Ο ευκολότερος τρόπος είναι να λες ψέματα χρησιμοποιώντας τους αριθμούς. Αν χρησιμοποιήσουμε τους αριθμούς για να δούμε τι συμβαίνει π.χ με τον Κώστα Μήτρογλου θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο φορ του Ολυμπιακού έκανε φέτος καλύτερο Τσάμπιονς λιγκ από πέρυσι. Πέρυσι έπαιξε σε πέντε ματς ενώ φέτος σε έξι.

Πέρυσι σκόραρε σε ένα μόνο ματς, ενώ φέτος σε δυο. Πέρυσι πέτυχε τρία γκολ, αλλά όλα σε ένα ματς: σε εκείνο στις Βρυξέλλες που ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει 0-3 την Αντερλεχτ. Φέτος τα δυο του γκολ ουσιαστικά έκριναν παιγνίδια:

Δικό του το γκολ του 3-1 που σφράγισε τη νίκη με την Ατλέτικο, δικό του και το γκολ του 3-2 που έδωσε τη νίκη κόντρα στη Μάλμε. Όλα αυτά είναι σωστά και συγχρόνως λάθος: διότι ναι μεν ισχύουν, πλην όμως η απόδοση του Μήτρογλου δεν έχει μεγάλη σχέση με την περσινή κι αυτό το ξέρουμε. Γιατί φέρνω αυτό το παράδειγμα; Γιατί θα ήταν μεγάλο λάθος του Ολυμπιακού να αναλύσει την εφετινή του εμφάνιση στο Τσάμπιονς λιγκ βασιζόμενος στις απλοποιήσεις, που συχνά περιέχει η γλώσσα των αριθμών.

Ακούω πχ ότι ο Ολυμπιακός ήταν φέτος καλός στην επίθεση, γιατί πέτυχε συνολικά 8 γκολ και κακός στην άμυνα γιατί δέχτηκε 13. Λάθος η ανάγνωση δεν είναι, αλλά το βράδυ που πιο πολύ χρειάστηκε την επίθεσή του ο Ολυμπιακός, στο ματς με τη Μάλμε, γκολ δεν πέτυχε. Και μάλιστα δεν τα κατάφερε παρά την απόφαση του προπονητή του Ολυμπιακού να κάνει ένα επιθετικό παιγνίδι και να μην περιμένει τους Σουηδούς σχεδόν καθόλου.

Πέρυσι και φέτος

Η δική μου ανάγνωση, τώρα που ο Ολυμπιακός ολοκλήρωσε την παρουσία του στο Τσάμπιονς λιγκ και λίγο πριν ξεκινήσει την περιπέτεια του στο Γιουρόπα λιγκ, είναι λίγο πιο σύνθετη: πιστεύω ότι ο εφετινός Ολυμπιακός, ακριβώς επειδή το καλοκαίρι άλλαξε πάρα πολύ κι ακόμα είναι ως ομάδα σχεδόν ασχημάτιστος, εξαρτάται πολύ από τον προπονητή του: δεν λέω ότι ο Μίτσελ κερδίζει ή χάνει τα παιγνίδια – υποστηρίζω ότι η προπαρασκευή των αγώνων και η διαχείρισή τους από τον πάγκο δεν υπήρξε αψεγάδιαστη.

Η διαφορά του περσινού Ολυμπιακού από τον εφετινό, είναι ότι η περσινή ήταν μια ομάδα μονάδων – θέλω να πω πως υπήρχαν παίκτες που μπορούσαν με τη συμπεριφορά, τη φόρμα και την αγωνιστικότητα τους να καθορίσουν το αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από την τακτική του προπονητή ή τις επιλογές του. Θυμίζω ότι πέρυσι ο Ολυμπιακός κέρδισε στο Βέλγιο την Αντερλεχτ έχοντας περάσει μια θύελλα και με γκολ του Μήτρογλου κόντρα στη ροή του ματς. Θυμίζω ότι ο Ρομπέρτο ήταν βασικός πρωταγωνιστής σχεδόν σε κάθε παιγνίδι, ότι το ματς με τους Βέλγους στην Αθήνα το πήρε ο Σαβιόλα, ότι δεύτερος σκόρερ της ομάδας ήταν ο Μανωλάς και ότι ο θρίαμβος επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στηρίχθηκε σε τρεις επιθετικούς (τον Κάμπελ, τον Ολαϊτάν και τον Πέρες) που στη φάση των ομίλων δεν υπήρχαν.

