ρωστάω μια αναφορά στους νεοέλληνες του εφετινού Ολυμπιακού. Αντίθετα με αυτά που πιστεύει πολύς κόσμος το να γίνει σημαντικός ποδοσφαιριστής για τον Ολυμπιακό ένας μικρός στην ηλικία Έλληνας ποδοσφαιριστής δεν είναι δύσκολο, αρκεί να έχει προσόντα και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες: ο Μανωλάς π.χ μονιμοποιήθηκε στην ενδεκάδα του πρωταθλητή πριν καλά καλά γίνει 23 χρονών.
Ενδεικτική είναι και η περίπτωση του Σάμαρη: πέρυσι κανείς εντός Ολυμπιακού δεν πίστευε ότι μπορεί να μείνει στην ομάδα – περίμεναν όλοι τον Τάτο, τον Βλαχοδήμο κτλ. Ωστόσο δείχνοντας προσωπικότητα στα φιλικά, ο Σάμαρης που ένα χρόνο πριν δυσκολεύονταν να πείσει τον Ελευθερόπουλο να τον χρησιμοποιήσει ως βασικό στον Πανιώνιο, κέρδισε το Μίτσελ κι έπαιξε βασικός σχεδόν σε όλα τα ματς του Τσάμπιονς λιγκ, παρά τα λαθάκια του. Ρεζερβέ θέσεις δεν υπάρχουν, απλά δεν αρκεί μόνο το ταλέντο: χρειάζεται κυρίως δουλειά.
Και με το Βαλβέρδε και με το Μίτσελ η όρεξη για προπόνηση και η θέληση για τρέξιμο στο γήπεδο ήταν αρετές σημαντικότερες της τεχνικής κατάρτισης – για αυτό κατάφεραν να γίνουν σημαντικοί, παίκτες όπως ο Μανιάτης, ο Χολέμπας, ο Σιόβας, ο άτυχος Ολαϊτάν και δεν έπεισαν για την σπουδαιότητα τους, άλλοι πολύ περισσότερο τεχνικά προικισμένοι.
Αυτό ισχύει και για τους εφετινούς φιλόδοξους Έλληνες που στην προετοιμασία προσπαθούν να πείσουν το Μίτσελ να τους κρατήσει στην ομάδα: αν μείνουν, θα πάρουν ευκαιρίες και δεν θα συμπληρώνουν απλώς τις αποστολές, αλλά για να μείνουν πρέπει να περάσουν το τωρινό τεστ κι αυτό δεν είναι εύκολο.
Για την ώρα περνάει σίγουρα το τεστ ο Διαμαντάκος κι όχι μόνο γιατί στο τουρνουά των πρωταθλητών στις ΗΠΑ έβαλε τρία γκολ. Ο Διαμαντάκος είναι ποδοσφαιριστής που θέλει κάθε καλός προπονητής: «σκοτώνεται» στην προπόνηση κι αυτό το μαρτυρά το πολύ δεμένο πλέον κορμί του, στο γήπεδο πρεσάρει, έχει αίσθηση του χώρου και του γκολ, καλύπτει μια έλλειψη τεχνικής παίζοντας με γενναιοψυχία, είναι γρήγορος στις αντιδράσεις και κάθε χρόνο βελτιώνεται. Φυσικά έχει και ατέλειες. Δεν έχει την αυτοπεποίθηση του Μήτρογλου, δεν είναι πολύ καλός πασέρ, δεν είναι όσο καλός πρέπει στο ψηλό παιγνίδι, πιο πολύ τελειώνει φάσεις παρά τις δημιουργεί και πρέπει να μάθει να παίζει πιο πολύ με την πλάτη: για την ώρα είναι χρήσιμος κυρίως όταν βλέπει εστία. Αλλά ανήκει στην κατηγορία των ποδοσφαιριστών που νοιώθουν ευλογημένοι γιατί κάνουν αυτό το επάγγελμα κι αντιμετωπίζει, όχι μόνο το ποδόσφαιρο, αλλά και τη ζωή γενικά, με ένα σπάνιο ενθουσιασμό: σε μια ομάδα τέτοιοι παίκτες είναι πάντα αγαπητοί και πάντα χρήσιμοι.
Ο Κολοβός είναι σε κάποια πράγματα το αντίθετο του Διαμαντάκου. Στην Εθνική Νέων ήταν ο πιο προικισμένος τεχνικά ποδοσφαιριστής. Έχει θέληση, αφού έχει ήδη ξεπεράσει ένα μεγάλο τραυματισμό. Μπορεί να παίξει σε δυο – τρεις θέσεις, είναι άριστος πασέρ και μπορεί να γίνει η χαρά του σέντερ φορ. Αλλά στον Πανιώνιο έγινε υποχρεωτικά πέρυσι ηγέτης, πριν να γίνει πλήρης ποδοσφαιριστής, έμαθε να παίζει σε μια ομάδα στην οποία η μπάλα περνούσε διαρκώς από τα πόδια του και όπου κάμποσοι έτρεχαν για πάρτη του. Φοβάμαι πως νομίζει πως θα κερδίσει το Μίτσελ κάνοντας δύσκολα πράγματα: πριν από αυτά πρέπει να ανταποκριθεί στα απλά.
