Γεννημένος στο Ροζάριο, μεταξύ άλλων την πόλη του Μέσι, του Μπιέλσα, του Ντι Μαρία, κυρίως του θρυλικού, Αργεντινού επαναστάτη, ο Μενότι υπήρξε ο εμβληματικός προπονητής που οδήγησε το ’78 την Albiceleste στην κατάκτηση του πρώτου της Μουντιάλ. Και ας είχε, τότε προτιμήσει την πείρα του Μάριο Κέμπες «κόβοντας», από την αποστολή τον ακόμη ανώριμο, ούτε 17χρονο, Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Και φυσικά δικαιώθηκε, γιατί το άστρο του Ντιέγκο θα ανέτειλε για πάντα το ’79, όταν πάλι ο Μενότι οδήγησε την Αργεντινή στην κατάκτηση και του Μουντιάλ Under-20.

 

Από πλούσια οικογένεια, γιος βιομήχανου, αλλά φανατικού υποστηρικτή του Χουάν Περόν, ο Μενότι τζούνιορ συγκρούστηκε νωρίς, για ιδεολογικούς λόγους με τον πατέρα του και εκεί που θα μπορούσε να επιλέξει μία άνετη ζωή, με τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, το γκολφ, το μπάσκετ ή τη διαμονή σε μία από τις πανέμορφες, αγγλικού τύπου, βίλες του ‘800, τα παράτησε όλα, το’ ριξε στο ποδόσφαιρο και γράφτηκε στο κομμουνιστικό κόμμα. Στο μεταξύ ο πατέρας του πέθανε, και για να βοηθήσει την οικογένεια, το πρωί δούλευε στο εργοστάσιο και το απόγευμα δεν έχανε προπόνηση της αγαπημένης του Ροζάριο Σεντράλ, έως το τέλος, της ομάδας της καρδιάς του.

Ως ποδοσφαιριστής δεν πέτυχε και πολλά πράγματα. Λόγω κυρίως της τεμπελιάς ρου. Του, εκνευριστικά αργού βηματισμού του. («Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τρέχει ο παίκτης: αρκεί να τρέχει η μπάλα», το αγαπημένο του μότο). Του υπερβολικού του ύψους, αλλά παράλληλα κατανεμημένου σ’ ένα εντελώς στεγνό και αδύνατο (εξ’ ου και το παρατσούκλι «El Flaco») κορμί.

 

Παρόλα αυτά έπαιξε τρία χρόνια στη Ροζάριο, με 47 γκολ σε 86 παιχνίδια, μετά τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Μηδέν παιχνίδια στη Ρασίνγκ, 18 (με 6 γκολ) στη Μπόκα Τζούνιορς, μηδέν στη Νιού Γιορκ Τζένεραλς, μία συμμετοχή, το ’68, και μηδέν γκολ με τη Σάντος, όπου ήταν η ρεζέρβα του Πελέ. («Υπήρξε τόσο μεγάλος παίκτης, που μπορούσες να τον μαρκάρεις μόνο στον πίνακα: με τη λευκή κιμωλία», έλεγε). Μετά, μηδέν και στην Κλούμπε Ατλέτικο Γιουβέντους όπου, το ’70 έκλεισε την, τρόπος του λέγειν, καριέρα του με επίσης 11 συμμετοχές και 2 γκολ στην εθνική ομάδα. Το ξεκάθαρο όνειρό του ήταν να γίνει προπονητής και το εκπλήρωσε την ίδια χρονιά στον πάγκο της Νιούελς Ολντ Μπόις, ιστορική «αιώνια» της Σεντράλ.

