«Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να σπρώχνει ασταμάτητα ένα βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, απ΄ όπου η πέτρα κατρακυλούσε από το ίδιο της το βάρος. Είχαν σκεφτεί και κάπως δικαιολογημένα, ότι δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία από την ανώφελη και ανέλπιδη εργασία….Ο Σίσυφος βλέπει τότε το βράχο να κατρακυλά σε λίγες στιγμές προς τους πρόποδες του βουνού, απ΄ όπου θα πρέπει να τον ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα. Ο Σίσυφος μ΄ ενδιαφέρει κατά τη διάρκεια αυτής της επιστροφής, της ανάπαυλας…είναι η ώρα της συνείδησης». Αντιγράφω από τον Σίσυφο του Καμύ για να μπορέσω να μοιραστώ μαζί σας τα νοήματα ενός μύθου, που περιγράφει με ακρίβεια το μέλλον της ρημαγμένης μου γενιάς. Αντιγράφω για να μπορέσω να βρω μέσα στις λέξεις ενός Γάλλου την τραγωδία ενός Έλληνα.

Αντιγράφω για να επαναπατρίσω τον μύθο του Σισύφου. Γιατί ο μύθος αυτός δεν γεννήθηκε τυχαία μέσα στο μυαλό του Έλληνα. Κάπου εκεί έξω προυπήρχε ως ενοχλητική πραγματικότητα και αυτός την πήρε, την έκανε μύθο και την κληροδότησε σε όλους εμάς. Για να μας θυμίζει το ανώφελο και το ανέλπιδο των προσπαθειών μας…..
Αντικρίζω, λοιπόν, τον Σίσυφο τη στιγμή της σύντομης αλλά λυτρωτικής αυτής επιστροφής του. Αυτός ο Σίσυφος με νοιάζει και μένα. Ο Σίσυφος που ξαποσταίνει για να πάρει τις απαραίτητες ανάσες για το δύσκολο το έργο της ανάβασης. Και στο πρόσωπό του, δυστυχώς για εσάς, βλέπω μονάχα τη γενιά μου.…. Ας είναι η παρακάτω αφήγηση μια σύντομη εξιστόρησή της.

Ξεκινάω τον εργασιακό μου βίο μια όμορφη Δευτέρα. Από εκείνες τις όμορφες Δευτέρες, τις γεμάτες με όνειρα, προσδοκίες και ελπίδες . Η ζωή μου μέχρι τώρα τίποτα το ιδιαίτερο. Μια ζωή τακτοποιημένη, τυπική ενός μέσου Έλληνα. Σπούδασα, πήρα το πτυχίο, υπηρέτησα τη μαμά Πατρίδα και στα πρώτα μου –άντα έπιασα και την πολυπόθητη δουλειά . Σκοπεύω να φτιάξω και οικογένεια. Παιδί κατά προτίμηση, αλλά αν είναι και κορίτσι δεν θα τα χαλάσουμε στο φύλο. Αυτό μας έλειπε. Χθές πήγα και στην τράπεζα να πάρω το πρώτο μου στεγαστικό μαζί με τη γυναίκα μου. Κάτι ψιλά από το γάμο και τους γονείς καταφέραμε να μαζέψουμε, τα υπόλοιπα δάνειο. Δεν πειράζει, όμως. Όρεξη έχουμε και θα δουλέψουμε.

Ένα μήνα μετά ακριβώς στέκομαι στον γκισέ της τράπεζας πίσω από έναν χαμογελαστό πενηντάρη. Η ταμίας του μετράει 40 ή 50 – δεν ενθυμούμαι και καλά- κολαριστά κίτρινα , που θα έλεγε όλο νάζι και η Καρύδη . Στέκεται παραδίπλα να τα μετρήσει.
«Πάντα έτσι κάνει», μου λέει με νόημα η ταμίας.
«Είναι καχύποτος απέναντι στο κράτος». «Στο οποίο δουλεύει», προσθέτω και εγώ με όσο νόημα μπορώ να αποκομίσω από αυτό το θέατρο του παραλόγου. Με κοιτάει η ταμίας σιωπηλή, μάλλον δεν το πιασε το υπονοούμενο, και μου μετρά αργά-αργά 1140 ευρώ.

«Μα….γιατί…εγώ σπούδασα…τώρα ξεκινάω… και το ξεκίνημα, όπως και να το κάνεις, έχει δύσκολα κουμάντα », της λέω με εκείνο το κλαψιάρικο ύφος που σήμερα καθώς το ανασύρω από τις μνήμες μου εκνευρίζομαι απίστευτα με τις υποκριτικές του ικανότητες. Γυρνάει με ύφος και μου λέει…
«Αυτός είναι θεμελιωμένος. Εσύ νεοεισερχόμενος. Πάψε λοιπόν». Σιωπώ και εγώ και συνεχίζω.

