Από τις αρχές Σεπτεμβρίου υπογραμμίζαμε ότι οι ημέρες της αυτοκρατορίας του Μουρίνιο, στην «Αιώνια Πόλη» έφταναν, σιγά, σιγά προς το τέλος τους. Είχε ξεκινήσει το πρωτάθλημα μ’ έναν βαθμό σε τρία παιχνίδια. Ένα 2-2 με τη Σαλερνιτάνα και δύο συνεχόμενες ήττες, 2-1 από τη Βερόνα, 1-2 από τη Μίλαν: η «κόκκινο- κίτρινη» Ρόμα ήδη έβραζε και ζητούσε εξηγήσεις, εκείνος όμως, κατά την προσφιλή του τακτική και συνήθεια έριχνε τον κύβο των όποιων ευθυνών στη διοίκηση, γιατί δεν φρόντισε να ενισχύσει αρκετά την ομάδα.
Μετά τον Ντιμπαλά, ήρθε και ο Λουκάκου, είχαν προηγηθεί και οι Σμόλινγκ, Έϊμπραχάμ, Μάτιτς, όλοι τους προσωπική επιλογή του Μουρίνιο, συνολικά οι επενδύσεις του Αμερικανού ιδιοκτήτη, Νταν Φρίντκιν ξεπερνούσαν, σε τρία μόλις χρόνια, το μισό δις ευρώ, αλλά και πάλι τα αποτελέσματα παρέμεναν μέτρια, έως κάκιστα. Κυρίως στο Campionato, όπου ύστερα από 20 παιχνίδια ο Πορτογάλος άφησε τη Ρόμα στην 9η θέση (εξ’ ου και το… Ninth), με 8 νίκες, 5 ισοπαλίες, 7 ήττες, με τελευταία και μοιραία το 3-1 από τη Μίλαν.
«Όλοι πιστεύουν ότι είμαι ο Ζοσέ Χάρι Μουρίνιο Πότερ, ήταν μία από τις τελευταίες του «σοφιστείες», αλλά σας διαβεβαιώνω ότι χωρίς παίκτες κανένας προπονητής δεν θα μπορούσε να γίνει μάγος». Πάλι, δηλαδή πέταξε τη μπηχτή του προς την ιδιοκτησία, για χιλιοστή φορά αρνούμενος να παραδεχτεί και τα δικά του λάθη. Πάνω απ’ όλα, ότι το ποδόσφαιρό του είναι, πλέον, ξεπερασμένο. Όχι βέβαια: ποτέ δεν αναγνώρισε ότι έφταιξε εκείνος κάπου. Ήταν και είναι, τέτοιος ο ναρκισσισμός του που για κάθε στραβή έφταιγαν πάντα οι άλλοι: οι παίκτες, οι φυσιοθεραπευτές για τους τραυματισμούς, η εκάστοτε διοίκηση γιατί δεν έβαζε αρκετά βαθιά, το χέρι στην τσέπη.
Στα 23 χρόνια, μίας προπονητικής καριέρας που ξεκίνησε κατά λάθος, γιατί μεταφραστής αγγλικών του Μπόμπι Ρόμπσον ήταν ο άνθρωπος, πρώτα στην Πόρτο, ύστερα στη Μπαρτσελόνα, ο Μουρίνιο έχει ήδη δει πέντε φορές την πόρτα της εξόδου: δύο από την Τσέλσι, το ’07 και το ’16, μία από τη Γιουνάιτεντ, το ’18, μία από την Τόττεναμ, το ’21 και τώρα από τη Ρόμα την οποία άφησε ύστερα από τρεις σεζόν, με ένα νικημένο Conference και έναν χαμένο Europa League.
Αναλογικά μία σημαντική βελτίωση σε σχέση με την χειρότερή του χρονιά, στην Τόττεναμ, όπου δεν κέρδισε απολύτως τίποτα. Κάπως καλύτερα τα πήγε στη Μάντσεστερ, όπου κατέκτησε Europa League κι ένα Κύπελλο. Πλήρης απογοήτευση ήταν η θητεία του στη Ρεάλ Μαδρίτης, με μόλις ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο και ένα Σούπερ Καπ Ισπανίας. Στην Τσέλσι κατέκτησε 3 Premier League, 1 Κύπελλο, 3 Λιγκ Καπ και ένα Community Shield, αποτυγχάνοντας στον πρωταρχικό, ευρωπαϊκό στόχο που είχε θέσει τότε ο Αμπράμοβιτς. Ενώ τα αριστουργήματά του έγιναν επί ημερών (2004) Πόρτο, με πρωτάθλημα, Uefa και Champions League και Ίντερ (2010), όπου κατέκτησε το ιστορικό treble των Nerazzurri.
Είναι δεδομένο ότι ένα τόσο μεγάλο, αλλά ίσως και υπερτιμημένο όνομα δεν θα μείνει για πολύ καιρό χωρίς δουλειά. Η Σαουδική Αραβία τον γέμιζε με βουνά από πετροδολάρια ήδη από πέρυσι, ενώ και η Premier League, αργά ή γρήγορα θα κάνει μία προσπάθεια να τον ξαναφέρει στην Αγγλία. Αλλά στα 60, πλέον ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει, ίσα, ίσα που χειροτερεύει, γίνεται ακόμη περισσότερο πεισματάρη. Ειδικά όταν πιστεύει πως είναι ο καλύτερος. Που, εν τέλει, δεν είναι.
Γιατί, εάν απομονώσουμε μία από τις δεκάδες, περίεργες συμπεριφορές του θα ξεχωρίσουμε χωρίς αμφιβολία μία φράση, γεμάτη έπαρση, αλλά και αγνωμοσύνη που είπε κάποτε για τον Ζεσουάλντο Φερέιρα, τον πρώτο του καθηγητή στην σχολή προπονητών. «Μου θυμίζει έναν γάιδαρο που παλεύει 30 χρόνια, χωρίς όμως να καταφέρει ποτέ του, να γίνει άλογο»…