Μετά πήγε στην Ουρακάν, επί τρία χρόνια η ομάδα έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο στη χώρα και οι καινοτόμες ιδέες του (όπως η άμυνα ζώνης ή η γρήγορη ανάπτυξη από τα άκρα), δεν πέρασαν απαρατήρητες στην Ομοσπονδία που, το ’74 του ανέθετε τον πάγκο της Albiceleste. Με το πραξικόπημα του ’76, ο Βιντέλα γνωρίζοντας τις πολιτικές του πεποιθήσεις ετοιμαζόταν να τον ξηλώσει, όταν όμως συνειδητοποίησε ότι, κατά τη διάρκεια φιλικού στη «Bombonera» με την Πολωνία, οι χιλιάδες κόσμου φώναζαν «Κάτω τα χέρια από τον Μενότι», τότε πείστηκε ότι θα ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος, τόσο για την προπαγάνδα του, όσο να οδηγήσει την Αργεντινή στην κατάκτηση του Μουντιάλ.

 

Για τη χώρα ήταν μία ιδιαίτερα δύσκολη και σκοτεινή περίοδος. Οι μισθοί είχαν παγώσει. Τα συνδικάτα, καταργηθεί, ο Τύπος ήταν λογοκριμένος. Αλλά παράλληλα υπήρχαν ολοκαίνουργιοι δρόμοι, φανταχτερά αεροδρόμια, φουτουριστικές γέφυρες, γήπεδα τελευταίας γενιάς. Οι κακόφημες συνοικίες του Μπουένος Άιρες είχαν κατεδαφιστεί. Και όπου δεν προλάβαιναν, όπως για παράδειγμα στο Ροζάριο ανέγειραν έναν τεράστιο τοίχο όπου ζωγράφιζαν ωραία σπίτια, καθαρά, τακτοποιημένα. Ενώ πίσω απ’ αυτόν, ο κόσμος συνέχιζε να ζει στα πραγματικά τους: τα άσχημα, φτωχά και ερειπωμένα.

Η Χούντα είχε καταλάβει ότι η διοργάνωση του Μουντιάλ ’78, πόσο μάλλον αν το κατακτούσε θα ήταν η τέλεια βιτρίνα για να χαρεί, να ηρεμήσει, κυρίως να ξεχάσει ο κόσμος το χάος, τη βία, τα βασανιστήρια, τις χιλιάδες εξαφανίσεις. Και μόνο ένας «δικός» τους, δηλαδή ένας αριστερός σαν τον Μενότι θα μπορούσε να τους χειραγωγήσει.

Παρέμεινε στην εθνική μέχρι και το ’83. Μετά πήγε στη Μπαρτσελόνα όπου, παρέα με τον Μαραντόνα κατέκτησε ένα Κύπελλο, ένα Λιγκ- Καπ και ένα Σούπερ- Καπ Ισπανίας. Και ουσιαστικά τίποτα άλλο, είτε τις τρεις φορές που πήγε στην Ιντεπεντιέντε ή δύο στη Μπόκα Τζούνιορς. Προπόνησε επίσης τις Ατλέτικο Μαδρίτης, Ρίβερ Πλέιτ, Πενιαρόλ, την εθνική Μεξικού, τη Ροζάριο, την Πουέμπλα, την Τέκος και για μόλις οκτώ παιχνίδια, το ’97, τη Σαμπντόρια.

   

Γενικώς, και με εξαίρεση τον θρίαμβο του ’78 (κι εκείνο, με το… χεράκι της Χούντας πίσω από το 6-0 με το Περού ή με πολλή τύχη, όπως το δοκάρι στο 90’ που θα μπορούσε να είχε στέψει την Ολλανδία παγκόσμια, χωρίς να χρειαστεί η παράταση), και ως προπονητής, μάλλον με το ζόρι έπιανε, ίσα, ίσα τη βάση.

Υπήρξε όμως, από την αρχή έως το τέλος, ένας παθιασμένος υπερασπιστής των ιδεών και των πιστεύω του. Κάτι που επιβεβαίωσε, χρόνια μετά την πτώση του Βιντέλα και ο Οσβάλντο Αρντίλες διηγούμενος τι τους είχε πει ο Μενότι πριν τον τελικό με την Ολλανδία: «Μην κοιτάτε την εξέδρα των επισήμων, αλλά τον απλό κόσμο που ήρθε να σας δει. Κερδίστε γι’ αυτούς και όχι για τους π@@@@@@ς γιούς»…