλιπάκι εδώ…
Είναι μιά 100% στιγμή Σέννα: στο Ντόνιγκτον της Αγγλίας, το ’93, ο Βραζιλιάνος είχε κατώτερο μονοθέσιο και μειονέκτημα στην εκκίνηση. Μέσα σε 40 δεύτερα από το σβήσιμο των φώτων, ήταν πρώτος – κι έμεινε εκεί με ένα ρεσιτάλ οδήγησης και στρατηγικής, καθώς η βροχή που ερχόταν κι έφευγε άλλαζε τα πλάνα οδηγών κι ομάδων (ο Σέννα έκανε τέσσερα πιτ-στοπς, ο Προστ… επτά!), μα εκείνος όρισε πρώτος αυτό που στο μέλλον θα ονομαζόταν Rain Man, ο Άνθρωπος της Βροχής…
Βλέποντας τέτοιες εικόνες καταλαβαίνεις πόσο πολύ άλλαξε το σπορ χωρίς τον Σέννα. Έμεινε μόνο δέκα χρόνια στην F1, μα υπέγραψε την εποχή του φαρδιά πλατιά κι έφυγε γρήγορα, βίαια, απροσδόκητα. Σαν τον θάνατο του σούπερ ήρωα στο τελευταίο καρέ του κόμικ, το σπορ θάμπωσε χωρίς αυτόν, η εικόνα του χλώμιασε. Ο πλανήτης τον θρήνησε, τον αποζητά και δεν επιχείρησε καν να στέψει άλλον βασιλιά στη θέση του βασιλιά – δεν είναι δα κι εύκολο έργο να βρεις κάποιον σαν κι αυτόν…
Ατίλιο Μπέτεγκα, 32 ετών
2 Μαΐου 1985, Κορσική, Γαλλία
Σαν τους μεγάλους οδηγούς, ο Ατίλιο ήταν ένα ήσυχο παιδί, σεμνό, που μεταμορφωνόταν μόλις έπιανε το τιμόνι σε έναν δαίμονα. Χειριζόταν τη μεγαλύτερη πολεμική μηχανή που γνώρισε ο κόσμος των ράλι: ένα από τα θηρία του Group B, την πανέμορφη σφηνοειδή Lancia Rally 037 με τα εκατοντάδες άλογα…
Είχε 500 στα χαρτιά, μα οι ψίθυροι έλεγαν πως έφτανε τα 600 όταν άναβες τον κινητήρα, χωρίς όμως να έχει το σασί και τα λάστιχα που θα κρατήσουν φρόνιμο το “κτήνος”. Ο Μπέτεγκα το γνώριζε καλά, μιας κι ο ίδιος την είχε εν πολλοίς εξελίξει, οδηγώντας την σε στεγνό και σε λασπωμένο και στην άσφαλτο και στο χώμα, στις χαμηλές πτήσεις που έκανε στα κοσμαγάπητα ράλι των eighties.
Βαρύ καθήκον για τον οδηγό που είχε ξεκινήσει μετατρέποντας το… οικογενειακό Fiat 128 σε ένα αυτοσχέδιο rally edition. Από τα “κανονικά” αυτοκίνητα ράλι που χειρίστηκε, ιταλικά όλα, ο κόσμος τον θυμάται να πιλοτάρει το Fiat Ritmo με το οποίο έκανε αίσθηση στο Μόντε Κάρλο το ’80 κι έπεισε πως είναι πάστα εξαιρετικού οδηγού.
Δεν χρειάστηκε πολύ για να πειστεί κι η Lancia να του εμπιστευτεί το “θηρίο”. Τα πρώτα τους χιλιόμετρα τα έγραψαν στην Κορσική – ήταν, σαν τώρα, Μάιος, 7 του μήνα, το 1982 κι ο Μπέτεγκα (από την τρίτη θέση) οδηγεί σε full force ώσπου το πανέμορφο όχημα γίνεται μιά μάζα από σίδερα. Σαράντα λεπτά μετά το ατύχημα φτάνει το ασθενοφόρο και ανασύρει τον Ιταλό με πολλαπλά κατάγματα στα πόδια.
Συνήλθε με δυσκολία και υπομονή, δούλεψε πολύ ώστε να γυρίσει πίσω στα ράλι και να κάνει αυτό που ομολογούσαν οι κοντινοί του άνθρωποι: να εξιλεωθεί για το ατύχημα στην Κορσική. Ανέπτυξε μιά σχέση αγάπης – μίσους με το νησί και τους δρόμους του κι ορκίστηκε να επιστρέψει. Πάτησε ξανά στα πόδια του, καβάλησε ακόμη μιά φορά την 037 και, το 1985, πάτησε ξανά την άσφαλτο του νησιού…
Την ήξερε καλά, κάθε στροφή και κάθε χιλιόμετρο. Την ειδική από τη Ζερούμπια ως τη Σάντα Γκίλια την είχε κάνει ξανά και ξανά και, με αυτοπεποίθηση από την τέταρτη θέση, όρμησε στη διαδρομή. Δεν έφτασε μακριά· καθώς μπήκε σε μία γρήγορη δεξιά με 150 χλμ., η Λάντσια τσίνισε και βγήκε από τον δρόμο. Χτύπησε σε μία κολώνα κι έπεσε στον γκρεμό.