Xθές συνάντησα κάτι παλιούς συμμαθητές. Πρόσωπα θλιμένα, ράχες σκυφτές, λόγια μετρημένα. Καμία σχέση με τα νιούτσικα εκείνα θεριά της μακρινής μου νιότης, με τους ορμητικούς εκείνους φαφλατάδες των όμορφων των χρόνων της πενταήμερης που σου έπαιρναν τα αυτιά με όσα σχεδίαζαν να κάνουν και σου αράδιαζαν τα ατελείωτα «θα» με την ευκολία του Ανδρέα. Τους ρώτησα πολλά, μα μου αποκρίθηκαν λιγότερα. Απολύθηκαν, βλέπεις, και δεν είχαν όρεξη για πολλά. Προχθές τους ενημέρωσαν πως τα stage, οι συμβασιούχοι και, γενικώς, οι νεοεισερχόμενοι σε αυτή τη ρημάδα τη ζωή, λογίζονται αβαρία οχληρή. Ρίχνονται στην τρικυμισμένη θάλασσα σαν το πλοίο αρχίσει να παίρνει κλίσεις επικίνδυνες για να μπορέσουν να γλιτώσουν οι λοιποί θεμελιωμένοι.

Καλώς ήρθες κατάθλιψη. Γέμισες όλες τις ρωγμές του ενεστώτα χρόνου μου και το μόνο που μου απέμεινε είναι να μετρώ τα ένσημά μου. Για να δώ σε πόσα χρόνια θα λάβει τέλος το μαρτύριο αυτό. Στήνομαι, λοιπόν, στην ουρά και περιμένω τον αρμόδιο να μου απαντήσει. Ξαφνικά, νιώθω ένα χέρι να με τραβά και έναν χαζοφερμένο πενηντάρη να μου λέει όλο σκέρτσο:

«Φιλαράκι εδώ είναι οι θεμελιωμένοι. Εσύ είσαι στην άλλη ουρά». Γυρνάω ξαφνικά το βλέμμα μου και βλέπω παραδίπλα μια ακόμα, πιο μακριά ουρά, με 65αρηδες και 70αρηδες συνομίλίκους μου! Σιωπώ και αλλάζω θέση.
Βγαίνω στο δρόμο φουρκισμένος, πάντα όμως σιωπηλός για να μην τους ενοχλήσω. Μπαίνω στο πρώτο κλειστό επάγγελμα που βρίσκω μπροστά μου. Πνιγηρή η ατμόσφαιρα. Μυρίζει κλεισούρα από καιρό και τα παράθυρα τα έχουν σφαλισμένα για να μην μπορεί να μπει μέσα το βλέμμα του περίεργου. Κοιτάω γύρω μου. Παρακεταμόλες , πλησίστιες σημαίες ταξιτζήδων, χυμένα πετρέλαια, συμβόλαια ανεκτέλεστα, όλα ανάκατα μπροστά μου και μια φωνή να με προσγειώνει στην πεζή πραγματικότητα:
«Θα τη ρίξουμε την κυβέρνηση. Εμείς τα λεφτά μας θα τα πάρουμε, βρέξει χιονίσει». Κοιτάω έξω. Τα πρωτοβρόχια άρχισαν. Δεν μιλάω. Σιωπώ και βγαίνω για να αναπνεύσω καθαρό αέρα.

Κατηφορίζω στους δρόμους τους εμπορικούς και ακούω σπαραξικάρδιες φωνές από ανταριασμένα -άντα .
«Μας κλείνουνε τα μαγαζιά. Μας εξοντώνουνε. Πώς αλλιώς; Ανεβάζουνε τους φόρους, κατεβάζουν τους μισθούς και τις συντάξεις. Στο θεό που πιστεύουνε. Πώς θαρούνε πως θα κινηθεί αυτή η δόλια η αγορά;» Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στις βιτρίνες τους: εισαγόμενα, εισαγόμενα, εισαγόμενα.

«Δόξα σοι Θεέ μου, που κλείνουν τα παραρτήματα των βαρβάρων» ,ψιθυρίζω. Είμαστε τόσο ηλίθιοι που αν μας δάνειζαν κι’άλλο θα συντηρούσαμε τον παρασιτισμό αυτό, επιστρέφοντας τα δανεικά δυο φορές πίσω στους δανειστές μας. Μια μέσω της αποπληρωμής των χρεών. Και μια μέσω της αγοράς των προϊόντων τους. Αθάνατε Έλληνα. Δίδαξες στους βαρβάρους τον Δούρειο Ίππο και αυτοί σε πληρώνουνε τώρα με το ίδιο νόμισμα. Καλά να πάθεις. Πληρώνεις την έπαρση και την κουτοπονηριά του πολύτροπου Οδυσσέα, που σε έβαζε με δόλο μες στα τείχη της φανταχτερής της Τροίας…

Ας πάει το παλιάμπελο. Θα γίνω επιχειρηματίας, σκέφτομαι, και τραβάω για Περιφέρεια μεριά να βρω το ΕΣΠΑ. Ουρά και εκεί. Κοιτάω έντρομος δίπλα μου μήπως και υπάρχει καμία άλλη ουρά, προορισμένη για τους αθεμελίωτους της γενιάς μου αλλά τίποτα.

