Ο «Κάρλος το Τσακάλι», ακολούθησε και φέτος την πάγια τακτική των περασμένων χρόνων: άρχισε τις διπλοπενιές για το πόσο του λείπει η πατρίδα του και η οικογένειά του, πόσο μελαγχολικό είναι το Νησί, πόσο δεν την παλεύει στο Μάντσεστερ και πόσο καλύτερο για όλους θα ήταν να φύγει/ να πάει αλλού. Το έχει εφαρμόσει με μεγάλη επιτυχία τα προηγούμενα χρόνια, φούσκωσε τον τραπεζικό λογαριασμό τον δικό του, του μάνατζέρ του, της εταιρείας που είχε τα δικαιώματά του, παίρνοντας μεταγραφές από την Μπόκα στην Κορίνθιανς, από εκεί στη Γουέστ Χαμ και μετά στη Γιουνάιτεντ και τη Σίτι. Βέβαια από τότε που ήταν στη Γουεστ Χαμ, παρέα με τον Μαστσεράνο, γκρίνιαζε πόσο πολύ κακοπέρναγε στην Αγγλία, αλλά εφόσον το «τσιτσί» έπεφτε μόνο από την Αγγλία, έκανε την καρδιά του πέτρα και την ανάγκη φιλοτιμία και συνέχιζε να παίζει στην Αγγλία.
Τώρα που έχει περάσει από τρεις αγγλικές ομάδες και βλέπει ότι δύσκολα θα μπορούσε να πάει και σε τέταρτη, εκπόνησε το «αλάνθαστο» σχέδιό του με κατεύθυνση την Ισπανία ή την Ιταλία. Σου λέει ο Κάρλος το Τσακάλι «θα αρχίσω τη γκρίνια και τη μουρμούρα, θα τους σπάσω τα ούμπαλα, ε τι θα κάνουν; Δεν θα με δώσουν»; Ε, δεν τον έδωσαν, παρόλο που πήραν τον Αγκουέρο και νόμισε ο μικρός Καρλίτο ότι ανοίγει ο δρόμος της λευτεριάς. Όπως ακριβώς είχαν και έχουν τα λεφτά στη Σίτι για να φέρουν αυτόν και όποιον άλλον χρειαστεί, έτσι έχουν και την πολυτέλεια να τον κρατάνε και να τον έχουν για τέταρτη επιλογή στην επίθεση, πίσω από Αγκουέρο, Τζέκο και Μπαλοτέλι.
Οπότε ο Καρλίτο έβαλε μπροστά το plan B: να τα κάνει όλα λίμπα, ώστε να μπορέσει να φύγει το Γενάρη αν όχι κοψοχρονιά, τουλάχιστον σε «σκοτωμένη» τιμή. Αρνήθηκε να σηκωθεί για ζέσταμα και να περάσει αλλαγή, έκανε τον «Κινέζο» μετά λέγοντας «εγώ; μα τι λέτε... εγώ ποτέ δεν αρνήθηκα, παρανόηση...» και πήγε να βγάλει τρελό τον Μαντσίνι. Στην αρχή φάνηκε ότι μπορεί και να τα καταφέρει: οι πληροφορίες έλεγαν ότι οι συμπαίκτες του τον στήριξαν, ότι θα έπεφτε στα μαλακά, ότι η διοίκηση δεν θα έφτανε το θέμα στα άκρα. Και όντως, ένα μηνιάτικο πρόστιμο δεν ακούγεται τόσο βαρύ κι ασήκωτο.
Ο Καρλίτο όμως έγινε έξαλλος. Όχι για το μηνιάτικο - κι ας φτάνει περίπου το ένα εκατομμύριο ευρώ, λεφτά άλλωστε υπάρχουν... - αλλά κυρίως για το «δεν φεύγεις το Γενάρη με κάτω από 50 μύρια». Εκεί είδε τη ζοφερή πραγματικότητα: σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης και με την αξία του να πέφτει μήνα με τον μήνα - όσο βρίσκεται εκτός 11άδας ή και εκτός αποστολής - ποιος θα δώσει 50 εκατομμύρια, για έναν παίκτη καλό ο οποίος έχει να παίξει ουσιαστικά από την περασμένη άνοιξη και παρα-είναι και προβληματικός; Θα τα δώσει ο Μοράτι; Ο Πέρεθ; Δύσκολο...
Άρα τι κάνουμε τώρα παλιόφιλε Καρλίτο; Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε. Δηλαδή ζητάμε ταπεινά συγνώμη από τον προπονητή (πρώτα) και μετά από διοίκηση και συμπαίκτες, στρώνουμε τον πισινό μας κάτω και δουλεύουμε, αφήνουμε το τουπέ, γινόμαστε σεμνοί, ταπεινοί και πειθαρχημένοι, περνάμε αλλαγή με χαρά και μπρίο ακόμα και στο 89΄ και προσπαθούμε να αυτοδειγματιστούμε, ώστε να καταλάβουν όλοι πως και σε καλή κατάσταση είμεθα και καλά παιδιά γίναμε πάλι. Μπας και πάει κανείς στον κ. Μανσούρ και δώσει 50, 40 ή όσα τέλος πάντων αντέχει η τσέπη του. Αλλιώς κάτσε σε μια ακρούλα να βλέπεις τον Μάριο Μπαλοτέλι, που αν σκοράρει σε ακόμα 3-4 ματς, θα γίνει ό,τι ήσουν εσύ πέρυσι: ίνδαλμα των οπαδών της Σίτι. Και κοιτάζοντας το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, θα καταλάβεις ότι έγινες πλέον, ό,τι ήταν ο Μάριο πέρυσι: ένα «παιδί» πολύ ταλαντούχο, αλλά και πολύ προβληματικό. Και σχεδόν ανεπιθύμητο...
ΠΗΓΗ: sport-fm.gr