Κανείς δεν πίστευε στα μάτια του όταν ο συνοδηγός του, ο Μαουρίτσιο Περισίνο, βγήκε αλώβητος – μα εκεί σώθηκαν τα θαύματα: ο Ατίλιο Μπέτεγκα ήταν νεκρός, θύμα της διαδρομής που τον στοίχειωνε και της μαγιάτικης κατάρας…
Χένρι Τοϊβόνεν, 29 ετών
2 Μαΐου 1986, Κορσική, Γαλλία
Δεμένες άρρηκτα ήταν οι ζωές του Τοϊβόνεν και του Μπέτεγκα: ναι, οδηγούσαν το ίδιο μονοθέσιο, “φορούσαν” τον ίδιο αριθμό, είχαν κατά καιρούς τον ίδιο συνοδηγό (τον Σέρτζιο Κρέστο), είχαν προικιστεί με απίστευτο οδηγικό ταλέντο και ήταν κι αδελφικοί φίλοι, δυό χαμογελαστοί, “έξω καρδιά” τύποι που έδεσαν γρήγορα.
Η φρικτή σύμπτωση είναι πως είχαν την ίδια ημερομηνία θανάτου. Στην ίδια άσφαλτο. Με το ίδιο, σχεδόν, αυτοκίνητο…
Πολύ νωρίτερα, στα τέλη των seventies, ο Τοϊβόνεν είχε βαρεθεί τα καρτ και τα πρωταθλήματα στη χώρα των Χιλίων Λιμνών και στόχευσε τον κόσμο του ράλι. Ξεφορτώθηκε όλο τον εξοπλισμό του καρτ σε έναν κύριο (που ήταν ο… πατέρας του, εξάχρονου τότε, Μίκα Χάκινεν!) και καβάλησε ένα Ταλμπό. Δεν άργησε η πρώτη ηχηρή νίκη του: στο απίστευτα δύσκολο RAC του ’80, μπροστά από τον θρυλικό Χανού Μίκολα!
Περιπλανήθηκε σε εργοστασιακές και μη ομάδες για καμμιά πενταετία, ώσπου η Ρόθμανς να του δώσει μία Πόρσε με την οποία κατετάγη δεύτερος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του ’84. Ήταν το διαβατήριο για τον κόσμο του Group B και της Λάντσια κι ο Τσέζαρε Φιόριο τον υπέγραψε άμεσα.
Το ’85 ξεκίνησε καλά, πήγε χειρότερα κι έπειτα κατά διαόλου: είχε έναν μικροτραυματισμό στην Κόστα Σμεράλδα, βίωσε το θάνατο του Μπέτεγκα, η 037 τελείωνε και η S4 δεν ήταν ακόμη ανταγωνιστική. Περίμενε να ξημερώσει το ’86 για να αλλάξουν τα πράγματα…
Στην αυγή της νέας χρονιάς, η νέα Delta S4 “φύσαγε” – κι αυτό έγινε φανερό εξαρχής, όταν ο Τοϊβόνεν πήρε το Μόντε Κάρλο και την Κόστα Σμεράλδα. Έφτασε, Πρωτομαγιά, στην Κορσική – άρρωστος με υψηλό πυρετό, μπουκωμένος με φάρμακα για τη γρίπη. Ήταν φανερό από το ανύπαρκτο χαμόγελό του, μα ανεξήγητα καλή ήταν η επίδοσή του, καθώς κάλπαζε προς τη νίκη.
“Μην πιέζεσαι” του έλεγαν και του έδειχναν το χρονόμετρο. Τρία λεπτά μπροστά ήταν ο Φινλανδός και δεν είχε λόγο να δώσει το 100% – μα αυτός δεν είχε μάθει αλλιώς, δεν σήκωνε το πόδι από το γκάζι για κανέναν λόγο…
Ζεις στην πίεση, στο όριο, και το πληρώνεις… Ήταν η 18η ειδική και στο έβδομο χιλιόμετρο, η S4 βγήκε από το δρόμο και βούτηξε στο κενό. Ανεφλέγη και εξερράγη, σκοτώνοντας ακαριαία τον Τοϊβόνεν και τον Κρέστο. Δεν υπήρχε κανείς μάρτυρας στο σημείο, ούτε κοινό ούτε κριτής, και μόνον όταν δεν εμφανίστηκε στον τερματισμό αναρωτήθηκαν όλοι τι συνέβη. Το έμαθαν από ένα αυτοκίνητο που ακολουθούσε και σταμάτησε από προαίσθημα καθώς αντίκρυσε μιά στήλη μαύρου καπνού να υψώνεται μέσα στο ξεροδάσος της Κορσικής…
Ζιλ Βιλνέβ, 32 ετών
8 Μαΐου 1982, Λεβέν, Βέλγιο
Ο “δικός μας Σένα”: για τους Ferraristi, αυτό υπήρξε ο Ζιλ. Ένα παιδί με θλιμμένο πρόσωπο και σκεφτικό ύφος, με ένα βεβιασμένο χαμόγελο τις λίγες φορές που το “φορούσε”, που ταίριαζε απίστευτα σε ένα μοναχικό σπορ σαν την F1. Εκεί, στο βολάν, μονάχος του να κοντρολλάρει το κατακόκκινο, τετραγωνισμένο θηρίο.