Ο Κολοβός έχει στοιχεία για να γίνει πολύ σημαντικός στην εθνική ομάδα τα επόμενα χρόνια, αλλά φοβάμαι πως έχει στο μυαλό του την ιδέα πως είναι ποδοσφαιριστής μεγάλων ενεργειών κι αυτό είναι κομμάτι επικίνδυνο: κάπως έτσι την πάτησε ο Βλαχοδήμος. Το μάθημα του εφετινού καλοκαιριού πρέπει να είναι για αυτόν το πώς θα γίνει πιο ουσιαστικός – για να εντυπωσιάζει κάνοντας το δύσκολο, πρέπει να κάνει προηγουμένως πολλά σωστά απλά πράγματα: να καλύπτει τον συμπαίκτη, να πασάρει πιο γρήγορα, να επιχειρεί να ντριπλάρει όταν έχει ένα αντίπαλο, να βλέπει τις κινήσεις των συμπαικτών του.
Παράστημα σπάνιο για Έλληνα ποδοσφαιριστή έχει ο Μπουχαλάκης. Γεμίζει τη μεσαία γραμμή, έχει αυτοπεποίθηση, μοιάζει μεγαλύτερος από την ηλικία του, μπορεί να είναι λίγο αργός, αλλά είναι εξαιρετικά εξελίξιμος και τσαμπουκάς: τον θυμάμαι σε ένα ματς στο Καραϊσκάκη, ούτε 19 χρονών καλά καλά, να μπαίνει και ν αρχίζει στις κλωτσιές όλο τον κόσμο! Το πρόβλημα με το Μπουχαλάκη είναι ότι δεν έχει βρεθεί ακόμα η θέση στην οποία μπορεί να σταδιοδρομήσει. Είναι ένας μέσος, δεν χωρά αμφιβολία, όσοι αρέσκονται στο να μαϊμουδίζουν εγγλέζικους όρους μπορεί και να τον αποκαλούν «box to box», αλλά με ετικέτες καριέρα δεν έκανε κανένας: καριέρα κάνεις όταν γίνει κατανοητό σε ποια σημεία του γηπέδου μπορεί να σταθείς και πόσα πράγματα μπορείς να προσφέρεις.
Σε ένα ποδόσφαιρο στο οποίο θα επιτρέπονταν διακόσιες αλλαγές ο Μπουχαλάκης θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμος να μπαίνει και να δοκιμάζει τα σουτ του, αλλά ακόμα αυτό το ποδόσφαιρο δεν υπάρχει, οπότε πρέπει να του βρουν μια θέση: για την ώρα στην ιδιότυπη «θέση Μπουχαλάκη» (μια που παίζει μόνο αυτός) μπορώ να πω ότι εντυπωσιάζει, αλλά βλέπουμε φιλικά ματς με πολλές αλλαγές, όπου όλοι έχουν την ευκαιρία και το χρόνο τους. Στη Νέων έπαιζε κάτι σαν δεκάρι, κάτι σαν αριστερό ή δεξί χαφ, αλλά αυτό το «κάτι» είναι το πρόβλημα. Οι Βέλγοι θα τον έκαναν αμυντικό χαφ, οι Ιταλοί μπορεί και μεσοκυνηγό, ελεύθερο πίσω από το φορ – το θέμα είναι τι νομίζει ο Μίτσελ. Αν του βρει θέση, μπορεί να δώσει στο ελληνικό ποδόσφαιρο ένα χρήσιμο και σπάνιο παίκτη.
Τέλος οι δυο μεγάλες μου απορίες ομολογώ πως είναι ο Αυλωνίτης και ο Θανάσης Παπάζογλου. Ο στόπερ είναι από αυτούς που ξέρουν μπάλα, αλλά μου μοιάζει λίγο αγχώδης: το άγχος είναι λίγο επικίνδυνος αντίπαλος – δεν άφησε το Βάλλα π.χ να κάνει την καριέρα που έπρεπε. Ο Αυλωνίτης δεν είναι από τα μπακ που βγαίνουν πρώτα στη μπάλα και παίζουν δυνατά και ενίοτε σκληρά, αλλά ξέρει να βγάζει την ομάδα μπροστά και μπορεί να «σκουπίσει» όταν χρειαστεί: θέλει πάντως να αισθάνεται χρήσιμος για να αποδώσει.
Ο Θανάσης Παπάζογλου από την άλλη είναι χρήσιμος όταν μια ομάδα βρίσκει μπροστά της μια κλειστή άμυνα, είναι δυνατός και δεν φοβάται το ξύλο (ίσα ίσα, τα μπακ τον φοβούνται), αλλά για να παίξει στον Ολυμπιακό δεν αρκεί μόνο η μαχητικότητα, χρειάζεται και λίγη έκρηξη. Είναι πάντως ο πιο δύσκολος στο να κριθεί καλοκαιριάτικα: λόγω σωματοδομής «λύνεται» τελευταίος…
Πηγή: sport24.gr