Εθνική Ελλάδας: Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ένας, μοναδικός, αξεπέραστος και όσοι αμφισβητούν την αγάπη του και την αγωνία του για τη γαλανόλευκη φανέλα είναι γελάδια. Και, φυσικά, ήταν και ο καλύτερος όλων των διεθνών μας στο Ευρωμπάσκετ, καταθέτοντας για μια ακόμη φορά στο παρκέ τόσο τα υπερφυσικά προσόντα του όσο και την εξαιρετικά προχωρημένη αντίληψή του για όλα όσα συμβαίνουν μέσα στις τέσσερις γραμμές. Τελεία. Τελεία και παύλα, ήταν ο καλύτερος.
Αλλά δεν θα γράψω σήμερα γι’ αυτόν, θα γράψω για ένα παιδί που με συγκίνησε περισσότερο απ’ όλους τους παίκτες της εθνικής μας, τον Γιαννούλη Λαρεντζάκη.
Και όχι, δεν ήταν το κλάμα του στη συνέντευξη μετά από τον αγώνα με τη Γερμανία, που με άγγιξε. Ήταν η αγωνιστικότητά του και ο ενθουσιασμός του, η λύσσα του αν θέλετε με το που πάταγε το πόδι του στο γήπεδο. Και ο Παπανικολάου τα ‘δινε όλα και ο Αγραβάνης τα ‘δινε όλα και ο Σλούκας τα ‘δινε όλα (και με ενάμιση πόδι παρακαλώ…), αλλά ο Λαρεντζάκης τα έδινε όλα και ύστερα έψαχνε μέσα του και ανακάλυπτε άλλα τόσα. Σαν να υπήρχε μια κρυφή αποθήκη δύναμης και ενεργητικότητας στα σκώτια του και να άνοιγε το πορτάκι της κάθε φορά που χρειαζόταν. Να πάταγε το τούρμπο, που λέγαμε και παλιότερα!
Και να σκεφτεί κανείς ότι παραλίγο να χαθεί αυτό το παιδί για το ελληνικό μπάσκετ. Όπου βολόδερνε χρόνια ολόκληρα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και όλο έδειχνε ότι θα κάνει το μπρέηκ και άντε πάλι απ’ την αρχή στο καλούτσικο προσγειωνόταν. Για να του χαμογελάσει επιτέλους η τύχη και να του κάτσει το λαχείο του Ολυμπιακού, ενός οργανισμού σταθερού και ισορροπημένου και πολύ προσεκτικού όσον αφορά στην ανάπτυξη και διαχείριση των αθλητών του. Βάλε και την ευρωλίγκα μέσα, που κάποιοι θα την έβλεπαν σαν καταδίκη και κάποιοι άλλοι σαν ευκαιρία. Ο Λαρεντζάκης την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, είχε τα ματάκια του ανοιχτά και μάθαινε, δούλεψε στις αδυναμίες του και κατάφερε να ανέβει σκαλιά. Έστω και στα τριάντα παρά, αλλά μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και παιδιά που ανθίζουν λίγο πιο αργά απ’ το μέσο όρο. Οι λέητ μπλούμερς που λένε και οι Αμερικάνοι…
Αυτό το ταλέντο από τη μία και η αυταπάρνηση από την άλλη, ήταν που σφράγισαν την εντυπωσιακή του εμφάνιση στο Ευρωμπάσκετ. Στα σκατά μέσα τον έριχνε ο Ιτούδης κι ο Λαρεντζάκης ένιωθε λες και βρισκόταν στη μπανιέρα του. Φέρνοντας εις πέρας όλες τις δύσκολες αποστολές, δίχως ποτέ να βαρυγκωμάει και να γκρινιάζει, δίχως καμιά υπεροψία ή ψευτομαγκιά, δίχως μα και μου και με συγχωρείτε μισό λεπτό έσπασε το νυχάκι μου. Φανταράκι κανονικό, στη φωτιά για την ομάδα και τη φανέλα. Λυπάμαι πολύ, αλλά άμα δεν σε συγκινήσει μια τέτοια προσπάθεια σχεδόν υπερφυσική, ένας τέτοιος αγώνας που τον έβγαζε απ’ τα ρούχα του σχεδόν τον Γιαννούλη, δεν πρόκειται να συγκινηθείς ποτέ κι από τίποτα!
Υ.Γ.: Κι ο Θανασάρας τέτοια νοοτροπία έχει, ξεβρακώνεται για την εθνική. Αλλά δεν τον πήγε το τουρνουά και πέρασε την περισσότερη ώρα στον πάγκο.