Φέτος τα ματς του Ολυμπιακού είχαν κάθε φορά διαφορετικούς πρωταγωνιστές (σκόραραν συνολικά οκτώ διαφορετικοί παίκτες…), έγινε, αντίθετα με πέρυσι, ελάχιστο rotation στην άμυνα και στην επίθεση και τα σκαμπανεβάσματα στην απόδοση μαρτυρούν τελικά ένα και μόνο πράγμα: ότι υπήρξαν βραδιές που η ομάδα ήταν καλά προετοιμασμένη και άλλες που δεν ήταν. Δεν λέω ότι η καλή προετοιμασία έφερε πάντα νίκες και ότι για τις ήττες φταίει ο Μίτσελ: στο Τορίνο π.χ ο Ολυμπιακός έχασε από τη Γιούβε, όμως στη διάρκεια του ματς έδειξε πιο πολλές αρετές, από όσες κόντρα στην «Κυρία» στο Καραϊσκάκη, όταν και κέρδισε. Πριν την έναρξη των υποχρεώσεων στο Γιουρόπα λιγκ αυτό κυρίως πρέπει να προβληματίσει τη διοίκηση κάνοντας τον απολογισμό της περιπέτειας: το να υπολείπεσαι ποιοτικά ομάδων με μπάτζετ τεράστια είναι λογικό, το να κάνεις τακτικά λάθη η να εμφανίζεσαι με λάθος νοοτροπία είναι σχεδόν ασυγχώρητο.

Ελλειψη μιας κεντρικής ιδέας

Στη φάση των ομίλων φέτος ο Ολυμπιακός παρουσίασε σκαμπανεβάσματα που μαρτυρούν την έλλειψη μιας κεντρικής ιδέας: η ομάδα έμοιαζε να αντιδρά ανάλογα με τον αντίπαλο και δεν διέκρινα μια απαραίτητη πρόοδο, παρά μόνο εκλάμψεις. Ο φόβος απέναντι στην πολύ δυνατή Ατλέτικο επέβαλε τη συγκέντρωση και την αγωνιστική προσήλωση, που ήταν οι βάσεις μιας από τις μεγαλύτερες νίκης του Ολυμπιακού στην ιστορία του.

Όμως αντί τα μαθήματα εκείνου του ματς να αξιοποιηθούν ακολούθησε χαλαρότητα και έπαρση κι αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ένα ανόητο επιθετικά παιγνίδι στο Μάλμε, το οποίο και πληρώθηκε ακριβά. Η σφαλιάρα οδήγησε σε δυο παιγνίδια με τη Γιουβέντους που χαρακτηριστικό είχαν το πείσμα και την αγωνιστική σύνεση: σε κανένα από τα δυο ο Ολυμπιακός δεν ήταν αψεγάδιαστος αμυντικά και άριστος επιθετικά (απόδειξη ότι δεν σκόραρε κανείς κυνηγός του), και στα δυο, όμως, υπήρχε σοβαρότητα και θράσος – ειδικά στο Τορίνο. Επειδή και αυτά τα ματς βασίστηκαν στο μεγάλο κίνητρο των παικτών, κι όχι σε ένα συγκεκριμένο και οργανωμένο παιγνίδι, στη Μαδρίτη υπήρξε κατάρρευση – την βοήθησε και η αγωνιστική εικοσαήμερη απραξία.

