Από ψηλά ξεχωρίζουν ως πράσινοι πνεύμονες μέσα στην απεραντοσύνη του μπετόν της Αθήνας. Εθνικός κήπος και Ζάππειο, το Πεδίο του Άρεως, οι λόφοι του Λυκαβηττού και του Στρέφη είναι οι οάσεις δροσιάς και ηρεμίας στο κέντρο της πόλης, που καλούν για περίπατο μέσα στο πράσινο και τα μονοπάτια, ακολουθώντας μαζί με τα βήματα του επισκέπτη και τα ιστορικά βήματα της πρωτεύουσας.
Σε απόσταση αναπνοής από την πλατεία Συντάγματος ο Εθνικός Κήπος, αποτελεί την καλύτερη λύση για στάση. Καφενείο, μικρός ζωολογικός κήπος, παιδική χαρά και βιβλιοθήκη, λιμνούλες και παγκάκια κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων, προσφέρουν λύση για μικρές δροσιστικές αποδράσεις.
Ο εθνικός κήπος ξεκίνησε την ιστορία του ως βασιλικός, μέρος των ανακτόρων, παρέμεινε στην ιδιωτική χρήση των βασιλέων και στη διακριτική και χρονικά ελεγχόμενη χρήση πολιτών σε όλο τον 19ο αιώνα και στην αρχή του 20ου έως την κατάργηση της βασιλείας.
Ήταν το πιο μεγαλόπνοο εξωραϊστικό έργο της βασίλισσας Αμαλίας στα χρόνια της οποίας διαμορφώθηκε η χάραξη, η φύτευση και ο βασικός εξοπλισμός του, μαζί με εξαιρετικές παρεμβάσεις, όπως το λεγόμενο κάθισμα της Αμαλίας, στη νοτιοανατολική άκρη, από όπου η εκείνη μπορούσε να έχει θέα στην Ακρόπολη.
Το 1927 μετονομάστηκε σε «Εθνικός Κήπος», ακολουθώντας την αλλαγή πολιτεύματος της Ελλάδας το 1917 σε αβασίλευτη δημοκρατία και σταδιακά μετασχηματίστηκε με στόχο να αποτελέσει τον σημαντικότερο δημόσιο κήπο στο κέντρο της Αθήνας με πρότυπο τα σύγχρονα αστικά πάρκα της κεντρικής Ευρώπης.
Αρκετοί είναι οι Αθηναίοι, που επιλέγουν να περάσουν μέσα από τον κήπο, ακόμη και ως απλή διαδρομή πηγαίνοντας στη δουλειά τους. Η Μαρία Παναγοπούλου κατοικεί στο Παγκράτι και κάθε μέρα περπατά ίσαμε τη Φιλελλήνων, όπου βρίσκεται το γραφείο της. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ τη συνάντησε κατά την επιστροφή της στο σπίτι. «Είναι επιλογή μου να πηγαίνω με τα πόδια μόνο και μόνο για να περνάω από τον κήπο. Μου δίνει δύναμη για την υπόλοιπη μέρα, σαν να μη ζω στην τσιμεντούπολη. Αναγνωρίζω πια και τα πουλάκια, τα κοτσύφια, τα σπουργίτια, τις καρδερίνες. Επιμορφώνεσαι στον κήπο», λέει γελώντας.
Σε ρυθμούς αγγλικών και γαλλικών αλσών την δεκαετία του 1930 δημιουργήθηκε το Πεδίο του Άρεως. Έχει έκταση 277 στρέμματα μαζί με τον λόφο Φινόπουλου. Πήρε το όνομά του από το ρωμαϊκό Campus Martius, γιατί επί Όθωνα, ο χώρος φιλοξενούσε τους στρατώνες του ιππικού και αργότερα τη Σχολή Ιππικού. Από το 1880 αποτελούσε μέρος περιπάτου και αναψυχής για πολίτες και βασιλείς.
Σήμερα, έπειτα από μια «περιπέτεια» ανάπλασης που διήρκεσε 7 χρόνια και κόστισε σχεδόν 10.000.000 ευρώ και παρά τα προβλήματα ύδρευσης παραμένει ο κλασσικός προορισμός για χιλιάδες παιδιά, νέους, μεσήλικες και ηλικιωμένους. Στην κεντρική πλατεία οι μελλοντικοί «μπαλαδόροι» εξασκούνται ανελλιπώς, ενώ συναντά κανείς και πολλές νεαρές μητέρες με μικρά παιδιά, όπως η Ελένη Τζορμπατζόγλου που έχει βγάλει τον, ενός έτους, γιο της Χάρη, βόλτα με το καροτσάκι. «Δεν υπάρχουν πολλά μέρη στην Αθήνα για μαμάδες με παιδιά, ευτυχώς που έχουμε το Πεδίο. Κάποιες αλλαγές που έγιναν, όπως ο φωτισμός και η απομάκρυνση της ασφάλτου από τους δρόμους, το βελτίωσαν. Κατασκεύασαν, όμως, ποταμάκια από μπετόν, όπου δεν τρέχει το νερό. Οι τουαλέτες παραμένουν κλειστές. Και αυτές οι μαρμάρινες πλάκες στην πλατεία, που θα λειτουργούσαν σαν σιντριβάνια, παραμένουν ανενεργά». λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ωστόσο, η φύση κάνει το θαύμα της και τα πλούσια δέντρα, οι θάμνοι, τα λουλούδια και τα χωμάτινα μονοπάτια ανταμείβουν τους θαμώνες του Πεδίου. Στις βόλτες του πάντα θα ανακαλύψει κανείς κάτι καινούργιο, θα κοντοσταθεί στη σκιά των πλάτανων με τα κυκλικά παγκάκια γύρω από τους κορμούς τους. Ατού και συνάμα αδυναμία του Πεδίου του Άρεως είναι η 24ωρη πρόσβασή του, σε αντίθεση με τον Εθνικό Κήπο, που κλείνει με τη δύση του ήλιου και προστατεύεται.
Πευκόφυτοι και απέριττοι οι δύο λόφοι του κέντρου, Στρέφης και Λυκαβηττός, που λειτουργούν ως πνεύμονες της πόλης, περιμένουν το επισκέπτη τους εξερευνήσει. Η βλάστησή τους είναι παρόμοια, γι αυτό και οι κάτοικοι της περιοχής τους ονομάζουν «δίδυμους λόφους», παρά τη διαφορά στην έκταση. Ο Στρέφης καταλαμβάνει 50 στρέμματα και ο Λυκαβηττός 369. Εκεί συναντά κανείς ευκαλύπτους, κυπαρίσσια, δάφνες, αθάνατους μέχρι και θυμάρια. Εντυπωσιακή είναι η ηχητική όαση, που πολλές φορές δημιουργείται από το πλήθος των πουλιών που βρίσκουν καταφύγιο από την πολύβουη πόλη στα δέντρα των λόφων.