Γράφει ο Γιώργος Λιάνης.
Διατηρεί στα μάτια του τις αντανακλάσεις του αστικού τοπίου. Διατηρεί στο μυαλό του λόγια γυναικών που θα σχηματίσουν τα κρυστάλλινα πρόσωπα της Εκάβης και της Νίνας. Είναι οι δύο ηρωίδες του στο «Τρίτο Στεφάνι». Πρόσωπα που εξασφάλισαν για πάντα μια θέση στην πινακοθήκη της λογοτεχνίας μας. Και «Το Τρίτο Στεφάνι» ένα βιβλίο από μόνο του σαν εκατό μαζί.
Ο Κώστας Ταχτσής είναι ένας άνθρωπος που παίζει τη ζωή του κορώνα γράμματα κάθε μέρα.
Δεν είναι ποιητής όπως ο Ρεμπώ, γι’ αυτό και δεν θέλει να αλλάξει τη ζωή.
Δεν είναι φιλόσοφος όπως ο Μαρξ, γι’ αυτό δεν θέλει να αλλάξει την κοινωνία.
Δεν δίνει μια δεκάρα γι’ αυτά. Δεν θέλει να αλλάξει τίποτα.
Ο Ταχτσής είναι εξαρτημένος από την σκοτεινή φλέβα που χτυπάει μέσα του. Είναι εξαρτημένος από το πάθος του. Δεν το χαλιναγωγεί. Το σπρώχνει στα άκρα.
Θα χρησιμοποιήσω μια παρομοίωση του Σαρτρ για τον Ζενέ που είχε πολλές ομοιότητες με τον Ταχτσή: «Φανταστείτε έναν μούτσο κατατρομαγμένο που έχει βρει καταφύγιο στην κορυφή ενός καταρτιού και που γοητευμένος εκεί, πάνω από το θέαμα της θάλασσας είναι πάντα έτοιμος να αφεθεί, να πέσει στην αγκαλιά της αλλά δεν τολμάει ποτέ να αφήσει το κοντάρι από όπου είναι γραπωμένος».
Αυτό είναι το εσωτερικό τοπίο του Κώστα Ταχτσή μετά από μια άγρια εφηβεία. Θυμώνει, δακρύζει, απελπίζεται, αηδιάζει αλλά στο τέλος πεισματώνει και κρατάει για έμβλημά του την υπεροψία…
Η επιθετικότητα του Ταχτσή δεν πρέπει να μας εξαπατά. Είναι αμυντική. Ο Ταχτσής εκδίδεται γιατί πιστεύει πως όλοι πιστεύουν ότι αυτό κάνει…
Δεν του λείπει ο κυνισμός. Όπως δεν του λείπει και το όνειρο. Μόνο που τα όνειρά του Ταχτσή είναι εφιάλτες που τα ζει ξύπνιος. Από κάποιο σημείο και πέρα παρακολουθεί την ζωή του σα να είναι η ζωή ενός άλλου.
Στο σπίτι του, εκεί στο Λυκαβηττό, στην οδό Σαρανταπήχου, ζούσε φορώντας μια αστραφτερή ρομπ ντε σαμπρ ή ένα παρεό. Το σπίτι αυτό ήταν πάντα ακατάστατο. Πολλά ρούχα πεταμένα στο πάτωμα. Ακόμα και αποτσίγαρα. Από το πρωί άναβε το τσιγάρο και δεν το έσβηνε… Συζούσε μαζί του ένας εξαίσιος γάτος Περσίας που τον φώναζε «Κάκτο».
Στο σπίτι διατηρούσε πολύ λίγα προσωπικά αντικείμενα και ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Πρόσωπα από μακρινές εκδρομές. Η γιαγιά του και η θεία του ντυμένες Σαρακατσάνες…
Τον θυμάμαι να ειρωνεύεται το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας. Δεν το συμπαθούσε καθόλου. Τίναζε τον γιακά του όταν άκουγε το όνομα του προέδρου του…
Έγραψε λίγα ποιήματα και κάποια στιγμή έπαψε να γράφει. Νομίζω ότι σ’ αυτό έπαιξε ρόλο ο Νίκος Εγγονόπουλος. Θαύμαζε τον Εγγονόπουλο γιατί έγραφε λίγα αλλά περιεκτικά ποιήματα. Στον μικρό πρόλογο της ποιητικής του συλλογής «Καφενείο το Βυζάντιο» είχε παραθέσει ένα ποίημα του Εγγονόπουλου με τίτλο «Ποίηση ‘48». Το ποίημα αυτό τελειώνει με τους στίχους:
«Γι’ αυτό και
τα ποιήματα μου
ειν’ τόσο πικραμένα
-και πότε, άλλωστε, δεν ήσαν; -
κ’ είναι
- προπάντων –
και
τόσο
λίγα».
Ο Ταχτσής συμπλήρωσε: «Απ’ το λίγα ως το καθόλου η απόσταση ήταν μικρή. Την διένυσα με άλματα. Το 1956 έπαψα οριστικά να γράφω ποίηση».
Με μια ειρωνική και φιλοπαίγμονα διάθεση μας δίνει την εξήγηση: ήθελε να έχει ο ίδιος την χαρά ότι δυο – τρεις κριτικοί της εποχής εκείνης θα δικαιώνονταν πανηγυρικά γιατί έλεγαν ότι δεν γράφει καλή ποίηση. «Έτσι τουλάχιστον δεν θα έπεφταν για μια φορά έξω…»
Ξαναδιάβασα την ποιητική του συλλογή «Καφενείο το Bυζάντιο». Δεν την διάβασα τυχαία. Μέσα στο ομώνυμο ποίημα υπάρχει κάτι προφητικό:
«ΣΑΣ ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ
Τίποτα πια μη με ρωτάτε
δεν ξέρω αν θα ξανάβγει το φεγγάρι
έχω κομάρα – κι ειν’ αργά
θα φύγουν ένα – ένα τα γκαρσόνια
ο ιδιοκτήτης έμεινε να κατεβάσει τα ρολά
τι ησυχία που ακολουθεί
τι ησυχία…
κι αυτό το Σύνταγμα
σα να μην είναι πια πλατεία».
Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Γιατί σαν χθες γεννήθηκε. Το 1927 στην μαγική Θεσσαλονίκη. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 84 χρονώ. Κι αν πήγαινε μια βόλτα να δει την «Γιαγιά του την Αθήνα» στο Σύνταγμα, νοσταλγώντας την παλιά σοφίτα του στο Μέγαρο Καλλιγά, όπου έμενε έχοντας απέναντι του το ατελιέ του Γιάννη Τσαρούχη, θα σκεφτόταν το ποίημα του και πόσο νωρίς είχε αιχμαλωτίσει αυτό που ερχόταν…
Και πάλι θα ειρωνευόταν τους κριτικούς γιατί τουλάχιστον αυτό το ποίημα του με τον καιρό δικαιώθηκε κατά κράτος!…
Πηγή: aixmi.gr