Και πώς το κατάφερνε! Να ‘βλεπες τις μεγάλες στιγμές του Βιλνέβ· όχι τα αποτελέσματα, γιατί σ’ αυτά δεν ήταν σπουδαίος – μα στιγμές αληθινής οδηγικής ιδιοφυίας, μιας never-say-die μενταλιτέ, μεγαλύτερης από κάθε άλλου πιλότου. Τη διέγνωσε το μάτι του Έντσο Φεράρι όταν, δυό βδομάδες πριν τελειώσει η σεζόν του 1977, σήκωσε το τηλέφωνο και τον κουβάλησε στο Μαρανέλο για να φορέσει το κράνος που άφησε άξαφνα ορφανό η “πριμαντόνα”, ο Νίκι Λάουντα.
Στη Ferrari ο Βιλνέβ πάλεψε πρώτα με αναξιόπιστα ελαστικά, μετά με ανεπαρκή μονοθέσια και τελικά με την ίδια την ανταγωνιστική φύση του. Αυτό, το τελευταίο, λένε πως ήταν η αιτία του θανάτου του, στα δοκιμαστικά του Ζόλντερ, καθώς έμεινε στην πίστα για ακόμη έναν (αχρείαστο) γύρο, για να ροκανίσει μιά διαφορά 0,1″ που είχε ο ομόσταυλός του, Ντιντιέ Πιρονί – η νέμεσή του, καθώς έλεγαν όσοι τους έβλεπαν να μην μιλούνται καν στα πιτς!
Οκτώ λεπτά έμεναν για να λήξει το session – κι άξαφνα, μιά ανεπαίσθητη επαφή με τον Γιόχαν Μας στη στροφή Τερλαμενμπό στέλνει το μονοθέσιο να τουμπάρει θεαματικά δύο και τρεις φορές, ενώ το σώμα του θα εκτοξευτεί σαν βολίδα στον αέρα και θα πέσει άγαρμπα στην άσφαλτο δεκάδες μέτρα μακριά. Το πλάνο υπάρχει στο internet, είναι ωμό και ξεκάθαρο, αλλά δεν θα το βάλω εδώ, γιατί ο Ζιλ “φεύγει” βίαια, άσχημα, το τελευταίο καρέ της ζωής του είναι φρικτό και το σβήνω από τη μνήμη…
Τον Ζιλ Βιλνέβ θέλω να τον θυμάμαι όπως ακριβώς τον έμαθα: στο καλύτερο τρίλεπτο της ζωής του, πιθανότατα το καλύτερο τρίλεπτο στην ιστορία της F1, εν πολλοίς την κληρονομιά που άφησε στον κόσμο του σπορ. Στη Ντιζόν της Γαλλίας, σε μιά… εκτός έδρας μονομαχία με τον Ρενέ Αρνού, δυό γύρους πριν τη σημαία.
Και σημειολογικά να το δεις, ο Αρνού έπρεπε να είναι μπροστά, να κάνει το 1-2 (ο Ζαμπουίγ θα κέρδιζε έτσι κι αλλιώς). Με ένα γαλλικό αυτοκίνητο, με γαλλικά λάστιχα, ακόμη και με γαλλική βενζίνη και λάδια, μέσα στη “φωλιά” της Ρενό και με χιλιάδες Γάλλους στις εξέδρες, το πανηγύρι ήταν δεδομένο – ο Καναδός δεν είχε δικαίωμα να το χαλάσει…
Κι όμως, η μάχη που ακολούθησε ήταν ωμή, πρωτόγονη: σαν να βλέπεις τον Άλι με τον Φρέιζερ να χορεύουν στο ρινγκ και να χτυπούν με δύναμη, εκείνοι οι δυό εξαιρετικοί πιλότοι με τα δύο θηριώδη μονοθέσια παίρνουν εναλλάξ κεφάλι, φρενάρουν μπλοκάροντας άτσαλα, αλλάζουν γραμμές και πατούν χώμα, ψάχνουν ένα εκατοστό χώρου για να χωθούν, “βρίσκουν” τα ελαστικά και τα θηριώδη πλαϊνά, ώσπου να τερματίσουν σχεδόν μιά τρίχα ο ένας απ’ τον άλλο.
Εάν αυτό δεν σε κάνει να λατρέψεις την F1, τίποτε δεν μπορεί…
Πηγή: theinsiders.gr