Ο φόβος ενός αποκλεισμού λειτούργησε στο ματς με τη Μάλμε: η ατομική απόδοση σχεδόν όλων των παικτών ήταν η πρέπουσα κι ο Μίτσελ έκανε σε αυτό το ματς ένα καλό κοουτσάρισμα αφού ό,τι δοκίμασε του βγήκε. Αυτό το ματς, όπως και το πρώτο με την Ατλέτικο, ήταν τα πιο δουλεμένα από την πλευρά του προπονητή: αν η ομάδα δεν είχε κόντρα στους Σουηδούς άγχος, θα έκανε περίπατο, όμως στο Γιουρόπα λιγκ τον Ολυμπιακό περιμένουν δυνατότερες ομάδες από την πρωταθλήτρια Σουηδίας.

Δεν αρκούν μόνο μεταγραφές

Ακούω πολλά για μεταγραφές: θα γίνουν, πάντα γίνονται και σχεδόν όλες ολοκληρώνονται με τις ευλογίες του προπονητή. Όμως πριν τις μεταγραφές είναι απαραίτητο ο Ισπανός να ξεδιαλύνει λίγο τις ιδέες του. Αν ο Ολυμπιακός είναι μια ομάδα που παίζει άμυνα και αντεπιθέσεις, πρέπει να παίξει πολύ καλύτερα χωρίς τη μπάλα – να καλύπτει χώρους σωστότερα, να προστατεύσει πιο σωστά τους ακραίους αμυντικούς με τους κόφτες του, να μην χαρίζει αντεπιθέσεις, να δοκιμάσει και λίγο 3-5-2 ή κάποιες παραλλαγές του. Αν ο Ολυμπιακός είναι μια ομάδα επιθετική _ τόσο επιθετική μάλιστα ώστε σε κάθε επίθεση να κατεβαίνουν οι ακραίοι αμυντικοί του_ πρέπει οι επιθετικοί του και τα χαφ του να πρεσάρουν πιο ψηλά, οι συνεργασίες να είναι πιο πολλές, οι εξτρέμ που υπάρχουν να αξιοποιηθούν περισσότερο και ο φορ του να παίζει πιο πολύ με μέτωπο προς την εστία παρά με πλάτη.

Στους ομίλους δεν κατάλαβα τι ομάδα ήθελε να παρουσιάσει ο Μίτσελ: είδα πολύ θέληση, τρεξίματα των μπακ, ηρωισμούς από παίκτες όπως ο Μιλιβόγεβιτς, ο Εντινγκά και ο Μανιάτης, πολύ Τσόρι στο Καραϊσκάκη, αλλά και κάμποση σύγχυση. Προσοχή: αν οι παίκτες, που σίγουρα θα ρθουν, δεν θα αποκτηθούν για να υπηρετήσουν ένα τεχνικό σχέδιο, αλλά θα αποκτηθούν με βάση το όνομα και το βιογραφικό, η σύγχυση αυτή μπορεί να μεγαλώσει. Αλλωστε τα καλύτερα βιογραφικά στην ομάδα τα έχουν σήμερα ο Αμπιντάλ, ο Αφελάι κι ο Ντουρμάζ, που δεν ενθουσίασαν.

Στο Γιουρόπα λιγκ τον Ολυμπιακό θα περιμένει κάθε φορά ένας αντίπαλος σε ένα διπλό ματς. Από τη φύση της η διοργάνωση μετά τους 32 έχει πολύ σκάκι. Η μελέτη του αντιπάλου, η στρατηγική, η τακτική προετοιμασία δεν βρίσκονται στο μεταγραφικό παζάρι: αυτά στα εφετινά ματς του Τσάμπιονς λιγκ συχνά έλειψαν. Χωρίς αυτά στην Ευρώπη δεν φτάνεις το στόχο σου ποτέ…

Πηγή: sport24.gr