«Εξάλλου εδώ είναι ελεύθερη αγορά» , σκέφτομαι και κάπως ηρεμώ. Τα δικαιώματα τα καθορίζει η αόρατος χειρ του φίλου μου του Ανταμς. Δεν έχουν δουλειά τα θεμελιωμένα δικαιώματα του Δημοσίου εδώ. Φτάνει η σειρά μου.
«Καλημέρα σας», λέω.
«Από ποιο γραφείο έρχεσαι;» μου απαντάει. Γουρλώνω τα μάτια μου.
«Από κανένα», της ξαναλέω σχεδόν ψιθυριστά.
«Μήπως είσαι του Περιφερειάρχη κολητός;»
« Όχι, δεν το ξέρω το παλικάρι».
«Μήπως του Δημάρχου;»
«Μήτε και την αφεντιά του ξέρω».
« Ε, τότε, κύριε σε λάθος εποχή ήρθατε. Δεν τρέχει κανένα πρόγραμμα για σας», μου λέει και στρέφει το κεφάλι της αλλού. Κατάλαβα. Το χέρι του Ανταμς το κόψανε και αυτό στα μέτρα τους. Για να εξυπηρετούν τα θεμελιωμένα δικαιώματα των κολητών και φίλων. Κατά τα άλλα ο νεοφιλελευθερισμός τους πείραξε.

Απογοήτευση. Γυρνάω στη δουλειά μου…συγγνώμη… εννοώ στο λειτούργημά μου και πέφτω πάνω σε έναν γηραλέο κύριο με λευκή ποδιά.
« Τι είσαι εσύ;» με ρωτάει ενοχλημένος από την απρόσμενη παρουσία μου.
«Γιατρός, συνάδελφος», του απαντάω όλο καμάρι.
«Σε λάθος εποχή ήρθες συνάδελφε». Τον κοιτάω με απορία και ψελλίζω :
«Τι εννοείς σε λάθος εποχή»;
«Σε λάθος εποχή μωρε αδερφάκι μου. Ό,τι υπήρχε το φάγαμε εμείς». Αρχίζω και φορτώνω.
«Ποιοι είστε εσείς μωρέ που αποφασίζετε το λάθος εποχής το δικό μου;».
«Εμείς είμαστε όλοι εμείς. Πανεπιστημιακοί, διευθυντάδες του ΕΣΥ, ιδιώτες. Τη βλέπεις εκείνη τη βίλα πάνω στο λόφο; Δικιά μου είναι. Στα θεμέλια της θα βρεις φίλτρα αιμοκάθαρσης, ορθοπαιδικά υλικά, μπαλονάκια, φακελάκια, μαύρες επισκέψεις» ,μου λέει όλο καμάρι. Και αίφνης το πρόσωπό του συννεφιάζει.
«Και αυτοί οι αθεόφοβοι οι συμμαθητές μου θέλουν να μου την φορολογήσουν. Έννοια σου, όμως, και ο Μπάμπης από τα Σεπόλια είναι εδώ για να μας βγάλει πάλι ασπροπρόσωπους».
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω όλο απορία.
«Εννοώ αυτό που καταλαβαίνεις. Βάλαμε τον χλεμπονιάρη τον άνεργο τον Μπάμπη μπροστά, ρίξαμε και την Εκκλησία στην αρένα, σχώρα με Παναγιά μου, επιστρατεύσαμε και τους επώνυμους συμμαθητές μας να φωνάζουν από το πρωί μέχρι και το βράδυ για την αδικία του μέτρου που πλήττει τα χαμηλά εισοδήματα και την σώσαμε την μαύρη τη βιλίτσα. Εσύ που μένεις;»
« Προς το παρόν σε κάτι στενόχωρα εξήντα τετραγωνικά», του λέω όλο θυμό.
«Μη χολοσκάς μωρέ, θα φτιάξει το κράτος και θα τα κονομήσεις και εσύ. Και που ξέρεις; Θα χτίσεις κάποτε και εσύ τη βίλα σου, εκεί ψηλά στον λόφο»…..

Και κάπου εδώ τελειώνει η εξιστόρηση και συνειδητοποιείς την τραγωδία του Σισύφου, που δεν είναι άλλη από την τραγωδία μιας ολόκληρης γενιάς. Της δικής μας. Γιατί, αν το καταλάβατε, εμείς θα κληθούμε να ανεβάσουμε αυτήν την συφοριασμένη πέτρα. Οι λοιποί των ποικίλων «-άντα» είναι θεμελιωμένοι. Και για αυτό φρόντισαν οι όμοιοι τους «–άντα» που νομοθετούν και παίρνουν αποφάσεις…..

ΠΗΓΗ: aixmi.gr